Ακριβή και αδικαιολόγητη απαγόρευση

L
Βίβιαν Στεργίου

Ακριβή και αδικαιολόγητη απαγόρευση

Το Σάββατο που πέρασε, οι υποστηρικτές της ελεύθερης χρήσης κάνναβης με εκδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας ζήτησαν αποποινικοποίηση της χρήσης της. Μέσα σε όλα τα άλλα που συνέβησαν το προηγούμενο Σαββατοκύριακο, δεν τους δόθηκε και πολλή σημασία. Αλλά και τίποτα να μη συνέβαινε, πάλι λίγοι θα έπαιρναν στα σοβαρά ένα τέτοιο προκλητικό, δήθεν, αίτημα. Η συνήθης αντιμετώπιση που του επιφυλάσσεται είναι ότι κάποιοι που καπνίζουν μαριχουάνα θέλουν να κάνουν τη ζωή τους πιο εύκολη, οπότε όσοι δεν καπνίζουν μαριχουάνα δεν έχουν λόγο να ασχολούνται.

Δεν είναι έτσι.

Το προηγούμενο Σάββατο λοιπόν, και ενώ στην Αθήνα διεξάγονταν συζητήσεις για την ελεύθερη χρήση και διάφορες αντι-απαγορευτικές εκδηλώσεις, στο Άμστερνταμ οι κεντρικοί δρόμοι ήταν τόσο γεμάτοι που ήταν αδύνατον να περπατήσεις. Στα coffee shop έκαναν ουρές όπως πάντα. Στα coffee shop μπορεί κανείς να αγοράσει μαριχουάνα ή προϊόντα με βάση τη μαριχουάνα. Μπορεί να τα καταναλώσει εκεί ή οπουδήποτε αλλού. Φυσικά, αν θέλει κανείς να καπνίσει μαριχουάνα πρέπει να το κάνει έξω, αφού το κάπνισμα απαγορεύεται σε όλους τους κλειστούς δημόσιους χώρους — τα coffee shop δεν εξαιρούνται. Το πλήθος που μπαινοβγαίνει στα coffee shop είναι οι μόνιμα εθισμένοι που παίρνουν τη δόση τους, αλλά και οι τουρίστες και διάφοροι περίεργοι που μαζί με όλα τ’ άλλα που βλέπουν θέλουν να δουν και αυτό. Η Ολλανδία δεν νομιμοποίησε τη χρήση επειδή θεωρεί ότι είναι καλό να καπνίζει ο κόσμος μαριχουάνα. Η άρση της απαγόρευσης έγινε για λόγους πραγματισμού (αφού καπνίζουν, δεν έχει νόημα να τους κυνηγάμε) αλλά και για οικονομικούς λόγους. Η Ελλάδα δεν είναι μια χώρα με πολιτική κουλτούρα συμβιβασμών ή πραγματισμού. Όλα τα οικονομικά επιχειρήματα όμως που καθιστούν την απαγόρευση περιττή έχουν ακόμη μεγαλύτερη αξία για μια φτωχή χώρα. Εκεί, το κόστος της απαγόρευσης είναι ακόμη πιο σημαντικό.

Η απαγόρευση της χρήσης κάνναβης, όπως κάθε απαγόρευση, έχει κόστος. Δεν θα επικεντρωθούμε εδώ στην ιατρική ή βιομηχανική χρήση της κάνναβης. Μ’ αυτές τις χρήσεις σχεδόν όλοι συμφωνούν. Όσοι δεν έχουν κάποιο οικονομικό συμφέρον από την απαγόρευση βλέπουν πόσο αδικαιολόγητη είναι και μπορούν να υποθέσουν προς όφελος ποίων λειτουργεί. Είναι εύκολο να δει κανείς, για παράδειγμα, πόσα έσοδα θα μπορούσαν να στερηθούν φαρμακευτικές εταιρείες, αν κάποιοι απ’ όσους καταναλώνουν αγχολυτικά για να κοιμηθούν το βράδυ αποφάσιζαν αντί για αυτά να καταναλώνουν προϊόντα μαριχουάνας. Τα επιχειρήματα για αυτές τις χρήσεις είναι εύκολα, εξ ου και δεν θα τα επαναλάβουμε. Η «ψυχαγωγική» χρήση της κάνναβης είναι αυτή που δέχεται τη μεγαλύτερη επίθεση και σε αυτή θα εστιάσουμε. «Ψυχαγωγική» σημαίνει καπνίζω γιατί έτσι θέλω.

