Το αναγκαίο κακό

C
Βασίλης Καλανδαρίδης

Το αναγκαίο κακό

Ο Τζορτζ Πελεκάνος γεννήθηκε και ζει στο Μέριλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών ή πιο σωστά στην ευρύτερη περιοχή της Ουάσιγκτον, και είναι Ελληνοαμερικανός δεύτερης γενιάς. Οι γονείς του κατάγονται από τα Βορδόνια Λακωνίας, ένα χωριουδάκι κάπου έξω από τη Σπάρτη. Ο Πελεκάνος μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου κυρίως ακουγόταν η ελληνική γλώσσα, το πρόγραμμα κάθε Κυριακή είχε εκκλησία και στη συνέχεια φαγητό με όλη την οικογένεια. Αναπόφευκτα το ελληνικό στοιχείο μέσα του όχι απλά δεν εξαφανίστηκε με το πέρασμα των χρόνων, αλλά μάλλον δυνάμωσε και κάνει πάντα αισθητή την παρουσία του σχεδόν σε όλες τις δουλειές του, είτε αυτές είναι βιβλία είτε παραγωγές μεγάλων σειρών στην τηλεόραση (The Wire και The Deuce).

Μεγαλώνοντας, ο Πελεκάνος περνούσε μεγάλο μέρος της ημέρας του στο μικρό εστιατόριο του πατέρα του, ένα κλασικό μαγαζί μεταναστών σε αμερικανική μεγαλούπολη: μεγάλος πάγκος πέρα ώς πέρα, τραπεζάκια δίπλα στο παράθυρο που συνήθως βλέπει σε κάποιον δρόμο, πελάτες συνήθως λευκοί και καλοντυμένοι, οικογένειες ως επί το πλείστον. Αλλά και εργαζόμενοι που ψάχνουν ένα μέρος για τον καφέ, το ποτό τους ή κάτι να τσιμπήσουν. Αυτοί οι τελευταίοι είναι σχεδόν αποκλειστικά Λατίνοι ή μαύροι, και κάθονται στην πίσω πλευρά του πάγκου ή προς τη μεριά της κουζίνας, δίχως να φαίνονται. Άλλος κόσμος από τη μια, άλλος κόσμος από την άλλη πλευρά, με έναν πάγκο να ορίζει το σύνορο. Σε πολλές συνεντεύξεις του ο συγγραφέας αναφέρει πόσο πολύ τον βοήθησε και τελικά τον επηρέασε η συναναστροφή με όλο αυτόν τον κόσμο εργαζομένων στο εστιατόριο του πατέρα του, πώς έμαθε να βλέπει τα πράγματα από τη δική τους πλευρά.

Η ανθρωπογεωγραφία του εστιατορίου μοιάζει πολύ με την αντίστοιχη της πόλης, της πρωτεύουσας Ουάσιγκτον. Υπάρχει το κέντρο, με τον Λευκό Οίκο και το Καπιτώλιο, τα μεγάλα μνημεία της αμερικανικής ιστορίας, και γύρω από αυτά υπάρχουν οι φτωχογειτονιές των μαύρων και των μεταναστών. Τη δεκαετία του ’80 το ποσοστό των μαύρων στην αμερικανική πρωτεύουσα έφτασε κοντά στο 80%. Δεν υπάρχει αμφιβολία, η Ουάσιγκτον είναι σίγουρα μια πόλη μαύρων. Σε αυτές τις περιοχές ανθίζει το εμπόριο ναρκωτικών και όπλων, το οργανωμένο έγκλημα. Αμέτρητες συμμορίες προσπαθούν να αποκτήσουν τον έλεγχο, οι κόντρες μεταξύ τους και βέβαια με την αστυνομία είναι σε καθημερινή βάση. Όλα αυτά, όλο αυτό το αίμα, φέρνουν την Ουάσιγκτον στην κορυφή της εγκληματικότητας στη χώρα κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990 — από τότε ευτυχώς τα πράγματα έχουν αλλάξει αρκετά. Αυτό πάνω-κάτω είναι το πλαίσιο των περισσότερων βιβλίων του Ελληνοαμερικανού συγγραφέα: εργαζόμενοι που ψάχνουν την καλή για να αλλάξουν τη ζωή τους, αδίστακτοι γκάνγκστερ που θέλουν να ελέγχουν τα πάντα, μια αστυνομία διεφθαρμένη και ένα κράτος λευκών που προσπαθεί να κρατήσει όσο το δυνατόν τις ισορροπίες.

