Το δικαίωμα μιας χώρας

D
Στέλιος Πάλλας

Το δικαίωμα μιας χώρας

Βρέθηκα στην περιοχή Georgetown, και νά σου λοιπόν εμφανίστηκε μπροστά μου το εστιατόριο «1789». Σημαδιακή χρόνια, εδώ που τα λέμε: στις ΗΠΑ τίθεται σε ισχύ το Σύνταγμα, και η Ευρώπη ξυπνά από τα κελεύσματα της Γαλλικής Επανάστασης — οι δύο ρεπουμπλικανικές παραδόσεις που λίγο έως πολύ διαμόρφωσαν τη σημερινή αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Δεν μπορώ, βέβαια, να μην αναφέρω ότι εδώ κοντά μας είναι και η διάσημη πλέον σκάλα του Εξορκιστή, όπου ο πατέρας Ντάμιεν Κάρας έχασε την μάχη με τον δαίμονα.

Και θυμήθηκα ένα σχόλιο στο Facebook, όπου ένας κύριος με ρώτησε ειρωνικά τι στο καλό έχουμε να μάθουμε από το δίκαιο των ΗΠΑ, οπότε τι μας χρειάζεται το συγκριτικό συνταγματικό. Με την ίδια λογική, βέβαια, γιατί στο καλό να δοκιμάσουμε μια ξένη κουζίνα όταν έχουμε τη δική μας; (Αν και, ας μου επιτραπεί, σε ποιο βαθμό είναι μόνο δική μας αφού δεν υπάρχει ούτε μία πλευρά του ανθρώπινου πολιτισμού που να μην έχει επηρεάσει άλλους λαούς και να μην έχει επηρεαστεί από αυτούς;)

Και όμως, έχουμε πολλά να μάθουμε από τον συνταγματικό πολιτισμό των ΗΠΑ. Καταρχάς, το ίδιο το Σύνταγμα ήταν μία οργανωτική δομή που ξεκίνησε από κάτω προς τα πάνω — δεν το παραχώρησε ένας πεφωτισμένος μονάρχης ούτε το επέβαλε μία ελίτ. Ήταν μια διαδικασία που πέρασε από τις κοινότητες και τις συνελεύσεις των αποίκων, κορυφώθηκε στις 4 Ιουλίου 1776, οπότε και συγκλήθηκε η συνέλευση των Αμερικανών Πατέρων στη Φιλαδέλφεια και ψηφίστηκε η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, πριν τεθεί οριστικά σε ισχύ το 1789. Από τις κυριακάτικες μαζώξεις του εκκλησιάσματος έως τις συνελεύσεις των συλλόγων γονέων και κηδεμόνων και την ψηφοφορία για την εκλογή των δικαστών και των σερίφηδων από τους πολίτες, το πνεύμα του είναι ακόμη ζωντανό και το μήνυμά του συγκλονιστικό για ολόκληρο τον δυτικό κόσμο.

Άλλο ένα παράδειγμα είναι ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων. Θεωρούμε ότι είναι βαθιά ριζωμένη παράδοση στην Ευρώπη, και όμως κάνουμε μέγα λάθος. Ενώ στις ΗΠΑ, ήδη με την απόφαση Marbury v. Madison το 1803 καθιερώνεται ως βασική και δομική αρχή, θέτοντας ακόμη μία δημοκρατική βαλβίδα ασφαλείας, στην Ευρώπη έπρεπε να έρθει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος για να θεσπιστεί.

Αλλά ας τα αφήσουμε τα νομικά, εδώ που τα λέμε είναι βαρετά. Αλήθεια όμως, πόση σχέση μπορεί να έχουν οι Πατέρες του Αμερικανικού Έθνους ή ο δικαστής Μάρσαλ με το debate των Ρεπουμπλικάνων που παρακολούθησα; Ασχέτως αν τους επικαλείται συνεχώς, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει χαθεί κάπου στην μετάφραση. Ένα debate δίχως ουσία, το οποίο δυστυχώς το μονοπώλησε ο Τραμπ.

