Από το Κιότο στο Παρίσι

P
Αθανάσιος Τσιούρας

Από το Κιότο στο Παρίσι

Πριν από δέκα περίπου ημέρες, πληροφορηθήκαμε ότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έδωσε οδηγίες στην αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμμετάσχει στην 21η Σύνοδο των Μελών της Σύμβασης-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή στο Παρίσι. Ζητήθηκε, ειδικότερα, να γίνει προσπάθεια ώστε η σύνοδος να καταλήξει σε μια δεσμευτική συμφωνία, με την οποία τα μέλη θα αναλαμβάνουν συγκεκριμένους στόχους: να μειώσουν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου κατά 40% (σε σχέση με το 1990), να βελτιώσουν την ενεργειακή τους απόδοση κατά 40% και να παράγουν το 30% της ενέργειάς τους από ανανεώσιμες πηγές το 2030. Αν αυτά μας ακούγονται λίγο κινέζικα, είναι επειδή η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα για την κλιματική αλλαγή και την αντιμετώπισή της περιορίζεται στην ονομασία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας «και Κλιματικής Αλλαγής» με νονό τον Γιώργο Παπανδρέου.

Τι είναι κλιματική αλλαγή; Γιατί μας αφορά;

Ξεκινώντας, πρέπει να ορίσουμε αυτή την περίφημη κλιματική αλλαγή: πρόκειται για την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στον πλανήτη, η οποία είναι αποτέλεσμα της συσσώρευσης στην ατμόσφαιρα αερίων που προκαλούν το «φαινόμενο του θερμοκηπίου», δηλαδή την παγίδευση θερμότητας που έρχεται στον πλανήτη μας από τον ήλιο. Δεν μιλάμε λοιπόν για κάποια κυκλική διακύμανση στη θερμοκρασία του πλανήτη οφειλόμενη σε φυσικά αίτια αλλά για την επιταχυνόμενη υπερθέρμανσή του, την οποία έχει προκαλέσει η συσσώρευση στην ατμόσφαιρα διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων που προκύπτουν κυρίως από την καύση ορυκτών καυσίμων — από εργοστάσια, αυτοκίνητα και άλλες πηγές.

Τι συνέπειες έχει αυτή η αύξηση θερμοκρασίας, που, σύμφωνα με κάποια σενάρια, ενδέχεται να φτάσει και τους 4-5 βαθμούς Kελσίου μέχρι το τέλος του αιώνα; Πολλά μικροκλίματα θα διαταραχθούν, καθώς οι οργανισμοί δεν θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στην υψηλότερη αυτή θερμοκρασία ή στην ξηρότητα που θα επιφέρει κατά τόπους. Θα παρατηρηθούν πιο ακραία καιρικά φαινόμενα. Όμως η πιο προφανής συνέπεια φαίνεται ότι θα είναι το λιώσιμο των πάγων στους πόλους και η σημαντική αύξηση της στάθμης της θάλασσας παγκοσμίως (μέχρι ίσως και 1 μέτρο). Η αυξημένη στάθμη της θάλασσας θα προκαλέσει με τη σειρά της πολλές πλημμύρες, ενώ θα θέσει και σε κίνδυνο παράκτιες και παραθαλάσσιες πόλεις και οικισμούς. Η χρηματική αποτίμηση τέτοιων ζημιών ξεπερνά τα 40 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Τι γίνεται στον κόσμο για την αντιμετώπισή της;

Για πρώτη φορά έγινε μια μεγάλη, παγκόσμια διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή το 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Η διάσκεψη αυτή οδήγησε στη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework Convention on Climate Change — UNFCCC). Η Σύμβαση-Πλαίσιο από μόνη της δεν είναι μεν δεσμευτική για τα μέλη που την επικύρωσαν, αλλά έθεσε γενικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και, κυρίως, παρέχει το θεσμικό πλαίσιο για την κατάρτιση δεσμευτικών συμφωνιών, των λεγομένων Πρωτοκόλλων. Τα κράτη που συμμετέχουν στη Σύμβαση-Πλαίσιο συνέρχονται σε διάσκεψη σχεδόν κάθε χρόνο, προκειμένου να εξετάζουν την πορεία της κλιματικής αλλαγής, την επίτευξη των στόχων ή, ενδεχομένως, να καταλήξουν στη σύναψη κάποιου δεσμευτικού Πρωτοκόλλου. Μια τέτοια σύνοδος είναι και αυτή που θα γίνει τον Δεκέμβριο στο Παρίσι. Το ένα (και μοναδικό) Πρωτόκολλο που έχει τεθεί σε ισχύ είναι το Πρωτόκολλο του Κιότο, του 1997. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ελπίζει ότι η σύνοδος του Παρισιού θα καταλήξει σε νέο Πρωτόκολλο.