Στο τελευταίο βιβλίο του Πελεκάνος που μεταφράστηκε στα ελληνικά, Ο άντρας που επέστρεψε (μετάφραση Αντώνης Καλοκύρης, Εκδόσεις Πατάκη, συναντάμε τον Μάικλ που, βγαίνοντας από τη φυλακή, προσπαθεί να κάνει μια νέα αρχή. Βοηθός του σε αυτή την προσπάθεια είναι η Άννα που ως εργαζόμενη στις φυλακές τού συστήνει τον κόσμο των βιβλίων: τον κάνει να αγαπήσει την ανάγνωση, του δείχνει έναν άλλο δρόμο. (Ο Πελεκάνος κάνει και ο ίδιος στην πραγματικότητα αυτό που κάνει η Άννα στο βιβλίο. Πάει στις φυλακές, οργανώνει ομάδες ανάγνωσης, λατρεύει το βιβλίο και θέλει να το μεταδώσει αυτό — και μάλλον το κάνει αρκετά καλά). Στο μυθιστόρημά μας τώρα, ο Μάικλ βρίσκει πράγματι δουλειά και βάζει το κεφάλι κάτω, αλλά στη γωνία πάντα παραμονεύει ο πειρασμός, ο πειρασμός να κόψεις λίγο δρόμο για να φτάσεις πιο γρήγορα, να κάνεις κάτι που θα σε βγάλει πιο εύκολα στην επιφάνεια, έστω κι αν χρειάζεται με κάποιον τρόπο να παραβιάσεις τα όρια. Τον εύκολο δρόμο στον ήρωα προτείνει ο Φιλ, ένας ιδιωτικός ερευνητής, που θυμίζει στον Μάικλ ότι του χρωστά και γνωρίζει πως να τον πιέσει. Ο Φιλ είναι ένα είδος σύγχρονου Ρομπέν των Δασών, προσπαθεί να χτυπά τους κακούς, με τον τρόπο που ξέρει ότι τους πονά — ληστεύοντας τους. Όλα όμως έχουν ένα τίμημα. Ο Πελεκάνος σκιαγραφεί σε βάθος τους χαρακτήρες, προσπαθεί με κάθε τρόπο να μας εξηγήσει γιατί κάνουν ό,τι κάνουν, γιατί διστάζουν, τι φοβούνται, μέχρι πού μπορούν να φτάσουν. Η υπόθεση αυτή καθαυτή δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία, όλο το ζουμί είναι στους χαρακτήρες.

Ο Πελεκάνος έχει γράψει πάνω από είκοσι πλούσια, μεγάλα αστυνομικά μυθιστορήματα. Στα βιβλία του μαθαίνουμε για τα καλά και τα στραβά της αμερικανικής κοινωνίας, μας δείχνει τον ρατσισμό και τις κοινωνικές ανισότητες που υπάρχουν, ψάχνει με μανία τις ρίζες του οργανωμένου εγκλήματος, της κρατικής διαφθοράς, της άνισης κατανομής του πλούτου και των αγαθών. Με έναν μαγικό όμως τρόπο, σχεδόν πάντα το καλό στο τέλος τη βρίσκει την άκρη. Δεν σου λέει ότι είναι εύκολο, σου λέει όμως ότι μπορεί να γίνει.

Για άλλη μια φορά σε βιβλίο του, ο Πελεκάνος μάς εμφανίζεται μια Ουάσιγκτον διπρόσωπη, σκοτεινή αλλά ταυτόχρονα υπέροχη. Ο συγγραφέας αγαπάει πολύ την πόλη του, αγαπάει ακόμα και τις γειτονιές που κάποιος ίσως θα τις έλεγε επικίνδυνες. Δείχνει τον γκάνγκστερ, αλλά πιο εκεί δυο παιδιά παίζουν στις σκάλες του σπιτιού τους. Κάποιος πουλάει ναρκωτικά στο φανάρι, και πιο εκεί μια μάνα απλώνει ρούχα στην πίσω αυλή. Όλα συνυπάρχουν, μάλλον γιατί όλα είναι, με τον τρόπο τους, αναγκαία. Ταυτόχρονα, βομβαρδιζόμαστε από μουσική: λάτιν για τους Κουβανούς που δουλεύουν στην κουζίνα, ποπ για τα λευκά κορίτσια του σχολείου, σόουλ και τζαζ για τον μαύρο εκτελεστή — μουσική παντού.

Δεν είμαι και τόσο αντικειμενικός με τα βιβλία του Πελεκάνος, μου αρέσει πολύ το γράψιμο του, όλη η ατμόσφαιρα που δημιουργεί. Τα βιβλία του πάντως σίγουρα δεν είναι «απλώς» αστυνομικές ιστορίες όπως είθισται να λέμε όταν περιγράφουμε ένα βιβλίο με έναν κακό, έναν καλό, ένα έγκλημα και την εξιχνίασή του. Είναι πολλά, πολλά περισσότερα.