​Αμφίδρομος καθρέφτης

L
Ρωμανός Γεροδήμος

​Αμφίδρομος καθρέφτης

Η αλήθεια είναι ότι έχει κουραστεί. Έχει κουραστεί να κοιτάει και να μην τον κοιτάνε. Να βλέπει, να παρατηρεί, να επιθυμεί, να ποθεί. Να ποθεί αυτό που δεν μπορεί να έχει. Αυτό που δεν θα του ανήκει ποτέ.

Το 1975, η θεωρητικός του κινηματογράφου Λόρα Μάλβι (Laura Mulvey) ανέπτυξε μία από τις πιο επιδραστικές έννοιες της σύγχρονης θεωρίας, αυτή του «ανδρικού βλέμματος» (male gaze): η κάμερα εστιάζει στις καμπύλες της γυναίκας· ο ρόλος της γυναίκας στις τέχνες είναι να αποτελεί αντικείμενο ικανοποίησης του άνδρα ήρωα-θεατή. Όπως έγραφε και ο Τζον Μπέρτζερ στο σημαντικό βιβλίο του, Ways of Seeing (στα ελληνικά: Η εικόνα και το βλέμμα», Εκδόσεις Μεταίχμιο 2011): «Οι άνδρες κοιτάνε τις γυναίκες. Οι γυναίκες παρακολουθούν τους εαυτούς τους να τους κοιτάνε». Η γυναίκα κοιτάει την κάμερα· η κάμερα παίρνει τον ρόλο του ανδρικού βλέμματος. Αν όμως κοιτάξεις πίσω από την κάμερα, στο βάθος του δωματίου, θα δεις έναν καθρέφτη. Ο καθρέφτης αυτός είναι αμφίδρομος. Πίσω από τον καθρέφτη στέκεται ένας άλλος άνδρας που παρατηρεί το ζευγάρι – κυρίως τον άνδρα. Ένα τρίτο βλέμμα.

Το πρώτο του crush («έρωτας») –μέσω τηλεόρασης, φυσικά– ήταν ο Φάνης, εκείνος ο ψηλός χοντρούλης μπασκετμπολίστας της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ του ’87, αυτός με το baby face. Εντάξει δεν ήταν ακριβώς «έρωτας», μην τρελαθούμε, άλλωστε ήταν μόνο 10 χρονών και ακόμα δεν ήξερε πού πάνε τα τέσσερα, πόσο μάλλον τα τρία. Ο δεύτερος ήταν καναδυό χρόνια πιο μετά: ο Τζόνι Ντεπ στο «Ομάδα Δράσης 21». Λίγο πιο μετά ο Τζέισον Πρίστλεϊ στο «Χτυποκάρδια στο Μπέβερλι Χιλς» — ή μήπως ήταν ο Λουκ Πέρι; Δεν θυμάται, μπορεί και οι δύο μαζί. Μετά από λίγα χρόνια τα πράγματα σοβάρεψαν· η καψούρα με τον Γιώργο Πυρπασόπουλο μετά το Τέλος Εποχής κράτησε μήνες, μπορεί και χρόνια. Τώρα σκέφτεται βέβαια ότι κανείς από αυτούς δεν γέρασε καλά — μόνο ο Πυρπασόπουλος, που ουσιαστικά δεν γέρασε ποτέ.

Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εφηβεία, ένα ολόκληρο πλήθος από άντρες: άντρες-πρότυπα, άντρες με ωραίο σώμα, άντρες με ισχύ, άντρες με ωραίο πρόσωπο, άντρες που ξέρουν τι θέλουν, άντρες απρόσιτοι, άντρες φίλοι, άντρες γνωστοί, άντρες άγνωστοι, άντρες στο μετρό, άντρες στο δρόμο, άντρες στο σχολείο, άντρες στο πανεπιστήμιο. Θα κοιτάς, αλλά δεν θα ακουμπάς.

Τι ακριβώς είναι η ομοφοβία; Πάρτε για παράδειγμα τις δύο προηγούμενες παραγράφους. Αντικαταστήστε τον Φάνη, τον Τζόνι Ντεπ και τον Πυρπασόπουλο με τη Βάνα Μπάρμπα, την Κιμ Μπάσιντζερ και τη Μυρτώ Αλικάκη. Αντικαταστήστε τους «άντρες» με «γυναίκες». Και ξαναδιαβάστε τις παραγράφους με τα ονόματα αυτά. Η διαφορά στο πόσο βολικά ή άβολα νιώθετε –συνειδητά ή ασυνείδητα, φανερά ή ενδόμυχα– διαβάζοντάς τα αυτά· στο πόσο συνηθισμένα, λογικά, έστω αστεία με έναν φυσιολογικό τρόπο ακούγονται έτσι, και στο πόσο περίεργα ή περιττά ή μη σχετικά με τη ζωή σας ακούγονται αλλιώς· αυτή η διαφορά «άνεσης», το έστω και στιγμιαίο σκάλωμα του μυαλού που αμέσως εντοπίζει τη διαφορετικότητα· αυτό ακριβώς είναι η ομοφοβία.

