Από την Πόλη

L
Χρυσούλα Δημοπούλου

Από την Πόλη

Είναι ένα από εκείνα τα καλοκαιρινά μεσημέρια στην πόλη που η ζέστη κάνει τους ανθρώπους να αναζητούν κάθε πιθανό σημείο ανάσας. Κάποιοι περιμένουν υπομονετικά το λεωφορείο τους στη στάση προσπαθώντας να κρυφτούν πίσω από μια πινακίδα ή από μια κολόνα που προσφέρει λίγο μεγαλύτερη σκιά, άλλοι μπαίνουν ξεφυσώντας σε κλιματιζόμενους χώρους, άλλοι οδηγούν με κλειστά παράθυρα, προστατευμένοι στη δροσιά του κλιματισμού τους.

Η κλήση είναι κάπου στον Κολωνό. Το μεσημέρι έχει προχωρήσει για τα καλά, οι γειτονιές είναι σχεδόν έρημες, ο ηλικιωμένος επιβάτης μου περιμένει ακουμπισμένος στον κορμό ενός δέντρου. Με μεγάλη δυσκολία κάθεται στη θέση του συνοδηγού. Φορά λινό κοστούμι, καπέλο, κρατά μπαστούνι με περίτεχνη λαβή και μοσχοβολά σαπούνι.

«Με το ’πε ο γιος μου πως θα έρθει κοπέλα με το ταξί, τι διάολος είναι, μπρε, εκείνο το μηχάνημα! Στο Παλαιό Φάληρο πάμε, κοκόνα μου», μου λέει με χαρακτηριστική πολίτικη προφορά.

Στη διαδρομή κοιτά μαγαζιά που έχουν κλείσει και κουνά λυπημένα το κεφάλι του.

«Τι θα γίνει, με λες; Πού θα πάει αυτή η δουλειά; Ξεριζώθηκα μια φορά στα νιάτα μου, τώρα πού να πάω;»

Εγώ δεν ξέρω τι να πω, πλάθω ήδη εικόνες στο μυαλό μου με τον κύριο νέο να περπατά στην Πόλη και αργότερα στην προκυμαία του Φαλήρου. Αρχοντάνθρωπος, σκέφτομαι, λεβέντης. Δεν περιμένει να του απαντήσω, συνεχίζει να μου μιλά:

«Πριν από έναν χρόνο είχα τρία μαγαζιά. Ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Δουλεύαμε καλά κι εγώ και οι δυο μου γιοι. Με βαστούσαν καλά τα πόδια μου ακόμη. Ώσπου ήρθαν τα capital controls. Τρεις εβδομάδες αντέξαμε. Πώς να κάνεις χονδρεμπόριο με 400 ευρώ την εβδομάδα; Τριάντα πέντε χρόνια αλλιώς δουλεύαμε, τώρα με λέει ο έμπορας, “Στείλε μου τα λεφτά να σου στείλω το εμπόρευμα”, δεν με έχει εμπιστοσύνη, πώς να βγει δουλειά έτσι; Έξι υπαλλήλους έδιωξα, τους είχα χρόνια στη δούλεψή μου, φεύγανε και ήταν σαν να έχανα άνθρωπο, κακιά κουβέντα δεν είχαμε ανταλλάξει. Στον μήνα πάνω, παθαίνω εγκεφαλικό από τη στεναχώρια μου, έκανα καιρό να περπατήσω, τώρα τουλάχιστον στέκομαι στα δυο μου πόδια. Νοίκιαζα κι ένα μαγαζί σε Κινέζους. Καλά παιδιά, πάντα τα λεφτά στην ώρα τους. Κάποια μέρα με λέει ένας γείτονας πως η πόρτα του μαγαζιού είναι ανοιχτή και δεν έχει τίποτα μέσα. Πήγα, με είχαν αφήσει τα κλειδιά σε ένα τραπεζάκι και είχαν φύγει, με άφησαν και χρέη στη ΔΕΗ. “Θα πεθάνω”, τη λέω τη γυναίκα μου, πουλήσαμε και το αυτοκίνητο, δεν μπορώ έτσι κι αλλιώς να οδηγώ πια. Πάω στο μαγαζί και τι να βοηθήσω έτσι μισός, μόνο να στηρίζω ηθικά τα παιδιά, να δίνω καμιά συμβουλή. Πήγα στον λογιστή, με λέει, “Ίδιο φόρο με πέρυσι θα πληρώσεις”, “Πού να τα βρω να τον πληρώσω;” τον λέω, “εγώ πέρασα όλη τη χρονιά στα νοσοκομεία, τόσα έξοδα…” “Μη στεναχωριέσαι”, με λέει ο γιατρός, “είναι ό,τι χειρότερο στην κατάστασή σου”, πώς να μη στεναχωριέμαι, με λες;»

«Έχετε δίκιο, σας καταλαβαίνω», απαντώ. «Ζείτε χρόνια στο Φάληρο;»

«Από το ’75. Τα πούλησα όλα στην Πόλη, ριζώσαμε εδώ, στήσαμε σπιτικό, κάναμε οικογένεια, ανοίξαμε μαγαζιά. Με άρεσε εδώ το μέρος, περπατούσα στην παραλία και το ηλιοβασίλεμα πάνω από την Καστέλα με θύμιζε το ηλιοβασίλεμα στην Πόλη. Τώρα τι κάνουμε…» απαντά και κουνά σκεφτικός το κεφάλι του.

Στρίβω στο στενό του, σχεδόν παρκάρω για να του δώσω χρόνο να κατέβει χωρίς να τον αγχώσουν οι κόρνες των άλλων αυτοκινήτων.

«Να είσαι καλά, κοκόνα μου, να έχεις δουλειά και να μη στεναχωριέσαι», λέει με ένα μελαγχολικά γλυκό χαμόγελο.

«Αχ κι εσείς, προσπαθήστε να μη στεναχωριέστε, όλα θα γίνουν!» του απαντώ χαμογελώντας κι εγώ.

«Μπορεί. Αλλά εγώ δεν έχω χρόνο για να τα δω να γίνουν. Ας είναι».