Η απαγόρευση της ψυχαγωγικής χρήσης είναι κι αυτή αδικαιολόγητη και ακριβή. Όπως όλες οι απαγορεύσεις, έτσι κι αυτή επιβαρύνει το κράτος. Από τους περιορισμένους πόρους που διαθέτει το κράτος, πρέπει να διαλέξει πού θα κατευθύνει τι. Έτσι, το ελληνικό κράτος χρησιμοποιεί πόρους για να εντοπίσει και να τιμωρήσει τους χρήστες ενός εγκλήματος αυτοβλάβης. Με απλά λόγια, χρησιμοποιεί αστυνομικές δυνάμεις, σωφρονιστικές εγκαταστάσεις και δικαστικούς λειτουργούς για να μη γλιτώσουν άτομα που με την πράξη τους βλάπτουν μόνον τον εαυτό τους. Οι πόροι αυτοί θα μπορούσαν να διοχετευτούν στον εντοπισμό και την τιμώρηση εγκλημάτων όπου το θύμα διαφέρει από τον θύτη. Εγκλημάτων δηλαδή με μεγαλύτερη ηθική απαξία και σημαντικότερες κοινωνικές συνέπειες.

Σκέψεις που θέλουν να αποδυναμώσουν το επιχείρημα λέγοντας πως η χρήση μαριχουάνας έχει κι άλλους αποδέκτες που ζημιώνονται δεν έχουν καμία βάση. Κυρίως είναι συναισθηματισμοί που φαντασιώνονται την περίλυπη οικογένεια του χρήστη σε κοινωνικό αδιέξοδο, επειδή το άτομο «έπεσε στα ναρκωτικά». Οι σκέψεις αυτές ίσως έχουν ένα ελάχιστο κοινωνιολογικό ενδιαφέρον, δεν μπορούν όμως να δικαιολογήσουν την απαγόρευση. Η κοινωνία δεν βλάπτεται ούτε κινδυνεύει ώστε ο νομοθέτης να πρέπει να την προστατεύσει, εκτός και αν θέλουμε να τον τρέψουμε από ρυθμιστή των κοινωνικών σχέσεων σε πατέρα-προστάτη. Ο χρήστης δεν βλάπτει, υπό στενή έννοια, άλλον άνθρωπο, πράγμα ή το κοινωνικό σύνολο. Δεν ενοχλεί καν, αφού οι συνέπειες της χρήσης μαριχουάνας δεν είναι αντικοινωνική συμπεριφορά ή βιαιότητα, σε αντίθεση με άλλα νόμιμα «ναρκωτικά» όπως το αλκοόλ. Ο χρήστης δηλαδή κάνει ενδεχομένως κακό, αλλά μόνο στον εαυτό του.

Έτσι, όσοι θέλουν οι νόμοι να προστατεύουν τα άτομα από τον εαυτό τους θα έπρεπε να έχουν τη συνέπεια και να απαιτούν κι άλλες απαγορεύσεις. Να απαιτούν ποτοαπαγόρευση, απαγόρευση τροφίμων που προκαλούν διαβήτη, απαγόρευση του συμβατικού τσιγάρου, απαγόρευση επικίνδυνων δραστηριοτήτων όπως η οδήγηση, καθώς και γενικό έλεγχο στις προτιμήσεις μας, εάν αυτές μπορούν να οδηγήσουν σε αυτοβλάβη ή σε λύπη, αγωνία και ματαίωση των προσδοκιών του οικογενειακού μας περίγυρου. Ο λόγος που η έννοια του «θύματος» στο ποινικό δίκαιο έχει στενό περιεχόμενο είναι, μεταξύ άλλων, η ανάγκη να μη γίνει το κράτος ελεγκτής προτιμήσεων και να μη νιώθουν τα άτομα ότι αστυνομεύονται όποτε επιλέγουν μία συμπεριφορά που θα ενοχλήσει μεν αλλά δε θα βλάψει τους άλλους.