Το Πρωτόκολλο του Κιότο ήταν η πρώτη διεθνής συνθήκη που έθετε σε κάποια από τα μέρη που την επικύρωσαν δεσμευτικούς στόχους για τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Ορίστηκαν δύο περίοδοι με δεσμευτικούς στόχους, η περίοδος 2005-2011 και η περίοδος 2012-2018 (το Πρωτόκολλο άρχισε να ισχύει από το 2005, μετά την επικύρωσή του, το 2002, από τη Ρωσία και τον Καναδά). Οι δεσμεύσεις τέθηκαν για τα ανεπτυγμένα (και όχι τα αναπτυσσόμενα) κράτη. Το Πρωτόκολλο του Κιότο προέβλεψε, επίσης, και τη δυνατότητα αγοράς δικαιωμάτων για εκπομπές ρύπων.

Τα αποτελέσματα της πρώτης περιόδου με δεσμευτικούς στόχους ήταν ανάμεικτα προς θετικά: πολλές χώρες έπιασαν τους στόχους, κάποιες άλλες όχι (μαντέψτε σε ποια κατηγορία ανήκει η χώρα μας…). Όμως το Πρωτόκολλο του Κιότο δεν έχει επικυρωθεί από την αμερικανική Γερουσία — και ο Καναδάς πρόσφατα αποχώρησε και δήλωσε ότι δεν θα δεσμεύεται από τους στόχους της δεύτερης περιόδου.

Συνεπώς, το Πρωτόκολλο απώλεσε μεγάλο μέρος από την αποτελεσματικότητά του. Υπό το πρίσμα αυτό έχει σημασία και η τυχόν επίτευξη νέας δεσμευτικής συμφωνίας στο Παρίσι.

Αντιρρήσεις, προβλήματα, διαφαινόμενες λύσεις

Βλέπουμε ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι, ας πούμε, ομόθυμη. Αυτό οφείλεται σε αντιρρήσεις που προβάλλονται και σε ιδιαιτερότητες που παρουσιάζει η κλιματική αλλαγή ως προς την εκδήλωσή της και ως προς τις συνέπειες μιας πολιτικής για την αντιμετώπισή της.

Άρνηση του φαινομένου

Παρότι η επιστημονική κοινότητα σχεδόν στο σύνολό της δέχεται τον διαφαινόμενο κίνδυνο να αυξηθεί επικίνδυνα η θερμοκρασία στον πλανήτη και συνδέει τον κίνδυνο αυτό με την ανθρώπινη δραστηριότητα και τα αέρια του θερμοκηπίου, διάφοροι πολιτικοί (κυρίως) εμφανίζονται ως σκεπτικιστές και αρνητές του φαινομένου και αγωνίζονται για την καταψήφιση μέτρων που περιορίζουν τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου. Οι αρνητές του φαινομένου χωρίζονται σ’ αυτούς που αμφισβητούν το ίδιο το φαινόμενο, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχει παρατηρηθεί κάποια αξιόλογη αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη, και σ’ αυτούς που δέχονται μεν την αύξηση της θερμοκρασίας, αλλά την αποδίδουν στην ίδια τη φύση — αρνούνται δηλαδή ότι έχει συντελέσει σημαντικά σ’ αυτήν η ανθρώπινη δραστηριότητα.

Στην πρώτη κατηγορία αρκεί να παρατεθούν οι μετρήσεις της παγκόσμιας θερμοκρασίας και να συγκριθούν με τις αντίστοιχες μετρήσεις για έναν αιώνα πίσω. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι παρατηρείται αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη. Η δεύτερη κατηγορία είναι πιο δύσκολο να μεταπειστεί, καθώς δεν είναι ευχερές να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αύξησης των ρύπων και των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα και της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Ωστόσο, οι ενδείξεις για αριθμητικό συσχετισμό είναι πολύ ισχυρές — ενώ και οι υπόλοιπες δυσμενείς συνέπειες των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και άλλων αερίων που παράγονται από την καύση ορυκτών καυσίμων είναι τέτοιες, ώστε σε κάθε περίπτωση να δικαιολογείται η δράση για τον περιορισμό τους.

