Ανυποψίαστες κορυφές

C
Μαρία Παλαιολόγου

Ανυποψίαστες κορυφές

Πριν μερικά χρόνια, ο Μεξικάνος συγγραφέας Βισέντε Αλφόνσο απομονώθηκε με την επίσης συγγραφέα γυναίκα του στο Winston-Salem, ένα χωριουδάκι της Βόρειας Καρολίνας των ΗΠΑ, με μοναδική συντροφιά ένα ραδιόφωνο. Έτσι γεννήθηκαν τα Λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου, που κέρδισαν το σημαντικότατο διεθνές βραβείο Sor Juana Inés de la Cruz το 2014. Είχε αποσταλεί στον διαγωνισμό με το ψευδώνυμο Tom Canty. Εκτός από την ελληνική, έχει μεταφραστεί έως τώρα στην τούρκικη, τη γερμανική και την ιταλική γλώσσα. Ο συγγραφέας, που είναι επίσης δημοσιογράφος με μεγάλη κοινωνική ευαισθησία, κατάγεται από το Τορεόν της Κοαουίλα, εκεί που στο κρέας ρίχνουν ένα μπαχάρι που το λένε αντσιότε και οι μικρές πράσινες και καυτερές πιπεριές, τα χαλαπένιος, τηγανίζονται σε λίπος χοίρου και μοσχοβολάει ο τόπος.

Μια πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τα Λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου είναι πως πρόκειται για μια αστυνομική ιστορία, αφού όπως σε κάθε αστυνομική ιστορία υπάρχει ένας φόνος, αυτός κάποιου Φαρίντ Σαμπάχ, ένας αστυνόμος και βέβαια ύποπτοι: δυο δίδυμα αδέρφια που μεγάλωσαν σ’ ένα ιησουιτικό οικοτροφείο και κατηγορούνται για αυτόν τον φόνο, αφού ουδείς γνωρίζει ποιος από τους δυο τον διέπραξε. Το αρχετυπικό θέμα των διδύμων, του σωσία, του καθρεφτίσματος του εαυτού, διατρέχει κατακόρυφα το μυθιστόρημα κι ο ανοιχτός συμβολισμός δεν περιορίζεται στα ονόματα, Ρώμος και Ρωμύλος, των αδερφών Αγιάλα ή στην εμμονή του ενός τους με αυτό καθαυτό το ζήτημα: εκτός από τους αδερφούς Αγιάλα κάνουν την εμφάνισή τους δευτεραγωνιστικά ακόμη δύο ζεύγη διδύμων:

Επέστρεφα στο ιατρείο μου μετά το φαγητό όταν βγήκε μπροστά μου. Δεν άργησα να τον αναγνωρίσω παρότι φορούσε καλό παντελόνι, λινή πουκαμίσα και είχε χτενίσει τα μαλλιά του προς τα πίσω.

— Εδώ δες! Ακόμη και μπάνιο έκανες! του είπα αστειευόμενος.

Το αγόρι μού έτεινε το χέρι του.

— Λυπάμαι, με μπερδεύετε. Είμαι ο Ρωμύλος…

Μια δεύτερη εντύπωση είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε με αστυνομικό θρίλερ, αλλά με μια πολυεδρική μαρτυρία, που συμπεριλαμβάνει ακόμη και τη σεξουαλική κακοποίηση ενός εφήβου, μια ιστορία δοσμένη από πολλά στόματα και προοπτικές, αυτοβιογραφική κατά ένα μεγάλο μέρος της, που στοχεύει αποκλειστικά στην αμφισβήτηση της πραγματικότητας:

Ποιος όμως μπορεί να πει πού αρχίζει ο θάνατος, πού τελειώνει η ζωή; Κάποιες φορές έχω την εντύπωση πως όλη αυτή η ορολογία, πως αυτές οι πρακτικές κι αυτοί οι καινούριοι ορισμοί δεν είναι κάτι περισσότερο από μια προσπάθεια να κερδίσουμε έδαφος στο ανύπαρκτο, όποιος κάποιος που κλέβει από τη θάλασσα μερικά μέτρα.

Μια τρίτη εντύπωση είναι πως δεν πρόκειται παρά για έναν μπορχεϊκό λαβύρινθο διακειμενικότητας, όπου καθετί καταλήγει σε μια μεταφορά μεταφυσικού χαρακτήρα, για να μας υπενθυμίσει σχεδόν διδακτικά πως η ταυτότητα συγκροτείται απαραιτήτως με βάση τη μνήμη:

Πώς κατασκευάζονται οι αναμνήσεις; Μεταβάλλονται, συμφιλιώνονται, ωριμάζουν με τον χρόνο; Ή ξεθωριάζουν αργά όπως οι εφημερίδες στον ήλιο; Ίσως, κάποιες φορές, τα γεγονότα να κατακάθονται στη μνήμη όπως το λασπωμένο νερό που στην αρχή μάς εμποδίζει να δούμε αυτό που διαισθανόμαστε κοντινό. Όπως και να ’χει, η ανασύσταση ενός αποσπάσματος μνήμης με χρήση διαφόρων πηγών είναι σαν να ξυρίζεσαι μπροστά σε σπασμένο καθρέφτη: οι εκδοχές αντιφάσκουν σε κάποιες λεπτομέρειες και συμπίπτουν σε άλλες.