Αν, πάλι, με τον ισχυρισμό ότι «βλάπτεται οι κοινωνία» υπονοείται ότι μειώνεται η παραγωγικότητα των ατόμων, πάλι η σκέψη αυτή δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η απαγόρευση. Πράγματι, η μαριχουάνα προκαλεί αδυναμία συγκέντρωσης σε μια συγκεκριμένη εργασία και έντονη συγκέντρωση σε άσχετες λεπτομέρειες, υπερβολική χαλαρότητα και, γενικά, μειωμένη όρεξη για δουλειά. Τα ίδια προκαλεί και το αλκοόλ, μερικές φορές και ο διαλογισμός και το Facebook, ή μια έμμονη σκέψη. Αν αρνούμαστε να δεχτούμε ότι το κράτος και το κοινωνικό σύνολο έχουν κάποια αξίωση από εμάς ως προς το πώς να χρησιμοποιούμε το σώμα μας και τι να κάνουμε με αυτό, τότε δεν μπορούμε να πάρουμε στα σοβαρά αυτές τις σκέψεις. Αν, από την άλλη, θεωρούμε ότι το κοινωνικό σύνολο έχει βάσιμες προσδοκίες από το πώς θα χρησιμοποιούμε τις ικανότητές μας και το σώμα μας, τότε και άλλα που μας αποσπούν την προσοχή, μειώνουν τις επιδόσεις μας ή βλάπτουν το σώμα μας πρέπει να απαγορευτούν. Το τελευταίο, μόνο ένα ολοκληρωτικό καθεστώς θα μπορούσε να το φαντασιωθεί.

Η ιδέα που υπονοείται με όλα αυτά είναι μάλλον ότι τα άτομα είναι ανόητα και δεν θα αποφασίσουν μόνα τους να μην κάνουν χρήση. Αυτό δεν ισχύει. Εμπειρικές έρευνες από χώρες όπου η χρήση είναι ελεύθερη δείχνουν χαμηλά ποσοστά χρήσης, χαμηλότερα από εκεί όπου η χρήση απαγορεύεται. Αυτό συμβαίνει για διάφορους λόγους, αλλά και επειδή τα άτομα, συνήθως, θα επιλέξουν εντέλει αυτό που τα βολεύει. Έτσι, τις ώρες που το τι θα κάνουμε με τις ικανότητές μας και τον εαυτό μας καθορίζεται από τον εργοδότη μας ή από τον πελάτη μας, έχουμε την επιλογή να πάρουμε ναρκωτικά και να μας διώξουν ή να μην πάρουμε και να μας κρατήσουν. Οι περισσότεροι διαλέγουν το δεύτερο. Όπως ακριβώς οι περισσότεροι πίνουμε αλκοόλ, αλλά όχι στη δουλειά, μπαίνουμε στο Facebook, αλλά όχι όταν βιαζόμαστε, έτσι και με την κάνναβη τα περισσότερα άτομα ξέρουν το καλό τους και αυτοπεριορίζονται. Η αυτορρύθμιση αυτή έχει αποδειχτεί και εμπειρικά σε χώρες όπως η Ολλανδία, όπου η χρήση της μαριχουάνας είναι ελεύθερη.

Δεν είναι όμως μόνο ότι πληρώνουμε για να τιμωρούμε την αυτοβλάβη: ταυτόχρονα, χάνουμε και έσοδα. Η μαριχουάνα είναι ένα προϊόν για το οποίο υπάρχει ζήτηση. Καλλιεργείται, πωλείται, διακινείται, κι αυτό δεν είναι κρυφό. Όπου υπάρχει ζήτηση, υπάρχει και η πιθανότητα κέρδους. Όταν το κράτος με απαγόρευσή του δεν αφήνει την προσφορά και τη ζήτηση να συναντηθούν, είναι αφελές να νομίσει κανείς ότι η ζήτηση εκλείπει. Πράγματι, κάποιοι που θα ήθελαν να δοκιμάσουν δεν θα δοκιμάσουν και κάποιοι που θα ήθελαν να προσφέρουν μαριχουάνα θα αποφασίσουν τελικά να καλλιεργήσουν κάποια νόμιμα φυτά, ή τίποτε. Ένα μέρος της ζήτησης όμως θα παραμείνει παρά την απαγόρευση ή μπορεί και να αυξηθεί εξαιτίας αυτής (η γοητεία του απαγορευμένου.) Η ζήτηση αυτή μαζί με την πιθανότητα κέρδους θα οδηγήσουν στη δημιουργία «μαύρης αγοράς», δηλαδή στη δημιουργία μιας αθέατης αγοράς.

