Αποστολή στην Αργεντινή [2]
[Μέρος 1ο]
Τετάρτη, 20 Δεκεμβρίου 2017. Ημέρα δεύτερη. Το πρώτο πρωινό. Ανοίγω τις κουρτίνες και μπαίνει μέσα στο δωμάτιο άπλετο το φως του ήλιου. Του καλοκαιρινού ήλιου, αφού είμαστε στη μέση του κατακαλόκαιρου. 28 βαθμοί Κελσίου. Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς την αίσθηση του να μεταφέρεσαι, μέσα σε μία μέρα, από τα βάθη του αγγλικού χειμώνα στα ύψη του αργεντίνικου καλοκαιριού. Σοκ στο σύστημα. Το σώμα και το μυαλό δεν ξέρουν ακριβώς πώς να αντιδράσουν. Τις πρώτες ώρες δεν νιώθω απολύτως τίποτα. Ούτε κρύο, ούτε ζέστη, ούτε μυρωδιές, ούτε συναίσθηση της εποχής· ούτε καν την εντελώς αυθόρμητη ευτυχία και χαλάρωση που νιώθω όταν με χτυπάνε οι ακτίνες του ήλιου. Προς το τέλος της πρώτης μέρας, το σώμα νομίζει ότι όλο αυτό είναι απλώς «freak weather» — μία προσωρινή αναλαμπή στα βάθη του χειμώνα που θα περάσει.
Τη δεύτερη μέρα αρχίζω να νιώθω το άγγιγμα του ήλιου· αρχίζω να «μυρίζω» το καλοκαίρι· τα λουλούδια της διπλανής· το ψητό στη σχάρα του γείτονα· το χλώριο της μικροσκοπικής πισίνας στην ταράτσα. Αρχίζω να βγάζω τον χειμώνα από πάνω μου και από μέσα μου. Το μυαλό μου αρχίζει να προσαρμόζεται και ξαφνικά θέλει να κάνει… ανοιξιάτικα και καλοκαιρινά πράγματα. Να ακούσει τη μουσική που θα άκουγε την άνοιξη (τα έργα για πιάνο του Μπαχ συγκεκριμένα· το σόλο πιάνο μιας φούγκας αρκεί για να συνοδεύσει ένα ανοιξιάτικο ή καλοκαιρινό δειλινό) — που είναι εντελώς διαφορετική από αυτή του χειμώνα (όπερες και ορχηστρικά του Χαίντελ· με τα σκοτάδια και τα κρύα του χειμώνα χρειάζεσαι πλούσιες και βαριές μελωδίες με πολλές φιοριτούρες για να δώσεις χρώμα στην καθημερινότητά σου και να μη σαλτάρεις εντελώς). Όπως έχει πει και ο Αλέν ντε Μποτόν, ο ρόλος της τέχνης είναι να μας παρέχει αυτά που μας λείπουν. Το μυαλό θέλει να διαβάσει τα βιβλία που θα διάβαζε την άνοιξη ή το καλοκαίρι — ιστορικά μυθιστορήματα για τη Ρώμη του 17ου αιώνα και ανάλαφρα αναγνώσματα για μαφίες της Κορσικής· που είναι εντελώς διαφορετικά από τα κατασκοπευτικά θρίλερ της λονδρέζικης ομίχλης, τις αστικές φιλοσοφίες της Νέας Υόρκης και τις πολιτικές αναλύσεις του χειμώνα. Το μυαλό θέλει να ονειρευτεί τα όνειρα του καλοκαιριού, που είναι διαφορετικά από αυτά του χειμώνα.
Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι χειμώνας δεν είναι μόνο η εμπειρία του ίδιου τού κλίματος της κάθε μέρας, αλλά και όλη η πορεία προς αυτό το κλίμα — μετεωρολογικά, ψυχολογικά, πολιτισμικά. Το φθινόπωρο, τα πρωτοβρόχια, το «συμμάζεμα» στο σπίτι με καλοριφέρ, πουλόβερ, ζεστούς καφέδες, οικογένεια, φίλους, σειρές στην τηλεόραση, κάστανα, μελομακάρονα, κουραμπιέδες, mince pies. Η προσμονή των Χριστουγέννων. Χριστούγεννα. Σε τέσσερις μέρες έχουμε Χριστούγεννα. Έξω σκάει ο τζίτζικας, ο κόσμος κυκλοφορεί με κοντομάνικα και σαγιονάρες και σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε τον ερχομό του Θεανθρώπου. Φάτνη, Μάγοι, χριστουγεννιάτικα δέντρα, χιονάνθρωποι, Άγιος Βασίλης, τάρανδοι και τα τοιαύτα. Αναρωτιέμαι πώς καταφέρνουν να συγκεράσουν αυτά τα δύο διαμετρικά αντίθετα πράγματα οι (κατα κανόνα θρήσκοι) Αργεντίνοι: τον μύθο των Χριστουγέννων και την πραγματικότητα του καλοκαιριού όπως τη βιώνουν οι ίδιοι. Η τελευταία φορά που χιόνισε στο Μπουένος Άιρες ήταν το 2007 (και φυσικά ήταν στα μέσα του Ιουλίου). Η προτελευταία, το 1918.
