Αποστολή στην Αργεντινή [5]
Παρά την έκταση των φαινομένων που βίωσε τα τελευταία χρόνια η Αργεντινή –και τη σημασία τους όχι μόνο για τη Λατινική Αμερική αλλά και για την Ευρώπη–, η δημοσιογραφική (μη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία) για τη σύγχρονη πολιτική και οικονομία στην Αργεντινή είναι εξαιρετικά φτωχή. Εκτός από άρθρα στον Τύπο και δύο αγγλόφωνα βιβλία (διαθέσιμα για το Kindle μέσω του Amazon) που αφορούν συγκεκριμένες πτυχές της διακυβέρνησης Κίρχνερ, στο σημερινό και στα επόμενα «επεισόδια» αυτού του οδοιπορικού βασίζομαι τόσο σε συνομιλίες με δεκάδες φοιτητές και συναδέλφους στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Αργεντινής που είχα κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη χώρα, όσο και στα βασικά σημεία μίας αποκλειστικής συνέντευξης που μου παραχώρησε ο αρχισυντάκτης της La Nacion (και συνάδελφος καθηγητής δημοσιογραφίας στην Ακαδημία του Σάλτσμπουργκ) Χόρχε Λιότι για τις ανάγκες αυτού του «οδοιπορικού». Η La Nacion είναι η μεγαλύτερη εφημερίδα του συντηρητικού (κεντροδεξιού) χώρου και βασικός «ανταγωνιστής» της κεντρώας Clarin. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 2 Αυγούστου στο Σάλτσμπουργκ – εντελώς συμπτωματικά ακριβώς την ημέρα που η εφημερίδα του Λιότι και ο ίδιος προσωπικά, μετά από πολύμηνη έρευνα και συνεργασία με τις δικαστικές Αρχές, έφεραν στο φως ένα τεράστιο σκάνδαλο διαφθοράς της κυβέρνησης της Κριστίνα Κίρχνερ. Οι παρατηρήσεις του Χόρχε Λιότι –όπως και η γενικότερη πορεία της οικονομίας της Αργεντινής, η πολιτική κουλτούρα, οι θεσμοί της και οι σχέσεις πολιτικών-ΜΜΕ– παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα, ειδικά στην παρούσα συγκυρία.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Αργεντινή αρχίζει να βιώνει μια μεγάλη οικονομική κρίση, συγκρίσιμη με την παρούσα ελληνική. Το χρέος και το έλλειμμα εκτοξεύονται. Η κυβέρνηση μπαίνει σε πρόγραμμα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με δάνεια και μέτρα λιτότητας. Η οικονομία συρρικνώνεται κατά 28%. Το πέσο κατρακυλάει. Η Αργεντινή χρεοκοπεί. Οι τράπεζες επιβάλλουν περιορισμούς στις αναλήψεις και στην κίνηση κεφαλαίων. Η κρίση κορυφώνεται τον Δεκέμβριο του 2001. Στις 19 και 20 του μηνός ξεσπούν βίαιες διαδηλώσεις στο κέντρο του Μπουένος Άιρες με αποτέλεσμα τον θάνατο 39 ατόμων. Οι πρόεδροι της χώρας παραιτούνται ο ένας μετά τον άλλο. Η δημοκρατία κρέμεται από μία κλωστή. Σε μία από τις πιο ανεπτυγμένες και φιλελεύθερες χώρες του κόσμου, σε μία χώρα με τεράστια έκταση και εν δυνάμει σημαντικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, τα επτά στα δέκα παιδιά ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας εν έτει 2002.
Κι όμως. Η Αργεντινή τα καταφέρνει και ανακάμπτει· όχι χωρίς σκαμπανεβάσματα και πισωγυρίσματα – αλλά ανακάμπτει. Η ανάπτυξη επιστρέφει το 2003, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των προσεκτικών χειρισμών του Ρομπέρτο Λαβάνια, που αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών τον Απρίλιο του 2002, όταν η Αργεντινή βρίσκεται πλέον στο ναδίρ. Παρά την εκλογή του Νέστορ Κίρχνερ ως προέδρου της χώρας και την αλλαγή κυβέρνησης το 2003, ο Λαβάνια παραμένει στη θέση του και, όταν ο Κίρχνερ τον αντικαθιστά το 2005, έχει ήδη πετύχει την πρώτη –εξαιρετικά ευνοϊκή– αναδιάθρωση του χρέους· παραδίδει στον διάδοχό του μια οικονομία με ΑΕΠ που το 2005 ξεπερνάει το ΑΕΠ προ της κρίσης.
Η άνοδος του Νέστορ Κίρχνερ και της συζύγου του Κριστίνα (που τον διαδέχεται αργότερα) στην εξουσία το 2003 αποτελεί άλλο ένα ορόσημο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Αργεντινής. Αφού εξαντλεί την πρώτη τετραετία, και εκπλήσσοντας τους πάντες, ο Κίρχνερ αποφασίζει να μη διεκδικήσει την επανεκλογή του, και να προωθήσει στη θέση του την Κριστίνα, η οποία προωθείται ως η «νέα Εβίτα» και κερδίζει τις εκλογές του 2007. Ο Νέστορ πεθαίνει από αιφνίδια (πολλοί ισχυρίζονται αδικαιολόγητη) καρδιακή προσβολή το 2010 και η Κριστίνα –σε βαθύ πένθος– κερδίζει και τις εκλογές του 2011.
