Αποστολή στην Αργεντινή [1]
Η αίσθηση του να βιώνεις το όνειρό σου είναι, μερικές φορές, παράξενη, απόκοσμη. Έχεις την αλλόκοτη εντύπωση ότι όλα αυτά τα έχεις ξαναζήσει κάποτε· ξαφνικά νιώθεις σαν τον Τζέιμς Κόουλ (Μπρους Γουίλις) στους Δώδεκα Πιθήκους. Βρίσκεσαι σε ένα μέρος που το έχεις ήδη ονειρευτεί· η φαντασία, η μυθοπλασία, οι ταινίες και οι σειρές της τηλεόρασης, τα βιβλία και οι περιγραφές των φίλων μπλέκονται με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Αυτή η αίσθηση του γνώριμου, η συνεχής προμνησία, μου κράτησε συντροφιά καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μου στη Λατινική Αμερική στις αρχές του χρόνου. Αν και σε αυτό σίγουρα βοήθησαν και οι πολλές ομοιότητες με στοιχεία του αστικού τοπίου, της καθημερινότητας και της νοοτροπίας στην Ελλάδα – στη Μεσόγειο γενικότερα.
Όλα ξεκίνησαν πριν από περίπου 15 χρόνια, όταν τυχαία έπεσα σε μία διαφήμιση της Ρενό στην τηλεόραση: ένα αυτοκίνητο γλιστρά στους (φυσικά άδειους) δρόμους μιας πανέμορφης ηλιόλουστης πόλης. «Πανέμορφη», εννοείται, με τα δικά μου κριτήρια, δηλαδή μια πόλη αρκετά διαφορετική από το Λονδίνο. Κάπου ανάμεσα στον 30ό και στον 45ο παράλληλο. Μεγάλες λεωφόροι με μεγάλα πεζοδρόμια περιστοιχισμένα από ψηλά δέντρα· ελευθερία κίνησης ανθρώπων και αυτοκινήτων (ή αυτό που ο αρχιτέκτονας Γιάννης Καραχάλιος ονομάζει ικανότητα μιας πόλης να «αναγνωρίζει και να αποδέχεται την ταχύτητα»)· αρχιτεκτονική που συνδυάζει νεοκλασικισμό, Άρ Νουβό και Αρ Ντεκό, ισπανικές και γαλλικές επιρροές· μοντέρνες αστικές πολυκατοικίες με μπαλκόνια και επιβλητικά κρατικά κτίρια· μια πόλη πλήρως απενοχοποιημένη για τον ρόλο και την κλίμακά της ως πρωτεύουσα ενός κράτους· μια πόλη που συνδυάζει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, τη χαρά της ζωής και το εύκρατο κλίμα μεσογειακών και λατινικών χωρών, με ευρύχωρη αλλά βιωμένη ρυμοτομία που δεν είναι ούτε πολύ νέα, ούτε πολύ παλιά. Μια πόλη με χρώματα, μυρωδιές, ήχους, κι επιφάνειες που μπορείς να τις αγγίξεις. Μια πόλη που έχει τέσσερις εποχές.
Τότε αποφάσισα ότι κάποια στιγμή θα ζούσα έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα σ’ εκείνη την πόλη. Σε ένα διαμέρισμα με λευκούς τοίχους, μεγάλα παράθυρα κι ένα μπαλκόνι, σε μια πολυσύχναστη αλλά όμορφη γειτονιά του κέντρου. Κοντά σε έναν φούρνο κι άλλα μικρομάγαζα που δίνουν σε μία αστική γειτονιά την ταυτότητά της – και τα οποία έχουν λιγοστέψει σε πολλές μεγαλουπόλεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ, αρχικά λόγω εγκατάλειψης, φυγής της μεσαίας τάξης και απαξίωσης του κέντρου των πόλεων, και στη συνέχεια λόγω «εξευγενισμού», εξωφρενικών ενοικίων και αλλαγής του κοινωνικού ιστού.