Είναι αντίθετη με την ανάπτυξη η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής;

Η χρήση ορυκτών καυσίμων εξακολουθεί να είναι πιο φτηνή από τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας (με εξαίρεση, ίσως, την πυρηνική). Το κόστος της ενέργειας είναι βασικό στη διαμόρφωση της τιμής των βιομηχανικών προϊόντων και κρίσιμο για τη δυνατότητα βιομηχανικής ανάπτυξης μιας περιοχής ή μιας χώρας. Επομένως, ρυθμίσεις που ακριβαίνουν το κόστος της ενέργειας δεν είναι επιθυμητές, ιδίως από χώρες με ισχυρή (ή ισχυροποιούμενη) βιομηχανική παραγωγή. Και, φυσικά, το ύψος της βιομηχανικής παραγωγής συνδέεται ευθέως και με την απασχόληση σε μιαν οικονομία. Ειδικά για αναπτυσσόμενες χώρες, η αύξηση του ενεργειακού κόστους θα μπορούσε να οδηγήσει σε κλείσιμο εργοστασίων (ή να μην επιτρέψει καν το άνοιγμά τους) με τις προφανείς συνέπειες στη διατήρηση ή την αύξηση της ανεργίας.

Αυτά, φυσικά, δεν είναι άγνωστα στους συμμετέχοντες στις συνόδους των κρατών της Σύμβασης-Πλαίσιο του ΟΗΕ. Γι’ αυτό και, τουλάχιστον σ’ αυτό το στάδιο, οι δεσμευτικοί στόχοι τίθενται μόνο στα ανεπτυγμένα κράτη που έχουν επικυρώσει το Πρωτόκολλο του Κιότο. Εξάλλου, τα κράτη αυτά έχουν ήδη αφήσει βαρύ το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα, έχοντας επιβαρύνει σημαντικά την ατμόσφαιρα επί αρκετούς αιώνες με τη λειτουργία των βιομηχανιών τους. Παράλληλα, η τεχνολογία στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειες αναπτύσσεται διαρκώς και μειώνει την ψαλίδα του κόστους ανάμεσα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην παραγωγή ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.

Δεν συμμετέχουν κράτη με μεγάλο περιβαλλοντικό αποτύπωμα

Είδαμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν επικυρώσει καν το Πρωτόκολλο του Κιότο, ενώ ο Καναδάς απεχώρησε από τη δεύτερη δεσμευτική περίοδο — η Κίνα δεν περιλαμβάνεται καν στις χώρες με δεσμευτικές υποχρεώσεις. Αυτό οδηγεί σε ένα φαύλο κύκλο, καθώς χώρες ανταγωνιστικές μεταξύ τους, χώρες που παράγουν μεγάλες ποσότητες αερίων του θερμοκηπίου, καλούνται να επωμιστούν διαφορετικό ενεργειακό κόστος, ως συνέπεια της επιβολής και επιδίωξης δεσμευτικών στόχων ή όχι. Δημιουργείται, δηλαδή, ένα σοβαρό αντικίνητρο στην ανάληψη δεσμεύσεων για μια χώρα, όταν μια οικονομία με ανταγωνιστική βιομηχανία (και όχι απλώς αναπτυσσόμενη) δεν θα έχει παρόμοιες δεσμεύσεις (άρα θα μπορεί να παράγει σημαντικά φθηνότερα προϊόντα). Έτσι, όταν μια χώρα αρνείται να συμμετάσχει, είναι λογικό, ειδικά εάν κανείς συνεκτιμήσει και παράγοντες εσωτερικής πολιτικής, να ακολουθήσουν και άλλες.

Στο Παρίσι θα γίνει μία προσπάθεια να συμφωνήσουν όλα τα μεγάλα βιομηχανικά κράτη να θέσουν δεσμευτικούς στόχους. Αυτή είναι και η εντολή με την οποία φεύγει η ευρωπαϊκή αντιπροσωπεία, και που αποτέλεσε την αφορμή για το κείμενο αυτό. Μηχανισμοί όπως η αγορά ρύπων, η βελτίωση της τεχνολογίας και η μείωση του κόστους για τις εναλλακτικές/ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ίσως να δώσουν μεσοπρόθεσμα μια πιο ανώδυνη λύση. Η πρόσφατη αλλαγή ηγεσίας στον Καναδά και η αναδιατύπωση της πολιτικής των ΗΠΑ με την παρούσα κυβέρνηση δημιουργούν κάποια αισιοδοξία για επιτυχή κατάληξη της συνόδου στο Παρίσι.

Σε επόμενο σημείωμα θα εστιάσουμε στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κλιματική αλλαγή και στη στάση της χώρας μας. Με άλλη ευκαιρία, θα ασχοληθούμε και με την αγορά ρύπων — και με τη συζήτηση για την έννοια του περιβάλλοντος ως δικαιώματος.