Μια τέταρτη εντύπωση είναι πως πρόκειται για το πραγματικό χρονικό της πνιγμένης στη σκόνη μεξικάνικης επαρχίας και τη σκοτεινή ιστορία μιας οικογένειας, που φτάνουν στον αναγνώστη μέσα από απομαγνητοφωνήσεις, επιστολές, καταγραφές σε ημερολόγια, διηγήσεις σε παρόντα και παρελθόντα χρόνο, αποσπάσματα μιας ιστορικής πραγματικότητας που αμπαλάρει με αληθοφάνεια το αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα. Πρόκειται για αφήγηση που στοχεύει στη μυθοποίηση της μεξικάνικης επαρχίας εντάσσοντας στον ιστορικό της καμβά ένα σωρό ντόπια πολιτισμικά στοιχεία, όπως το φημισμένο πανηγύρι του Αγίου Λαυρεντίου στις 9 Αυγούστου;

Η απάντηση της εξουσίας ήταν παρόμοια μ’ εκείνη που σχεδόν έναν αιώνα πριν είχε βάλει φρένο στην αντιπαράθεση «αγίων» και «καταπατητών»: μπήκαν στη μέση τα όπλα. Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως το αίμα κύλησε ποτάμι: στις 23 Οκτωβρίου άνθρωποι της Δικαστικής Αστυνομίας, που υποστηρίζονταν από το 18ο τάγμα ιππικού, δολοφόνησαν επτά αγρότες, τραυμάτισαν πολύ περισσότερους και στέρησαν την ελευθερία σε τουλάχιστον τριάντα ακόμη. Οι ηγέτες των αγροτών Χουάν δε Διος Τεράν και Μπενχαμίν Ρόμπλες πέθαναν από αιμορραγία χωρίς να τους παρασχεθεί ιατρική βοήθεια.

Το σασπένς είναι μεγάλο και προκαλείται κυρίως από αυτήν την αποσπασματικότητα. Ο ίδιος ο συγγραφέας εξομολογείται σε κάποια συνέντευξη πως του αρέσει να χτίζει τις αφηγήσεις του συγκεντρώνοντας βιωματικές ψηφίδες που αργότερα προσπαθεί να ταιριάξει πάνω στο χαρτί, πως αυτό που κάνει δεν είναι να αφηγείται τα γεγονότα αλλά αυτό που έρχεται μετά τα γεγονότα, υποβάλλοντας επίτηδες τους εξαιρετικά δουλεμένους χαρακτήρες σε υπαρξιακές κρίσεις και αφήνοντας τον αναγνώστη να αποφασίσει ποιος είναι τι.

Πώς εντοπίζεις τα ίχνη κάποιου για τον οποίο δεν ξέρεις τίποτ’ άλλο παρά τ’ όνομά του; Εδώ κι έξι μέρες, όταν έφτασα, δεν είχα ιδέα πώς να το κάνω. Αφού βρήκα ξενοδοχείο, άρχισα από το προφανές: τα τηλεφωνήματα στους Ναβάρο που εμφανίζονται στον τηλεφωνικό κατάλογο. Κανείς δεν θυμόταν κάποια γυναίκα με το όνομα Ροσάριο. Βέβαια έχουν περάσει και σχεδόν είκοσι χρόνια. Μέχρι που άρχισα να πιστεύω πως ίσως ήταν νεκρή, πως η νοσοκόμα είχε μπερδευτεί. Γιατί όμως δεν υπήρχε τίποτα στον τάφο και γιατί το ψεύτικο όνομα;

Ύστερα τελειώνουν οι εντυπώσεις και βυθίζεσαι στην ενοχή μαζί με τον δημοσιογράφο Πέπε Σαμόρα και τον ψυχολόγο Αλμπέρτο Αλμπόρες, δυο χαρακτήρες που αναζητούν πάση θυσία το ιερό τους δισκοπότηρο. Και μπαίνεις, τυχερέ αναγνώστη, στα λημέρια του μεταφυσικού και του θρησκευτικού συγκρητισμού, οπότε εκ των πραγμάτων αναγκάζεσαι να εγκαταλείψεις την προσπάθεια να ξεχωρίσεις το πραγματικό από το φανταστικό, το παρόν από το παρελθόν και να βαδίσεις στις μύτες των ποδιών σ’ αυτό το μονοπάτι της αβεβαιότητας. Είναι λοιπόν ένα μεταφυσικό νουάρ;

Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι μια άσκηση πάνω στην τέχνη της αφήγησης, ο στοχασμός της ίδιας της γλώσσας για τον εαυτό της, που υπονομεύεται σε κάθε γύρισμα της σελίδας. Το βάθος και το πλάτος αυτής της αυτοαναφορικότητας τινάζουν στον αέρα οποιαδήποτε προσπάθεια να κατατάξεις τα Λείψανα του Αγίου Λαυρεντίου σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος. Κλείνοντας το βιβλίο όμως, εκτός από την αίσθηση ότι έχεις διαβάσει τουλάχιστον τρία ταυτόχρονα, σου μένει η εντύπωση ότι ίσως τελικά αυτό που στη χώρα μας ονομάζουμε «αστυνομικό» να έχει αγγίξει στη λογοτεχνία άλλων τόπων κάποια κορυφή ανυποψίαστη.