Ανατομία ενός σύντομου αιώνα

C
Γιώργος Παππάς

Ανατομία ενός σύντομου αιώνα

Ξεκίνησα να διαβάζω τη διορατική ανατομία του σύντομου αιώνα μας που πραγματοποιεί ο Ρωμανός Γεροδήμος τον Φεβρουάριο, όταν ακόμη ο αιώνας καθοριζόταν από την 11η Σεπτεμβρίου και μεταβαλλόταν σε παράξενες οδούς, όταν ακόμη ο κορονοϊός ήταν άγνωστη λέξη, ή το πολύ-πολύ έγνοια ειδικών. Η κορύφωση της πανδημίας μού φέρνει συχνά στον νου την ανάγκη να μελετηθεί το τώρα, το αίτιο, με τον τρόπο που αναλύει ο Γεροδήμος το πολύ πρόσφατο χτες. Και μου γεννά την επιθυμία να ακούσω τη σκέψη του και τη γνώμη του αργότερα, όταν θα αναδυθεί αυτός ο νέος, παράξενος, μα διόλου γενναίος κόσμος που μας περιμένει. Ας μη γελιόμαστε, ο 21ος αιώνας που περιγράφεται εδώ είναι πια το χτες. Ας μη γελιόμαστε: θα επανασχηματιστεί πλήρως η πολιτική θέση του καθενός μας μετά την πανδημία — θα πρέπει, αν θέλετε, να απεκδυθεί των ακκισμών της ηθικής και πνευματικής ανωτερότητας που δεν εφαρμόζονται σε πράξη συστηματικά.

Και θα είμαστε ευτυχείς να τη συλλάβουμε καλύτερα αυτή τη νέα εποχή μέσα από τον νου του Γεροδήμου. Πολύ περισσότερο όσοι από εμάς μοιραζόμαστε με τον συγγραφέα τον σεβασμό και την πνευματική επιρροή του εκλιπόντος Tony Judt, αυτής της ευφυούς επιδραστικότατης μορφής της σύγχρονης ιστοριογραφίας. Ο Γεροδήμος, στις Ανταποκρίσεις από τον 21ο Αιώνα συλλέγει κείμενά του για μύριες όσες εκφάνσεις του 21ου αιώνα, και, με τον ίδιο τρόπο που το έκανε ο Judt, σε εκπλήσσει ευχάριστα δίνοντάς σου μια άλλη όψη, μια ευρύτερη οπτική. «Ζούμε σε μια εποχή πρωτοφανούς ευκολίας στην επικοινωνία, κι όμως η ουσιαστική επικοινωνία μοιάζει πιο δύσκολη από ποτέ», τονίζει από την αρχή ήδη, και αυτή την έλλειψη πραγματικού διαλόγου και στοχασμού επαναφέρει συχνά, καθώς παρατηρεί, και αγωνιά, για την «αργή αλλά σταθερή πτώση σημαντικών δεικτών ποιότητας της δημοκρατίας». Αυτή τη δημοκρατία, αυτά τα σημαντικά επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού είναι που απαιτεί ο Γεροδήμος να υπερασπιζόμαστε, και τα ελαττώματα αυτής της δημοκρατίας και αυτού του πολιτισμού είναι που στηλιτεύει, με αγάπη και έγνοια: δεν είναι αναθεωρητής, μα ούτε και εθελοτυφλεί, κι αυτό το τελευταίο είναι εξαιρετικά σπάνιο στις μέρες μας.