Ακολούθησε τη σκέψη αυτή. Παραμέρισε για μια στιγμή όλα τα στερεότυπα και τη βία και τον εκφοβισμό και τον αποκλεισμό και το κοινωνικό στίγμα και την ντροπή· κάνε πως δεν υπάρχουν, και επικεντρώσου σε ένα πράγμα: γίνεσαι από παιδί άντρας, μεγαλώνεις, πας σχολείο, πανεπιστήμιο, στο μπαρ, στη δουλειά, στο σουπερμάρκετ, στο πάρκο, στην παραλία, στον δρόμο, παντού· και κοιτάς τριγύρω σου και βλέπεις πρόσωπα και σώματα, επώνυμα και ανώνυμα, που σου δημιουργούν μία αλυσιδωτή αντίδραση, μία ακαριαία χημική έκρηξη· τα γόνατα λυγίζουν και η ντόπα της ομορφιάς και του πόθου χτυπάει τα μηνίγγια σου· και νιώθεις ότι πρέπει να γίνεις ένα με αυτούς. Νιώθεις έλξη — όπως άλλωστε όλοι οι άλλοι τριγύρω σου. Και σε αντίθεση με σχεδόν όλους τους άλλους τριγύρω σου, όλους τους συγγενείς και φίλους, όλους αυτούς στα περιοδικά και στην τηλεόραση και στα έργα, γνωρίζεις πολύ καλά ένα πράγμα. Πως, ό,τι και να γίνει, όσο καλός και να γίνεις, όσο και να γυμναστείς και να αδυνατίσεις, όσες κρέμες και να βάλεις, όσα βιβλία και να διαβάσεις, όσες ώρες και να δουλέψεις, όσο και να πλουτίσεις, όσο και να κάνεις τέλος πάντων ό,τι κάνει ο κόσμος για να βελτιώσει την κατάστασή του, το εκάστοτε αντικείμενο του πόθου σου, ο δέκτης του βλέμματός σου, δεν θα επιστρέψει ποτέ το βλέμμα αυτό, δεν θα γυρίσει ποτέ να σε κοιτάξει έτσι. Όσο κοντά του και να φτάσεις, δεν θα το ανταποδώσει ποτέ. Το παιχνίδι είναι χαμένο απ’ τα αποδυτήρια. Δεν φταίει αυτός. Σε ό,τι τον αφορά, ανήκετε σε διαφορετικά είδη. Όσο κοντά και να φτάσετε θα υπάρχει πάντα ένας γυάλινος τοίχος, ένας αμφίδρομος καθρέφτης. Εσύ θα τον κοιτάς· κι αυτός θα κοιτάει το είδωλό του στον καθρέφτη.

Σε αυτή τη θεμελιώδη ανισορροπία ισχύος —γιατί βέβαια την ισχύ την έχει αυτός που τον κοιτάνε, όχι αυτός που κοιτάει— πρόσθεσε τώρα και όλα τα υπόλοιπα. Την άγνοια. Τις προκαταλήψεις. Τα στερεότυπα. Το μίσος. Τον φόβο. Την απομόνωση. Την ντροπή. Τη διαστρεβλωμένη εικόνα που έχεις για τον εαυτό σου και το σώμα σου — άλλωστε, είπαμε, ο καθρέφτης είναι αμφίδρομος, εσύ δεν βλέπεις το είδωλό σου, το φαντάζεσαι μόνο, εσύ βλέπεις τους άλλους. Και θα καταλάβεις ότι το βλέμμα σου, αυτό το τρίτο βλέμμα, είναι τοξικό· δηλητηριασμένο. Σε διαβρώνει.

