«Άλλο δεν κάνω απ’ το να περιμένω»

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

«Άλλο δεν κάνω απ’ το να περιμένω»

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

«Η εκδίκηση των ανέμων», επιλογή -μετάφραση Δημήτρης Χουλιαράκης, Εκδόσεις Το Ροδακιό, 2016.

 

Θα γνωρίζει όποιος, έστω και λίγο, έχει έρθει σε επαφή με τον ιαπωνικό πολιτισμό πως τόσο η απομνημόνευση ποιημάτων όσο και η σύνθεση ποιημάτων δεν αποτελούσε για τον λαό αυτό, όπως στον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό, αποκλειστική ενασχόληση των αναγνωστών ποίησης η πρώτη και των ποιητών η δεύτερη, αλλά δεξιότητες ευπρόσδεκτες, αν όχι και απαραίτητες, για κάθε άνθρωπο που δεν αποφεύγει τις κοινωνικές συναναστροφές. Το χαϊκού είναι, προφανώς, μέχρι σήμερα ακόμα, η πιο συνήθης μορφή που παίρνει αυτή η ερασιτεχνική ποιητική σύνθεση στην Ιαπωνία. Ακόμη και το γεγονός του θανάτου δεν μοιάζει ικανό να σιγάσει τη διάθεση, ή την ανάγκη, για ποιητική έκφραση, και έτσι δεν είναι ασυνήθιστο ένας ετοιμοθάνατος να συνθέτει μερικούς στίχους λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή — ή να έχει γράψει από πιο πριν ένα χαϊκού για να διαβαστεί μετά τον θάνατό του.

Την παράδοση αυτή την τήρησαν, και ας μην ήταν βέβαια δόκιμοι ποιητές, και οι νεαροί Ιάπωνες καμικάζι, που κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον Ειρηνικό Ωκεανό, έπεφταν με τα αεροπλάνα τους πάνω στα πλοία των Αμερικανών αντιπάλων τους, γράφοντας σύντομα ποιήματα στο πιλοτήριο του αεροπλάνου τους, τις τελευταίες κυριολεκτικά στιγμές τους, ή, συχνότερα, κατά τις ατελείωτες ώρες της αναμονής στις αεροπορικές βάσεις της νότιας Ιαπωνίας, εκεί όπου περίμεναν τη διαταγή να απογειωθούν για να συναντήσουν τον στόχο τους και να συντριβούν επάνω του. «Άλλο δεν κάνω απ’ το να περιμένω. / Άλλο δεν κάνω απ’ το να περιμένω», γράφει ένας από αυτούς. Ορισμένα μόνο, μια τριανταπενταριά περίπου, από τα επιθανάτια ποιήματα των Ιαπώνων αυτών πιλότων μετέφρασε στα ελληνικά (από τα αγγλικά) ο ποιητής Δημήτρης Χουλιαράκης.

Δύο είναι, νομίζω, τα πλέον αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά της συλλογής αυτής, που την καθιστούν και αξιανάγνωστη. Από τη μία, καταρχάς, η ποιότητα των σύντομων αυτών ποιημάτων, όσων τουλάχιστον επέλεξε να μεταφράσει ο Χουλιαράκης· μία ποιότητα γραφής και ένα βλέμμα στον κόσμο που εντυπωσιάζουν, αν σκεφτούμε τις συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκαν αυτοί οι στίχοι, την ηλικία των πιλότων που τα έγραψαν (νεότατοι, σχεδόν παιδιά οι περισσότεροι) και το γεγονός ότι υπήρξαν ερασιτέχνες, περιστασιακοί θα λέγαμε, και όχι δόκιμοι ποιητές. Μια ασπρόμαυρη φωτογραφία που βρίσκουμε στην πρώτη σελίδα του βιβλίου είναι χαρακτηριστική· αντιγράφω τη λεζάντα της: «26 Μαΐου 1945. Ο δεκαεπτάχρονος καμικάζι Γιούκιο Αράκι μαζί με άλλους πιλότους της 72ης Ειδικής Μοίρας Σίνμπου, στη βάση Μπανζέι της Καγκόσιμα (κρατάει στα χέρια του ένα κουταβάκι). Ο Αράκι σκοτώθηκε την επομένη σε επίθεση αυτοκτονίας εναντίον του αμερικανικού αντιτορπιλικού “USS Braine”, ανοιχτά της Οκινάουα».