Ο Τραμπ είναι μία ιδιάζουσα περίπτωση. Παιδί της δεκαετίας του ’80 της Νέας Υόρκης, αντισυμβατικός, αλαζόνας, ενσαρκώνει μια διαστροφική απεικόνιση του αμερικανικού ονείρου. Επιτέθηκε σεξιστικά και στη συνυποψήφιά του, Carly Fiorina, και στη σύζυγο του Τζεμπ Μπους, και βεβαίως αρνήθηκε να απολογηθεί για τις δημόσιες προσβλητικές αυτές δηλώσεις, θεωρώντας ότι σχετίζονται με την απρόβλεπτη φύση του, η οποία διαφέρει από το «παλιό» των επαγγελματιών πολιτικών και εκφράζει τη «δυναμική της επιχειρηματικότητας». Η τακτική αυτή του Τραμπ συγκινεί πολλούς ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι νιώθουν απογοήτευση από τη συμβατική πολιτική σκηνή της Ουάσιγκτον. Και όντως η Ουάσιγκτον έχει κάνει πολλά λάθη αλλά η πρόταξη του προσωπικού και ιδιωτικού στοιχείου, συχνά υπό το πρόσχημα της αμεσότητας, γκρεμίζει ακριβώς τις λεπτές εκείνες αποστάσεις και συμβάσεις που καθιστούν δυνατή τη λειτουργία της δημόσιας σφαίρας. Ενώ φαίνεται να γκρεμίζονται τείχη, στην πραγματικότητα —και φυσικά και στην περίπτωση του Τραμπ— ο δημόσιος διάλογος μολύνεται έτσι με μίσος. Ο Τραμπ παίζει το χαρτί ενός αισχρού λαϊκισμού όπου οι πολιτικοί είναι ανόητοι, οι μετανάστες απειλούν την ταυτότητα του έθνους, οι γυναίκες είναι μόνο για την κουζίνα, οι ασφαλιστές πλουτίζουν στις πλάτες μας, οι τραπεζίτες είναι φονιάδες, οι δημοσιογράφοι απατεώνες κ.ο.κ., και, φευ, προηγείται στις δημοσκοπήσεις. Ο δημόσιος διάλογος έχει δηλητηριαστεί τόσο πολύ, που πλέον οι αντιδραστικές δηλώσεις του Ted Cruz του Πάρτι του Τσαγιού φαίνονται φυσιολογικές…

Και, αλήθεια, έπειτα από όλα αυτά, ποιος θυμάται ότι μετά τον νικηφόρο Εμφύλιο Πόλεμο για τους Βόρειους (Yankees), ο Ρεπουμπλικάνος Πρόεδρος Abraham Lincoln εφάρμοσε τη Reconstruction Era, δηλαδή την πολιτική επιλογή της οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης του Νότου με την οποία διαφωνούσαν οι Λευκοί του Νότου, καθώς έβλεπαν τους Αφροαμερικανούς να καταλαμβάνουν αξιώματα και θέσεις; Ή ότι ο Δημοκρατικός Πρόεδρος Woodrow Wilson ήταν υπέρ του διαχωρισμού; Είναι εξάλλου γνωστή η φράση του Προέδρου στην εφημερίδα The New York Times το 1914: «If the colored people made a mistake in voting for me, they ought to correct it». Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί Αφροαμερικανοί του Νότου ήταν Ρεπουμπλικάνοι, όπως για παράδειγμα ο ακτιβιστής James Meredith, ενώ οι ρατσιστές κυβερνήτες του Μισισιπί και της Αλαμπάμα Ross Barnett και George Wallace ήταν Δημοκρατικοί, όπως άλλωστε και η πλειοψηφία του ρατσιστικού λευκού Νότου — όλα αυτά μέχρι και τα τέλη του ’60, όταν ο Πρόεδρος Τζόνσον καταφέρνει να περάσει το νόμο περί πολιτικών δικαιωμάτων της 2ας Ιουλίου, βάζοντας ένα τέλος στις παρελκυστικές ρατσιστικές μεθοδεύσεις των Νοτίων Πολιτειών. Είναι γνωστοί οι Bourbon Democrats ή Dixiecrats (από το Dixie, δηλαδή Νότιος, και το Democrat).

Το ρεπουμπλικανικό κόμμα θυμίζει την ιστορία του Νίξον, με την οξύτατη μεν πολιτική όσφρηση μα με έναν τουλάχιστον περίεργο και αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα, που ως Πρόεδρος πραγματοποίησε όσα ίσως κανένας άλλος Πρόεδρος των ΗΠΑ: ιδιοφυής εξωτερική πολιτική, απεμπλοκή από το Βιετνάμ, προσέγγιση με την Κίνα, διεθνής έλεγχος των πυραυλικών όπλων, προώθηση της ισότητας ανδρών και γυναικών στην εισαγωγή στα πανεπιστήμια, κατάργηση της υποχρεωτικής στράτευσης, δικαίωμα ψήφου από την ηλικία των 18 ετών, προσπάθεια εξάλειψης των φυλετικών διακρίσεων (το 1974, όταν παραιτήθηκε, το ποσοστό των σχολείων που δέχονταν μεικτές τάξεις είχε ξεπεράσει το 70%) κ.ά., ενώ ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε και ο πρώτος που διαμόρφωσε τη βασική νομοθεσία για την προστασία του περιβάλλοντος, πριν δεν υπήρχε κάτι — παρά ταύτα, έπεσε τόσο χαμηλά ώστε να αποπεμφθεί από τον Λευκό Οίκο. Έτσι είναι όμως, ένας άνθρωπος, ένα κόμμα, μια χώρα έχουν και το δικαίωμα να αυτοκτονήσουν…

Ο Αλμπέρ Καμί είχε πει ότι είναι καθήκον των σκεπτόμενων ανθρώπων να μη συμμαχήσουν με τους δήμιους και με τους δαίμονες. Ας το έχουμε υπόψιν μας αυτό σήμερα, ημέρα εθνικών Εκλογών, στην Ελλάδα.