Σημειώνει ο συγγραφέας την απομυθοποίηση της έννοιας της κεντρικής εξουσίας, που, από δική της αδυναμία να εκφραστεί ως σύνολο ικανών, οδηγεί στην κατάληψη του χώρου επιρροής και αποφάσεων από διασημότητες ή ΜΚΟ, σε μια κατάτμηση, συχνά με ευτελή συμφέροντα, της μεγάλης εικόνας και του όποιου οράματος. Τον θλίβει η μειούμενη «εμπιστοσύνη στο σύστημα» (οριζόμενη ως «συνειδητή και εθελούσια υποταγή στην αυθεντία των ειδικών, σε πλαίσιο ορθολογικών κανόνων και διαδικασιών»). Αναπαράγει τον φόβο του ντε Μποτόν πως «ο πολιτισμός ήταν, πάντα, απλούστατα, μια μάλλον απίθανη έννοια». Συζητά τον ρόλο της ρωσικής διείσδυσης στην απαξίωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους (αν και εδώ θα διαφωνούσα, μπορεί και μόνο του το ιδεώδες να αυτοκτονεί, όπως εξαίρετα αναλύει στη συνέχεια ο ίδιος). Ανιχνεύει ο Γεροδήμος και τον εκφυλισμό τόσων σύγχρονων κινημάτων (που, αναζητώντας ρόλο στη δεκτικότητα, μέρους, της Δυτικής κοινωνίας διολισθαίνουν ενίοτε στον φονταμενταλισμό). Σημειώνει την παρουσία της πρακτικής της θυματοποίησης σε ολόκληρη την κονωνική δομή, την εφεύρεση αόρατων τειχών, την απουσία συνολικής ενσυναίσθησης.

Σε μια από τις πλέον διαφωτιστικές, μα τόσο απλές, συλλογιστικές του, επεξηγεί το διογκούμενο χάσμα μεταξύ των σύγχρονων μητροπόλεων και της περιφέρειας. Μερικές σελίδες αργότερα, σε έναν λιτό αφορισμό του περιγράφει με ευκρίνεια τον εξοργιστικό τεχνολογικό ντετερμινισμό που υπερκαλύπτει την άγνοια των βαθύτερων βιολογικών, κοινωνικών και πολιτισμικών παραγόντων που μας καθορίζουν — είναι από τις στιγμές που σταματάς την ανάγνωση, με την αίσθηση πως μόλις σχηματοποιήθηκε μπροστά σου, επιτέλους, κάποια ασαφής αίσθηση κοινωνικής δυσφορίας που χρόνιζε και δεν αρθρωνόταν. Συζητά τολμηρά και την τρομοκρατία, και ειδικά πώς η συναισθηματική υπεραντίδραση καταλήγει υπεκφυγή από την ουσιώδη συζήτηση των αιτίων της, ή πως αυτή η συζήτηση λανθάνει σε μη πολιτικές, αλλά ψυχιατρικές ή μεταφυσικές δικαιολογίες. Συζητά ακόμη την ελληνική φθορά του δημόσιου λόγου και αντιπαράθεσης, την εύκολη λύση των κραυγών, των συνωμοσιών, της άρνησης και της σύγκρουσης. Ανιχνεύει τα παράδοξα των εγχώριων κομματικών διαχωρισμών του πρόσφατου παρελθόντος (πού τέλειωνε η δεξιά, πόσο εκτεινόταν και πώς οριζόταν το κέντρο, σε προφητικό κείμενο των αρχών του 2016 που επεξηγεί την πολιτική δομή τού σήμερα). Ταξιδεύει επίσης πολύ, σε απρόοπτα μέρη με απρόοπτο βλέμμα: στο Σάλτσμπουργκ, στην Αβάνα, στο Ντέιτον του Τέξας, στην Ινδία, στην Αργεντινή που του θυμίζει την Ελλάδα. Ταξιδεύει και στην ίδια του του τη ζωή, στη μετάβασή του σε πολίτη του κόσμου. Μα επιστρέφει με δέος και στην οικειότητα της γειτονιάς.

Και, τελειώνοντας, ως κατασκεύασμα του 20ού αιώνα που νιώθει άβολα στον ψηφιακό θόρυβο του 2019, ο συγγραφέας αναζητά τον τρόπο με τον οποίο θα συνεχίσει να παρατηρεί τον παράξενο περίγυρο του. Το επιθυμούμε κι εμείς να υπάρχει αυτός ο τρόπος, αυτές οι στοιχειώεις οπτικές που δεν έβλεπες ως αναγνώστης, ειδικά τώρα που ο 21ος αιώνας γράφει ένα αλλιώτικο κεφάλαιο, απρόβλεπτο και αγχωτικό.

[ Φωτ. ]