Η (βορειο)δυτική κουλτούρα έχει, σε βάθος αιώνων, κατασκευάσει και εξαγάγει ένα αισθητικό, συμβολικό, μεταφυσικό, πολιτισμικό και καταναλωτικό πλαίσιο γύρω από τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, βασισμένο στον χειμωνιάτικο καιρό. Και, αντιστρόφως, ο ρόλος όλων αυτών των εορτών —Χαλογουίν, Ευχαριστίες, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Θεοφάνια, Απόκριες— είναι να σπάσουν τον μακρύ χειμώνα σε μικρότερα διαστήματα· να τον κάνουν πιο υποφερτό.
Όπως κάθομαι έξω, στο μπαλκόνι —χαρά Θεού— ζώντας για πρώτη φορά παραμονές Χριστουγέννων στο Νότιο Ημισφαίριο, είναι σαν να βγαίνω από το Μάτριξ· συνειδητοποιώ ότι ένα πάρα πολύ μεγάλο κομμάτι όλων αυτών των εθίμων, των συμβόλων και της καθημερινότητας έχει να κάνει με τη διαχείριση του χειμώνα. Όταν δεν ζεις μέσα στον χειμώνα, όλα αυτά τα πράγματα απλώς δεν σε αφορούν. Μπορείς και χωρίς αυτά.
Στην Αργεντινή τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά συμπίπτουν με την αρχή των καλοκαιρινών διακοπών. Η πόλη αρχίζει να αδειάζει. Οι τεράστιες λεωφόροι με τις δέκα λωρίδες, όπως η Avenida del Libertador δίπλα στο σπίτι, είναι άδειες. Κυκλοφορώ σε μία πόλη που είναι προφανές ότι σχεδιάστηκε για εκατομμύρια κατοίκους και αυτοκίνητα και στους δρόμους επικρατεί μετα-Αποκαλυπτική ηρεμία. Οι πιο ευκατάστατοι πετάγονται στα θέρετρα της γειτονικής Ουρουγουάης και κυρίως στην Πούντα ντελ Έστε, το λεγόμενο «Μονακό του Νότου» (ο «εθνικός» συνθέτης της Αργεντινής, Άστορ Πιατσόλα, έγραψε και τη σχετική «Σουίτα Πούντα ντελ Έστε»· ο Τέρι Γκίλιαμ, σε μία επική πράξη πολιτισμικής «απαλλοτρίωσης», συνέδεσε για πάντα το κομμάτι αυτό με μια κινηματογραφική δυστοπία).
Κάποιοι άλλοι porteños («λιμανίσιοι» — αυτό είναι το χαϊδευτικό των κατοίκων του Μπουένος Άιρες) πετάγονται μέχρι την παραλιακή πόλη-θέρετρο Μαρ ντελ Πλάτα. Το «πετάγονται» βέβαια είναι σχετικό. Οι Αθηναίοι πετάγονται στον Κάλαμο, τη Ραφήνα, το Πόρτο Ράφτη και το Λαγονήσι για μπάνιο· απόσταση μισής, άντε μίας ώρας. Οι Σαλονικιοί πάνε λίγο παραπέρα, μέχρι τη Χαλκιδική. Οι κάτοικοι του Μπουένος Άιρες —όπως έκανε ο φίλος μου ο Ραμίρο μια Τετάρτη με τις κόρες του— πετάγονται στη Μαρ ντελ Πλάτα, που ανήκει στην Επαρχία Μπουένος Άιρες, σε απόσταση 410 χιλιομέτρων από την πόλη του Μπουένος Άιρες. Μόλις πέντε ώρες με το αυτοκίνητο (αν δεν έχει υπερβολική κίνηση).
Ηθικό δίδαγμα: η Αργεντινή είναι μία πολύ μεγάλη χώρα.
