«Άντρας που πέφτει», του Νικόλα Σεβαστάκη

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

«Άντρας που πέφτει», του Νικόλα Σεβαστάκη

Δέκα μέρες τον έτρωγε η σκέψη του σημειώματος με τα λόγια αποχαιρετισμού. Άνθρωπος που έγραφε μια ζωή υπηρεσιακά σημειώματα, έπρεπε να βάλει επιτέλους κάποιο ύφος στο χαρτί. Είχε σχεδιάσει να το αφήσει δίπλα στην ψωμιέρα, μέσα σ’ έναν γαλανόλευκο φάκελο. Μόνο η αρχή όμως φαινόταν εύκολη:

Αγαπημένη μου Μαριάννα [κάτι τέτοιο]                                                       

Ύστερα όμως; Είχε τα κότσια να γράψει επιτέλους την αλήθεια ή θα κρυβόταν και από το ίδιο του το τέλος;

[«Ο αυτόχειρας της βροχής», σσ. 31-32].

 

Στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του, ο Νικόλας Σεβαστάκης εξακολουθεί να σμιλεύει την ίδια φόρμα που εγκαινίασε με την προηγούμενη συλλογή του, τη «Γυναίκα με ποδήλατο» (επίσης από τις Εκδόσεις Πόλις), επιμένοντας στο ίδιο στυλ και οξύνοντάς το, εκείνο τον τρόπο που θέλει να αποσπάς από την (καθημερινή, προσωπική) ιστορία κομμάτια, χοντρές ή πιο φίνες φέτες, και να τις παρουσιάζεις ολόκληρες μεν και ταυτόχρονα αποκομμένες από τον κορμό τους —αυτό βέβαια είναι εν πολλοίς και ο ορισμός του διηγήματος—, χωρίς να νοιάζεσαι τόσο να διηγηθείς μία υπόθεση, όσο να αφηγηθείς, όχι μόνο για την καθαυτό χαρά της αφήγησης, αλλά και για να ακουστεί αυτή το πολύ συγκεκριμένο, κρύφιο, απελευθερωτικό τρέμουλο των πολύ δυνατών συναισθημάτων. Οι ήρωές του ρουφάνε το καθετί με πάθος, ακόμη και οι πιο μικροί και δειλοί από αυτούς. Έχουμε να κάνουμε με μια πολύ σύγχρονη ηθογραφία, έξυπνη, που (μας) κλείνει διαρκώς το μάτι, χρωματισμένη από την παλέτα ενός παλιού Technicolor, σαν από φιλμ που βλέπαμε παλιά, αλλά που δεν τα είδαμε τελικά πολύ καλά, και δεν τα καταλάβαμε· ίσως και λόγω ηλικίας. Με πολλαπλές, άξαφνες παρατηρήσεις, που επιτείνουν την αίσθησή σου πως πρέπει να συμμετέχεις διαρκώς ενεργά στην ανάγνωση (σχεδόν σε ξαφνιάζουν, σε ξεσηκώνουν), ώριμες και χρήσιμες μεταφορές και μια γλώσσα που θέλει να παραμένει πιστή στα τεκταινόμενα, και στα υπονοούμενα, χωρίς να υπερβάλλει: εντελώς αφτιασίδωτη, δωρική, ακόμη και όταν γίνεται τραχιά ή και ολωσδιόλου ειλικρινής και σκληρή. Δεν λείπει το λοξό χιούμορ εδώ, αντιθέτως, και η πανταχού παρούσα ειρωνεία, που όμως δεν βλάπτει τους ήρωες, ποτέ: απλώς συνωμοτεί με τον αναγνώστη. Νομίζουμε πως ο τρόπος αυτός δεν συστήνεται για μεγάλης έκτασης κείμενα (αν και ένα από τα διηγήματα της συλλογής έχει έκταση νουβέλας), ωστόσο θα θέλαμε να διαβάσουμε και ένα μυθιστόρημα από τον Σεβαστάκη γιατί μάλλον κάνουμε λάθος. Και θα έπρεπε να το επιδιώξει.

[ Φωτογραφία: Ray K. Metzker, City Whispers: Los Angeles, 1981 ].

☛ Η εκπομπή τού Αμάγκι που φιλοξένησε τον Ν. Σεβαστάκη.