Η πόλη αυτή ήταν το Μπουένος Άιρες, κι όταν στα μέσα του 2017 μου δόθηκε ερευνητική άδεια μερικών μηνών, ενώ ταυτόχρονα έψαχνα κατάλληλες τοποθεσίες για την ολοκλήρωση της ταινίας μου Essence (Η Ουσία στη Ζωή), σκέφτηκα ότι η ζωή είναι πολύ μικρή και ότι τα όνειρα υπάρχουν για να πραγματοποιούνται. Μια Κυριακή βράδυ στις αρχές Οκτωβρίου το πήρα απόφαση. Έκλεισα τις πτήσεις για τα μέσα Δεκεμβρίου, μπήκα στο AirBnB, βρήκα μια γκαρσονιέρα στο Παλέρμο (μια από τις πιο όμορφες γειτονιές της πόλης) και την έκλεισα μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου. Ο πρωταρχικός μου στόχος ήταν να μην πάθω κάτι και αναγκαστώ να ακυρώσω το ταξίδι. Για δύο μήνες κατέβαινα τις σκάλες υπερβολικά αργά, πρόσεχα να μη γλιστρήσω στην ντουζιέρα, να μη σκοντάψω στο πεζοδρόμιο, να αποφεύγω ιούς και μικρόβια (αν και σε αυτό το τελευταίο απέτυχα παταγωδώς, με αποτέλεσμα να ταξιδέψω και να παραμείνω για αρκετές εβδομάδες με κρύωμα που μετατράπηκε σε ιγμορίτιδα).
Όταν επιτέλους έφτασε η μέρα του ταξιδιού, τη Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου, στην Αργεντινή έγινε μεγάλη απεργία, διαδηλώσεις και ταραχές – οι σοβαρότερες από το 2001. Λίγο πριν ξεκινήσω για το αεροδρόμιο, έλαβα ένα μήνυμα στο κινητό. Η πτήση αναβλήθηκε για την επομένη. Η απεργία έγινε εξαιτίας των αλλαγών στις συντάξεις που προσπαθούσε να περάσει η κυβέρνηση Μάκρι. Αυτό το τόσο γνώρισμο σενάριο –απεργίες, ακυρωμένες πτήσεις, εκτεταμένες ζημιές πολλών εκατομμυρίων πέσος στην κεντρική Πλατεία του Μαΐου– ήταν μια πρόγευση, μια «προοικονομία», όσων θα παρατηρούσα και θα μάθαινα για τις παράλληλες ιστορίες της Αργεντινής και της Ελλάδας.
Ο δεύτερος στόχος μου ήταν να προετοιμαστώ όσο καλύτερα μπορούσα ώστε να εκμεταλλευτώ τον χρόνο μου εκεί. Τριάντα πέντε μέρες. Μπορείς να κάνεις και να δεις πάρα πολλά μέσα σε 35 μέρες, ακόμη κι αν ταυτόχρονα δουλεύεις οχτάωρο. Έκανα λίστες με βιβλία και ταινίες. Ξαναείδα το μαγευτικό Μάθημα Τανγκό της Σάλι Πότερ (1997) και το συναρπαστικό πολιτικό-δημοσιογραφικό θρίλερ Betibu (2014). Ζήτησα προτάσεις από φίλους. Αγόρασα οδηγούς και χάρτες.