Οι περισσότεροι Αργεντίνοι, όσοι τέλος πάντων αποφασίζουν και μπορούν να φύγουν από την πόλη, πάνε στα εξοχικά τους στην επαρχία. Τα Χριστούγεννα —όπως και οι Κυριακές— είναι μια ιερή μέρα με την οικογένεια και συνήθως περιλαμβάνει το asado, ένα μπάρμπεκιου-τελετουργικό με κατανάλωση άφθονου κρέατος όλων των ειδών. Το κρέας είναι πολύ σημαντικό στην αργεντίνικη κουζίνα και κουλτούρα. Στο μεγάλο σουπερμάρκετ της γειτονιάς, το κρέας (ειδικά το μοσχάρι) καταλαμβάνει ούτε έναν, ούτε δύο, αλλά τέσσερις διαδρόμους. Μπριζόλες, παϊδάκια, κεφτεδάκια, κιμάς, σπάλες, φιλέτα, νουά… Η πάμπα —οι ατέλειωτες πεδιάδες της κεντρικής Αργεντινής, η καρδιά της γεωργικής παραγωγής— αποτελεί το κατεξοχήν σκηνικό της εγχώριας λογοτεχνίας, όπως στα βιβλία του Ρικάρντο Πίλια (Νυχτερινός στόχος, Εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Κώστας Αθανασίου) και του Ερνάν Ρονσίνο (Το τελευταίο τραίνο από το Μπουένος Άιρες, Εκδόσεις Opera, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης), αλλά και πολλών εμβληματικών κειμένων του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Άπαντα τα Πεζά, Εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση και πάλι Αχιλλέας Κυριακίδης): η μορφή του θρυλικού γκάουτσο (το αντίστοιχο του καουμπόι), που πρωταγωνιστεί και σε κάποια χαρακτηριστικά διηγήματα του τελευταίου, εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να μονοπωλεί το φαντασιακό μικρών και μεγάλων. Η παραγωγή και κατανάλωση καλού κρέατος στην Αργεντινή είναι ζήτημα τιμής· και το αφήγημα του γενναίου και γενναιόδωρου γκάουτσο τροφοδοτεί την εθνική υπερηφάνεια.
Κυριακή, 24 Δεκεμβρίου. Παραμονή Χριστουγέννων. Βράδυ. Η πόλη δεν έχει ιδιαίτερους στολισμούς, αλλά κάποιοι έχουν ανάψει τα φώτα των μπαλκονιών. Τα μεσάνυχτα αρχίζουν τα πυροτεχνήματα, ενώ κατά τη διάρκεια της βραδιάς ακούγονται μικρά καμπανάκια. Μένοντας σε μια γκαρσονιέρα με μπαλκόνι στον 4ο όροφο, έχω στρατηγική επίβλεψη όλης της γειτονιάς. Αρχίζω να νιώθω σαν τον Τζεφ Τζέφρις (Τζέιμς Στιούαρτ) στον Σιωπηλό Μάρτυρα του Χίτσκοκ. Άλλωστε, το να βλέπω τα εσωτερικά των σπιτιών από τον δρόμο —στιγμιαίες δόσεις από τη ζωή των άλλων— είναι μία από τις ένοχες απολαύσεις μου.
Στο απέναντι διαμέρισμα του 3ου ορόφου βλέπω μια σκηνή που έχω να τη δω από την Αθήνα της προολυμπιακής εποχής. Οι απέναντι κάνουν ρεβεγιόν. Με ανοιχτές κουρτίνες. Κανονικό ρεβεγιόν· ήσυχο, πολιτισμένο, οικογενειακό, αστικό. Με συγγενείς και φίλους, φαγητά στο στρογγυλό τραπέζι, τους έφηβους και τους νέους ντυμένους στην τρίχα, δώρα, φώτα. Μου αρέσει πολύ αυτή η σκηνή. Μου έχει λείψει. Στη Βρετανία τα ρεβεγιόν συνήθως εξαντλούνται στη θορυβώδη κατανάλωση αλκοόλ και μουσικής με βίαια επεισόδια ανάμεσα σε μεθυσμένους περαστικούς και συνωστισμό στα Επείγοντα των νοσοκομείων. Οι διαγενεακές συγκεντρώσεις συνήθως περιορίζονται στην επαρχία· η ακραία πολυπολιτισμικότητα, η προσωρινότητα κατοικίας και η ταξική διαστρωμάτωση του Λονδίνου ευνοούν άλλες μορφές κοινωνικών συγκεντρώσεων. Η δε Ελλάδα έχει αλλάξει. Πολλοί έφυγαν, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο. Και όσοι έμειναν δεν έχουν ούτε την ενέργεια, ούτε τα μέσα, ούτε τη διάθεση για τέτοιου είδους γιορτές.
Κάπως έτσι, βρισκόμενος απέξω και κοιτώντας μέσα από το παράθυρο, παρατηρώ τα Χριστούγεννα του 2017 στο Μπουένος Άιρες και είναι σαν να βλέπω μία οικεία εικόνα από το απώτερο παρελθόν.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ. Η σειρά συνοδεύεται από ψηφιακή έκθεση 100 φωτογραφιών: Το Αστικό Τοπίο του Μπουένος Άιρες ].