Θα περίμενε κανείς πως τα ποιήματα θα ανάδιναν την οσμή του επερχόμενου θανάτου, τον φόβο και την πικρή οδύνη για το αναπόφευκτο και αποφασισμένο τέλος, και μαζί την τυφλή αφοσίωση στον Αυτοκράτορα, την πίστη στο έθνος, προς δόξαν του οποίου γίνεται η υπέρτατη θυσία, το μίσος για τον εχθρό ή, ίσως, κάποια βουδιστική αταραξία. Όλα αυτά τα υποψιαζόμαστε σε κάποια ποιήματα, τα βρίσκουμε σε στίχους εδώ κι εκεί, όπως όταν διαβάζουμε τους στίχους ενός από τους πιλότους που αναρωτιέται: «Τι να μου προμηνούνε, άραγε, / οι οκνές ετούτες φοινικιές / που επίμονα βιτσίζουν τον αέρα;» ή ενός άλλου που ομολογεί: «Σαν έρθει η ώρα εκείνη, θα σκιαχτώ. / Ψεύτης δεν είμαι. / Είμαι γενναίος».

Στα ποιήματα ωστόσο που έχουμε μπροστά μας, δεν είναι αυτά τα συναισθήματα που δίνουν τον κυρίαρχο τόνο — και αυτό είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό της εν λόγω συλλογής που εντυπωσιάζει τον αναγνώστη. Αυτό που κυριαρχεί είναι οι εικόνες, ζωντανές αναμνήσεις πια, των περασμένων χρόνων. Ο έρωτας, η ομορφιά, η φύση, η ανεμελιά που έχουν κάποτε βιώσει είναι ό,τι περισσότερο φέρνουν στον νου τους οι νεαροί αυτοί πιλότοι αυτοκτονίας και αυτά επιθυμούν να διασώσουν στους στίχους τους λίγο πριν από το τέλος: «Τρία χαζοκόριτσα με γόνατα ασπρουλιάρικα, που ακουμπούν τη ράχη τους στον τοίχο του σχολείου — αδύνατον απ’ το νου μου να τα βγάλω», λέει ο ένας. Και ο άλλος: «Καβάλα στο ποδήλατο το ξύλινο περνάω γεφυράκι / και οι γλαυκοί ερωδιοί πώς χαχανίζουνε / κι οι καλαμιές στο πλάι πώς λυγίζουνε / από το χαύνο αεράκι».

Ο πόλεμος και ο θάνατος είναι μπροστά στα μάτια τους, αναπόφευκτοι και αποφασισμένοι και οι δύο, αλλά εκείνοι, χωρίς να κάνουν πίσω ή να αποστρέψουν το βλέμμα τους από τη μοίρα που επέλεξαν, πλουτίζουν τις τελευταίες τους ώρες παρατηρώντας και γράφοντας για τα έντομα («Φαντάροι μπήκαν στη σειρά για την αναφορά / και κάτω απ’ τα πόδια τους μια σφήκα ζουζουνίζει»), για τη Σελήνη («Δεν μου απομένουν παρά ελάχιστες στιγμές / αλλά μπορώ ακόμη τη Σελήνη στον ουρανό της μέρας ν’ αγναντεύω») ή για έναν παλιό έρωτα («Ο έρωτας που απόδιωξα / δε θα γυρίσει πίσω. / Ό,τι θυμάμαι, το μεταξένιο δέρμα, / τα μάγουλά της, τα γόνατά της»).

Να είσαι μια ζωντανή βόμβα, προγραμματισμένη σε μια-δυο μέρες να εκραγεί, και να θυμάσαι το σιγανό κλάμα ενός κοριτσιού μέσα σε ένα δωμάτιο, κι αυτό να το κάνεις ποίηση, είναι ένα μεγάλο μυστήριο, ένα μεγάλο παράδοξο, ένα μεγάλο θαύμα. Τόσο μεγάλο όσο, σχεδόν, και η ζωή που ζούμε.