Η καλύτερη προετοιμασία ήταν η ανάγνωση ενός πραγματικά συγκλονιστικού graphic novel επιστημονικής φαντασίας, του El Eternauta (στα ελληνικά: Ο κοσμοναύτης του απείρου, Jemma Press, 2009) – τόσο συγκλονιστικού ώστε να ανατριχιάζω ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, έναν ολόκληρο χρόνο μετά. Το βιβλίο αυτό, πέραν της μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας του, των πολυεπίπεδων συμβολισμών του για την πολιτική κουλτούρα της Αργεντινής, και της αναπαράστασης πολλών τοποσήμων του Μπουένος Άιρες, έχει και το ίδιο πολυτάραχη εκδοτική ιστορία. Μετά την πρώτη δημοσίευσή του το 1959, ο δημιουργός του, Έκτορ Έστερχλεντ, έκανε αλλαγές και προσθήκες εξαιτίας των εκτεταμένων ταραχών, πραξικοπημάτων και της πολιτικής βίας στην Αργεντινή. Ο ίδιος εξαφανίστηκε το 1977, με πιθανότερο σενάριο την απαγωγή και δολοφονία του από τις κρατικές υπηρεσίες. Οι κόρες του και οι σύζυγοί τους επίσης εξαφανίστηκαν. Ο εγγονός του γεννήθηκε στη φυλακή. Άλλοι κομίστες συνέχισαν την ιστορία του Eternauta, αλλά καμία εκδοχή που ακολούθησε δεν είχε τη βαρύτητα και την επιτυχία του πρωτότυπου. [Το βιβλίο μεταφράστηκε στα αγγλικά και δημοσιεύτηκε από την Fantagraphics το 2015. Η έκδοση εξαντλήθηκε και πλέον κυκλοφορούν μόνο ελάχιστα, συλλεκτικά (και πανάκριβα) αντίτυπα. Η Amazon κυκλοφόρησε ηλεκτρονική έκδοση για το Kindle, αλλά και αυτή τώρα φαίνεται να έχει εξαφανιστεί. Το βιβλίο θα επανεκδοθεί επιτέλους τον Ιανουάριο του 2019].
Όταν το ταξί από το αεροδρόμιο έφτασε στα περίχωρα του κέντρου, άρχισα να αναγνωρίζω τις λεωφόρους και τα τοπόσημα της πόλης, όπως το θρυλικό Στάδιο Μονουμεντάλ, έδρα της Ρίβερ Πλέιτ και της Εθνικής Αργεντινής, το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο στον Κοσμοναύτη. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα το ταξί με άφησε έξω από την πολυκατοικία στο Παλέρμο. Η ιδιοκτήτρια είχε αφήσει τα κλειδιά στον θυρωρό μιας άλλης πολυκατοικίας μερικά τετράγωνα μακριά. Το μήνυμά της το είχα πάρει βγαίνοντας από το αεροπλάνο, λίγο πριν εξαντληθεί η μπαταρία του κινητού μου. Μετά από 14ωρη πτήση, με δύο μεγάλες βαλίτσες και δύο τσάντες πλάτης, στη μέση της νύχτας και της πόλης, χωρίς να μιλάω ισπανικά, χωρίς μπαταρία στο κινητό, στην άλλη άκρη του κόσμου, σε μια ήπειρο στην οποία δεν είχα ξαναπατήσει, ένιωθα μία περίεργη ηρεμία. Η γειτονιά μού ήταν γνώριμη.
Ένιωθα σαν να είμαι στην Αθήνα.
Αυτό που είναι συγκλονιστικό στα ταξίδια δεν είναι οι διαφορές και το εξωτικό, αλλά οι ομοιότητες· το να ανακαλύπτεις συνεχώς κοινά στοιχεία – στο αστικό τοπίο, στους ανθρώπους, στην κουλτούρα· το να διαπιστώνεις το πόσο κοινή είναι η φύση και η μοίρα των ανθρώπων ανεξαρτήτως συνόρων ή επιφανειακών διαφορών· το να αποκτάς μία σχέση με τον ξένο τόπο ώστε –ασχέτως τού πόσο χρόνο πέρασες εκεί– να μη σου είναι πια ξένος, αλλά οικείος. Όταν πλέον μιλάω για το Μπουένος Άιρες, αναφέρομαι σε αυτό όχι σαν έναν ακόμη τουριστικό προορισμό αλλά σαν έναν ακόμη «τόπο» μου. Όταν σημειώνω τα καλά του, δεν το κάνω με ζήλια αλλά με περηφάνεια. Κι όταν σημειώνω τα στραβά του, δεν το κάνω με την υπεροψία του ξένου αλλά με την έγνοια του πολίτη.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ. Η σειρά συνοδεύεται από ψηφιακή έκθεση 100 φωτογραφιών: Το Αστικό Τοπίο του Μπουένος Άιρες ].