Άχαρη Ιθάκη

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Άχαρη Ιθάκη

Η νερόβραστη «λύση» που δόθηκε για την ψήφο των εκτός Ελλάδος ψηφοφόρων —εισάγοντας διαφορετική μεταχείριση, χωρίς να δίνει χωριστή εκπροσώπηση— όπως και η πομπώδης εξαγγελία της πρόσκλησης επαναπατρισμού επιστημόνων (με έμφαση σε μια μάλλον εξειδικευμένη και επιδοματικού χαρακτήρα πρόταση) επιβεβαιώνουν μια αίσθηση που είχα κι άλλες φορές τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Παρά τα όσα λέγονται για brain drain, «μπόλιασμα» και άλλα τέτοια συγκινητικά, όσοι επιλέξαμε να απασχοληθούμε έξω από τη χώρα θεωρούμαστε πρωτίστως γραφικοί.

Ξέρουμε ότι δεν μπορούμε να συγκριθούμε με παλιότερους μετοίκους του 20ού αιώνα, αυτούς που ως πολιτικοί πρόσφυγες ή «φιλοξενούμενοι εργάτες» ταλαιπωρήθηκαν σε ευρωπαϊκές χώρες πριν κατορθώσουν —με κόπο, απώλειες και συνήθως σε βάθος μιας γενιάς— να τακτοποιηθούν στο ξένο περιβάλλον. Οι περισσότεροι —αν όχι όλοι— δεν βιώνουμε ελλείψεις, διακρίσεις, εχθρότητα. Δεν θα γραφτούν τραγούδια κλάψας για τη ζωή μας ούτε θα γυριστεί το sequel του Καλή Πατρίδα, Σύντροφε για πάρτη μας.

Αυτή η πραγματικότητα δεν αναιρεί το γεγονός ότι υπάρχουμε — κι ας μην ξέρει κανείς πόσοι ακριβώς είμαστε. Η εκτίμηση ότι είμαστε «διακόσιες έως πεντακόσιες χιλιάδες» δείχνει ότι δεν υπάρχει κοινά αποδεκτός υπολογισμός. Όσο αυτό συνεχίζεται, θα παραμένει δύσκολη και η εξεύρεση «λύσεων» από πλευράς της μητροπολιτικής Ελλάδας. Κάτι που δεν έχεις μετρήσει, πώς θα το αντιμετωπίσεις;

Δεν είναι όμως απαραίτητο να θεωρεί «πρόβλημα» η Ελλάδα την παρουσία συμπατριωτών σε άλλες χώρες. Η μαζική φυγή —για πολιτικούς και μετά για βιοποριστικούς λόγους, τις δεκαετίες 1950 και 1960— δεν είχε δώσει διέξοδο μόνο σε πολίτες μιας χώρας καμένης από έναν δεκαετή πόλεμο, αλλά και στην ίδια τη χώρα, που έζησε περίοδο αλματώδους προόδου την ίδια εποχή.

Πηγαίνοντας πιο πίσω στην ιστορία και πιο πέρα από τις συγκυριακές εξελίξεις, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι γύρω από την Ελλάδα «πάντα» υπήρχε παρών Ελληνισμός σε μια ευρύτερη περιοχή. Η κινητικότητα παλαιότερων εποχών γέννησε μια διασπορά χωρίς τη γεωγραφική συνέχεια που χαρακτηρίζει το τυπικό εθνικό κράτος, πλην όμως υπολογίσιμη οικονομικά, πολιτιστικά και συχνά και αριθμητικά.

Αυτή η κινητικότητα έφερε Έλληνες σε όλα ανεξαιρέτως τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας (κι ας καθιερώθηκε να λέγονται «Πόντιοι» μόνο οι της βορειοανατολικής σημερινής Τουρκίας), κατά μήκος του Δούναβη, σε Τεργέστη (βλ. φωτογραφία) και Αλεξάνδρεια και σε πολλά άλλα μέρη έξω από την κοιτίδα των νότιων Βαλκανίων. Η εξάπλωση των προγόνων μας —και ο ρόλος της διασποράς στην Παλιγγενεσία του 1821— δείχνει ότι, ακόμη και σε εποχές που «έσκιαζε η φοβέρα και πλάκωνε η σκλαβιά», η Ελλάδα έβρισκε τρόπους όχι απλώς να αναπνέει αλλά και να εμπνέει.

Αυτός ο, επί αιώνες παρών, Ελληνισμός του εξωτερικού δεν πρέπει να είχε κάποια διακαή, καθολική επιθυμία να μετοικήσει στο εθνικό κέντρο, ακόμη και μετά την ουσιαστική εδαφική ολοκλήρωση της δεκαετίας του 1910. Όπως και οι ανταλλάξιμοι και πρόσφυγες Μικρασίας, Ανατολικής Θράκης και Πόντου, έτσι και πολλοί Έλληνες άλλων κοινοτήτων αναγκάστηκαν να φύγουν.

Ο Γιάνκος (no relation) Δανιηλόπουλος, άνθρωπος «ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα» —όπως το αποτύπωσε στο καταπληκτικό ομώνυμο βιβλίο της η Μαριάννα Κορομηλά—, άλλαξε εφτά πατρίδες πριν καταλήξει αγρότης στο Κορωπί. Αν κάτι τον κάνει αξιομνημόνευτο, αυτόν και τις αμέσως προηγούμενες γενιές εμπόρων και άλλων επαγγελματιών, δεν είναι βέβαια η άχαρη Ιθάκη του. Είναι η διαδρομή της ζωής του, παράδειγμα προόδου και προσαρμογής σε έναν κόσμο που το φυσικό του είναι να αλλάζει, όχι να παραμένει στη στατικότητα των κεκτημένων: αυτήν που πυροδοτεί συχνότατα την αντίδραση σε τεχνολογικές, οργανωτικές και άλλες εξελίξεις (ανεμογεννήτριες και 5G σήμερα, ασφαλιστικό και εξορθολογισμός δημοσίου λίγο παλιότερα) και τροφοδοτεί την υποτιθέμενη «ελληνική [ελλαδική, μάλλον] ιδιαιτερότητα» — αυτή που σήμερα είναι, στην πραγματικότητα, ό,τι πιο γραφικό.

[ Φωτογραφία: Ο Άγιος Νικόλαος της Τεργέστης, ελληνορθόδοξη εκκλησία του 18ου αιώνα ].