Απλή αναλογική: μια όχι αυταπόδεικτη επιλογή

P
Χρήστος Γραμματίδης

Απλή αναλογική: μια όχι αυταπόδεικτη επιλογή

Το βασικό επιχείρημα υπέρ της απλής αναλογικής είναι περίπου το εξής: εφόσον το σύστημα βασίζεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η λαϊκή κυριαρχία πραγματώνεται πληρέστερα όταν το νομοθετικό σώμα αντικατοπτρίζει πιστά τις εκλογικές επιλογές των ψηφοφόρων. Με άλλες λέξεις: η Βουλή είναι πράγματι «εθνική αντιπροσωπεία» όταν αποτελεί απλή, ευθύγραμμη μεταγραφή των αποτελεσμάτων της κάλπης. Το επιχείρημα μοιάζει εύλογο και έχει βάση, αλλά παρουσιάζει το ίδιο πρόβλημα με κάθε απλοποιητική προσέγγιση: δίνει μία μερική, όχι πλήρη εικόνα ενός πολύ πιο σύνθετου προβλήματος.

Καταρχήν πρέπει να συμφωνήσουμε πάνω στην ίδια την έννοια της αντιπροσωπευτικότητας όπως απορρέει από το Σύνταγμά μας, καθώς πολλοί υπερασπίζονται την απλή αναλογική με «αμεσοδημοκρατικά» επιχειρήματα. Όμως, όταν μιλάμε για τον τρόπο αποτύπωσης της ψήφου εκλογής ενός αντιπροσωπευτικού οργάνου, προϋποτίθεται ότι δεχόμαστε ένα πολίτευμα αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αυτό είναι εξόχως σημαντικό, διότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν ορίζεται μόνο από την ταυτολογία )«αντιπροσωπευτικό είναι το πολίτευμα όπου ο λαός κυβερνά δι’ αιρετών αντιπροσώπων»), αλλά μπαίνουν και άλλες παράμετροι στη συζήτηση, όπως π.χ. η αποτροπή του κινδύνου ακυβερνησίας.

Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία στη συνταγματική μας τάξη προβλέπει μία κυβέρνηση που αντλεί τη νομιμοποίηση της από τη λαϊκή ψήφο όχι απευθείας, αλλά εμμέσως: δεν εκλέγουμε πρωθυπουργό ούτε υπουργούς, εκλέγουμε βουλευτές. Και είναι οι βουλευτές που με την ψήφο εμπιστοσύνης ή ανοχής τους επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να κυβερνούν. Κατά συνέπεια, η ικανότητα της Βουλής να «παράγει» κυβερνήσεις δεν είναι προσχηματική δικαιολογία κάποιων κακών ανθρώπων που υποτιμούν τον λαό, είναι πολιτειακώς σημαντική παράμετρος που τη βάζει στη συζήτηση το ίδιο το γράμμα και το πνεύμα του Συντάγματος. (Πρβλ. τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 37 Σ., σύμφωνα με την οποία, «αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Kυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Bουλής», τότε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας «διαλύει τη Bουλή»). Το κριτήριο των «ισχυρών κυβερνήσεων» δεν είναι ούτε το μόνο ούτε το πιο σημαντικό, αλλά πάντως το πολίτευμά μας δεν το αποκλείει από τη συζήτηση.

Πέρα από αυτό, μια βασική αρχή κάθε δημοκρατικής διακυβέρνησης (αντιπροσωπευτικής ή αμεσοδημοκρατικής) είναι η αρχή της «ισότητας της ψήφου». Κάθε πολίτης πρέπει να έχει μία ψήφο, και όλες οι ψήφοι είναι πολιτειολογικά και δικαιοπολιτικά ίσης αξίας, ίσης βαρύτητας. Εδώ η συζήτηση είναι αρκετά περίπλοκη και δεν έχω την επιστημονική σκευή σχετικά με τα εκλογικά μαθηματικά ώστε να εξηγήσω αναλυτικά. Αλλά επισημαίνω τούτο: το συμπέρασμα ότι η απλή, ανόθευτη αναλογική υπηρετεί την αρχή της ισότητας της ψήφου πληρέστερα από οποιοδήποτε άλλο σύστημα δεν είναι τόσο απόλυτο όσο φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Επί παραδείγματι, το πλειοψηφικό σύστημα (ο πρώτος σε κάθε μονοεδρική περιφέρεια παίρνει την έδρα) σέβεται εξίσου την ισότητα της ψήφου. Ας δούμε όμως από αυτή τη σκοπιά τα δυο πιο προβληματικά (σύμφωνα με τους επικριτές τους) στοιχεία του ισχύοντος συστήματος:

Το πολυσυζητημένο όριο του 3% δεν καθιστά κάποιες ψήφους «λιγότερης αξίας» από κάποιες άλλες. Κι αυτό διότι όλες οι ψήφοι μετράνε το ίδιο εκεί όπου έχει σημασία: στο να καθοριστεί κάθε φορά το εκλογικό μέτρο και στο να καθοριστεί κάθε φορά το πόσες ψήφοι (σε απόλυτο αριθμό) συνιστούν το 3%. Μάλιστα σε αυτόν τον βασικότατο καθορισμό παίζουν (εμμέσως) ρόλο και οι πολίτες που αποφάσισαν να απέχουν ή που ψήφισαν ενσυνείδητα άκυρο. Όλες οι ψήφοι, ακόμη και η ψήφος αποχής, μετράνε το ίδιο εκεί όπου μετράει πραγματικά. Εξάλλου, κανείς δεν γνωρίζει από πριν (θεωρητικά — αλλά θεωρητική είναι η συζήτηση) αν το κόμμα που επέλεξε να ψηφίσει θα συγκεντρώσει το 3% των ψήφων ή όχι. Κι αν το όριο μπορεί να παρακινεί κάποιους να ψηφίσουν ένα (δημοσκοπικά) μεγαλύτερο κόμμα «για να μην πάει η ψήφος τους χαμένη», άλλο τόσο μπορεί να παρακινεί και κάποιους που θα ψήφιζαν ένα μεγαλύτερο κόμμα να στηρίξουν ένα (δημοσκοπικά) μικρότερο γιατί «το θέλουν στη Βουλή». Οι εκλογικές συμπεριφορές δεν είναι ούτε μονοπαραγοντικές ούτε μονοσήμαντες.

Το μπόνους των επιπλέον εδρών για το πρώτο κόμμα είναι μια πολύ πιο προβληματική συνθήκη. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει να «νοθεύει» το εκλογικό αποτέλεσμα, δίνοντας παραπάνω έδρες στο πρώτο κόμμα. Λόγω του μπόνους βλέπουμε αποτελέσματα στις κατ’ ιδίαν εκλογικές περιφέρειες όπου το πρώτο κόμμα παίρνει έδρες με προδήλως «παράλογο» τρόπο. Με αυτό τον τρόπο το σύστημα φαίνεται να δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στις ψήφους όσων επέλεξαν το κόμμα αυτό. Δεν είναι όμως πράγματι έτσι. Το μπόνους «νοθεύει» εν μέρει το εκλογικό αποτέλεσμα προς τον σκοπό της δημιουργίας ισχυρών κυβερνήσεων (κι αυτό μπορεί να είναι σωστό ή λάθος), αλλά πάντως δεν το κάνει εις βάρος της ισότητας της ψήφου. Κάθε πολίτης έχει μία ψήφο. Και κάθε (έγκυρη) ψήφος έχει την ίδια βαρύτητα εκεί όπου μετράει πραγματικά: στο να καθοριστεί ποιο θα είναι το πρώτο κόμμα.

Αντίθετα, η ίδια η απλή αναλογική θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι δεν εγγυάται την ισότητα της ψήφου τόσο αυταπόδεικτα όσο συνήθως γίνεται δεκτό. Με τον τρόπο κατανομής των εδρών στις εκλογικές περιφέρειες και τον τρόπο χάραξης των περιφερειών ανά την επικράτεια, ένα σύστημα απλής αναλογικής είναι πολύ πιθανό να οδηγεί σε μια Βουλή που δεν «καθρεφτίζει» απολύτως την πανελλαδική δύναμη των κομμάτων, δίνοντας αντίθετα αυξημένη «βαρύτητα» στις ψήφους ορισμένων ψηφοφόρων σε κάποιες περιοχές όπου θα έχει τυχόν συγκεντρωμένη δύναμη κάποιο μικρότερο κόμμα. Σε αντίθεση με το σημερινό σύστημα, που έχει κάποιες «ασφαλιστικές δικλίδες πλειοψηφικότητας», η απλή αναλογική θα επέτρεπε πιθανώς (λόγω τοπικών ανισομερειών) την εκλογή μιας Βουλής που δεν ταυτίζεται, ως αποτύπωση, με την πανελλαδική καταγραφή των κομμάτων.

Η απλή αναλογική συνήθως υποστηρίζεται με το επιχείρημα, «Αφού είναι απλή αναλογική, είναι και πιο δημοκρατική». Πρόκειται για κυκλικό συλλογισμό που δεν ανοίγει τη συζήτηση στα δύσκολα ζητήματα. Προφανώς η απλή αναλογική είναι μια βασικά δημοκρατική επιλογή, αλλά δεν τελειώνει εκεί η συζήτηση. Επιπλέον παράμετροι είναι ότι στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία η εξασφάλιση της δυνατότητας της Βουλής να αναδεικνύει σταθερή κυβέρνηση είναι δόκιμο κριτήριο για την επιλογή εκλογικού συστήματος, ότι η απλή αναλογική δεν είναι το μόνο σύστημα που σέβεται την ισότητα της ψήφου, ότι στοιχεία πλειοψηφικότητας στο εκλογικό σύστημα μπορεί εντέλει να παράγουν «δημοκρατικά» αποτελέσματα.

Το θέμα είναι σοβαρό και δύσκολο και δεν το εξαντλεί το παρόν άρθρο — και εγώ προσωπικά δεν έχω καταλήξει. Δεν χρειάζεται όμως να ανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Οι ανά τον κόσμο δημοκρατίες έχουν σκεφτεί το ζήτημα και υπάρχει πλούσια πρακτική εμπειρία και θεωρητική ανάλυση από την οποία μπορούμε να αντλήσουμε. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι ίσως η περίοδος εμποδίζει κάθε σοβαρή συζήτηση.