Το 1989 μεταφράστηκε επιτέλους στα αγγλικά το πολύ σημαντικό βιβλίο του Γερμανού φιλοσόφου Γιούργκεν Χάμπερμας με τίτλο Αλλαγή δομής της δημοσιότητας (Εκδόσεις Νήσος, 1997, μετάφραση Λευτέρης Αναγνώστου). Ξεκίνησε έτσι μία συζήτηση για τη «δημόσια σφαίρα» και για τη σχέση δημοσίου-ιδιωτικού που κορυφώθηκε το 1993 με την έκδοση από τον Κρεγκ Καλχούν ενός συλλογικού τόμου με τίτλο Ο Χάμπερμας και η Δημόσια Σφαίρα (MIT Press). Στο βιβλίο αυτό η Νάνσι Φρέιζερ, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της ενδοοικογενειακής βίας, ανέπτυξε τη ρηξικέλευθη (τότε) άποψη ότι το ιδιωτικό είναι και δημόσιο. Η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι απλώς ένα ιδιωτικό θέμα, που το κάθε θύμα πρέπει να αντιμετωπίσει μόνο του. Ο σεξισμός της καθημερινότητας δεν είναι αποκλειστικά θέμα των γυναικών, ούτε της κάθε γυναίκας ξεχωριστά. Το πολιτικό δεν υφίσταται σε μία απομονωμένη φούσκα – σε κάποιο άλλο σύμπαν από το προσωπικό· δεν είναι υπεράνω του ιδιωτικού. Το πολιτικό είναι το σύνολο των θεμάτων, των συγκρούσεων και των αναγκών που διαμορφώνονται και επηρεάζονται από τη συνύπαρξή μας με τους άλλους. Και η αποχέτευση πολιτικό θέμα είναι, όπως και οι λακκούβες στους δρόμους, και η λίστα αναμονής για τον καρκίνο, και η προσωπική αίσθηση ανασφάλειας που βιώνεις όταν βγαίνεις έξω.

Είτε μας αρέσει είτε όχι –είτε την αποδεχόμαστε, είτε όχι–, έχουμε ευθύνη και για τον εαυτό μας (πρωτίστως), αλλά και για τους άλλους. Ακόμα και η αμιγώς εγωιστική ευθύνη απαιτεί την εμπλοκή, τη συνύπαρξη, τον συμβιβασμό, τη διαπραγμάτευση, τη συναλλαγή. Πέραν όμως τούτου, δεν είμαστε μόνο αλληλένδετες μονάδες που προβαίνουν συνεχώς σε ρασιοναλιστικούς υπολογισμούς κόστους-οφέλους. Είμαστε και μέλη της ίδιας κοινότητας, του ίδιου είδους, ενός φυσικού και ηθικού οικοσυστήματος.

Το coming out (το να «βγεις απ’ την ντουλάπα» στην καθομιλουμένη) είναι μια από τις πιο δύσκολες, ταπεινωτικές και τραυματικές εμπειρίες που μπορεί να ζήσει κάποιος· κι αυτό ισχύει αν όλα πάνε καλά, και ο κοινωνικός περίγυρος σε αποδεχτεί, γιατί υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις νέων παιδιών που κατέληξαν στον δρόμο. Ακόμη όμως κι αν κάνεις αυτή την υπέρβαση και επιβιώσεις από αυτή τη διαδικασία, ακόμη κι αν όλα εξελιχτούν καταπληκτικά, ακόμη κι αν δεν κινδυνεύει η σωματική σου ακεραιότητα, και δεν εξαρτάσαι συναισθηματικά ή οικονομικά από κανέναν, ακόμη κι αν τα βρεις με τον εαυτό σου (που είναι και το μόνο σημαντικό), τα πράγματα δεν τελειώνουν εκεί. Υπάρχει και ένα δεύτερο coming out και, σε αντίθεση με το πρώτο, δεν είναι στιγμιαίο αλλά διαρκές. Το διαρκές coming out είναι η ζωή πίσω απ’ τον γυάλινο τοίχο, πίσω απ’ τον αμφίδρομο καθρέφτη. Δεν είναι μόνο οι επιθέσεις και η βία ή η δημόσια συζήτηση για το αν θα μπορείς να δίνεις αίμα ή να παντρεύεσαι ή να έχεις παιδιά — αυτά είναι τα εύκολα, όχι γιατί δεν είναι σημαντικά, αλλά γιατί μπορείς εύκολα να πάρεις θέση, να βγεις και να διαδηλώσεις. Αυτά είναι άκακα θέματα γιατί δεν απειλούν το ηθικό θεμέλιο της κοινωνίας. Όσο παραμένεις κοινωνικά ευνουχισμένος —όσο δεν προκαλείς εκφράζοντας τη σωματική και συναισθηματική σου ανάγκη—, τότε είσαι αποδεκτός. Το δεύτερο coming out είναι η διαρκής ορατότητά σου. Είναι όταν αποφασίζεις να σπάσεις τον αμφίδρομο καθρέφτη.