Τη μαύρη αυτή αγορά το κράτος αρνείται να τη δει, και άρα ούτε να τη φορολογήσει μπορεί ούτε να τη ρυθμίσει. Φορολογικά έσοδα πάνε χαμένα, ενώ η αθέατη αγορά εξακολουθεί να δημιουργεί κινδύνους για το αδύναμο μέρος, τον χρήστη. Ο χρήστης είναι αναγκασμένος να ξέρει κάποιον, να επικοινωνεί με διανομείς και να μαθαίνει από δω κι από κει τι πρέπει να αγοράζει, ενώ, ό,τι κι αν του συμβεί, η συναλλαγή πρέπει να μείνει κρυφή. Αντίθετα, το κράτος θα μπορούσε να ρυθμίσει αυτές τις συναλλαγές για να προστατεύσει το μέρος με τη λιγότερη πληροφόρηση και να κρατήσει ένα μέρος των εσόδων. Αντί να παριστάνει πως δεν υπάρχει αγορά για τη μαριχουάνα, το κράτος μπορεί να προβλέψει ότι αυτή θα πωλείται σε συγκεκριμένα σημεία (φαρμακεία, ειδικά καταστήματα κλπ.) που λειτουργούν με άδεια και που τα προϊόντα τους ελέγχονται ώστε να μη δημιουργούν επιπλέον κινδύνους πέρα από τους γνωστούς και αναμενόμενους. Όσο αφήνει τις συναλλαγές εν κρυπτώ, οι κίνδυνοι παραμένουν, ενώ το ίδιο δεν μπορεί να κερδίσει τίποτα από τη φορολόγηση του πλούτου που παράγεται και που παραμένει ακέραιος στα χέρια όσων διακινούν ναρκωτικά.

Στο κόστος της αδικαιολόγητης απαγόρευσης πρέπει να υπολογίσει κανείς και όλες τις πιθανές χρήσεις που θα οδηγούσαν σε κέρδος και που τώρα απαγορεύονται. Για αυτές ενημέρωσαν στις εκδηλώσεις τους οι υποστηρικτές της ελεύθερης χρήσης το Σάββατο που πέρασε. Όσοι θέλουν νόμιμη χρήση δεν ζητάνε να γίνουν τα ελληνικά νησιά ένα μεγάλο coffee shop. Ισχυρίζονται όμως ότι από αυτό που έτσι κι αλλιώς συμβαίνει, τη χρήση μαριχουάνας, μπορούμε να έχουμε έσοδα. Όλες οι πιθανές χρήσεις της είναι πιθανές πηγές κέρδους και όσο δεν δοκιμάζονται στην αγορά δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιες χρήσεις είναι καλές επιχειρηματικές ιδέες και ποιες όχι. Ίσως ένα μαγαζί που θα πουλούσε τσάντες και πορτοφόλια από κάνναβη να μην έχει κοινό στην Ελλάδα. Ιδέες όμως που βλέπουν στη νομιμοποίηση περισσότερους τουρίστες και καλύτερο τουρισμό δεν μπορούν να ξεπεραστούν έτσι εύκολα. Φαντάζομαι πως πολλά βουνά και ξερονήσια θα γίνονταν αμέσως τουριστικοί προορισμοί μόνο και μόνο εάν υπόσχονταν περισσότερη ανεκτικότητα, χαλάρωση και ελευθερία. Αν αυτές οι ιδέες δεν δοκιμαστούν, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι θα μπορούσε να δουλέψει και τι όχι. Η άγνοια αυτή είναι ένα επιπλέον κόστος.

Από όλα τα κόστη μιας άδικης και αδικαιολόγητης απαγόρευσης μπορεί να μας γλιτώσει μόνο η νομιμοποίηση. Μαζί με αυτά, η νομιμοποίηση θα μας γλιτώσει και από πολλούς μύθους. Θα απαλλάξει αυτούς που δεν έχουν δοκιμάσει από τον φόβο τους για κάτι δήθεν άγνωστο και επικίνδυνο, και αυτούς που έχουν δοκιμάσει από τη γοητεία και την αγωνία της απαγόρευσης. Η νομιμοποίηση θα φέρει χρήματα, κατανόηση και ανεκτικότητα, ό,τι δηλαδή έρχεται συνήθως μαζί με την αναγνώριση μιας ελευθερίας.

Ο μόνος λόγος που το θέμα δεν προβάλλεται και δεν αγγίζεται καν από την κυβέρνηση, παρά την οικονομική κάθοδο της χώρας, είναι ο βαθύς συντηρητισμός της, το συντηρητικό πολιτικό της προσωπικό και το συντηρητικό της ακροατήριο που δεν πρέπει να δυσαρεστήσει.

[ Εικονογράφηση: Cathy Lee ].