Η ιστορία του προεδρικού ζεύγους αποτελεί σάγκα που συναγωνίζεται τη μυθολογία των Περόν. Ο Κιρχνερισμός κυριάρχησε για 12 χρόνια· δίχασε και διχάστηκε· συνδέθηκε με ριζοσπαστικές αποφάσεις, λαϊκισμό, κοινωνικές τομές όπως η νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, αλλά και με μεγάλα σκάνδαλα και σκοτεινές υποθέσεις του δικαστικού ρεπορτάζ· και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να αποτελεί πυλώνα του πολιτικού συστήματος. Σύμφωνα με τον Λιότι, «ο Κιρχνερισμός ουσιαστικά αναζωπύρωσε τις διαιρετικές τομές του Περονισμού». Οι δεκαετίες του 1940 και 1950 χαρακτηρίστηκαν από την πάλη δύο τάξεων και, αντιστοίχως, παρατάξεων: η επιτυχία των συνδικάτων συνδέθηκε με την κοινωνική άνοδο μιας νέας τάξης εργαζομένων και μικροαστών· από την άλλη, η συντηρητική πτέρυγα που υποστηριζόταν κυρίως από τους αριστοκράτες και τον αγροτικό κόσμο κυριάρχησε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και συσπειρώθηκε εναντίον του Περόν.
Οι Κίρχνερ επανέφεραν το περονικό κόμμα στις αριστερές ρίζες του. Και ενώ ο Νέστορ ακολούθησε μία παραδοσιακή λαϊκή πολιτική –με αναφορές στις δεκαετίες του ’40 και του ’50–, η Κριστίνα προσχώρησε σε μία ακόμη πιο ριζοσπαστική, λαϊκιστική πορεία, «δικαιώνοντας τα ιδανικά του κινήματος της δεκαετίας του 1970· ακόμη και των ανταρτών πόλεως». Η πόλωση βρίσκεται παντού: οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων υιοθετήθηκαν από τον Κιρχνερισμό και μετατράπηκαν σε πολιτική δύναμη· τα συνδικάτα, τα σχολεία, τα πανεπιστήμια διχάστηκαν ανάμεσα σε κιρχνεριστές και αντικιρχνεριστές (ο Χόρχε σημειώνει ότι ακόμη και στο δικό του πανεπιστήμιο, το οποίο είναι ιδιωτικό και με φοιτητικό σώμα ενδεχομένως πιο φιλικό προς τη φιλελεύθερη κεντροδεξιά παράταξη, οποιαδήποτε αναφορά των καθηγητών σε πολιτικά θέματα κάνει τα πνεύματα να ανάψουν).
Ένα από τα μεγαλύτερα πεδία πόλωσης ήταν τα ΜΜΕ. Η Κριστίνα βάσισε την πολιτική της επικυριαρχία στον έλεγχο των ΜΜΕ με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, όπως η έμμεση πίεση σε δημοσιογράφους, η στήριξη συγκεκριμένων εκδοτών μέσω της κρατικής διαφήμισης (που αποτελεί οξυγόνο για τον Τύπο) και η προσπάθεια παρέμβασης στο ιδιοκτησιακό καθεστώς συγκροτημάτων που ασκούσαν κριτική. Η Κίρχνερ εξαπόλυσε επίθεση στον όμιλο της (κεντρώας και δημοφιλούς) Clarin τον οποίο και προσπάθησε να «σπάσει». Σύμφωνα με τον Λιότι, η κοινωνία διχάστηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάθε ουδέτερη ή θετική αναφορά στα πεπραγμένα της κυβέρνησης από την κατά τα άλλα συντηρητική La Nacion να αντιμετωπίζεται με οργή από τους αναγνώστες.
Μέσα σε αυτό το φορτισμένο κλίμα, η κυβέρνηση της Αργεντινής εμπλέκεται σε έναν πολυετή και διεθνή, δικαστικό, διπλωματικό και οικονομικό αγώνα για την αναδιάρθρωση του χρέους και την αποπληρωμή των πιστωτών που κρατούν στα χέρια τους τα κρατικά ομόλογα. Ενώ οι περισσότεροι πιστωτές δέχονται το «κούρεμα» των ομολόγων, ο Πολ Σίνγκερ –δισεκατομμυριούχος επενδυτής, διαχειριστής αμοιβαίων κεφαλαίων υψηλού κινδύνου (hedge funds) και ιδρυτής της Elliot Management Corporation– αντιστέκεται και απαιτεί την αποπληρωμή ολόκληρης της ονομαστικής αξίας των ομολόγων που έχει στα χέρια του: ομόλογα αξίας 630 εκατομμυρίων δολαρίων τα οποία είχε συγκεντρώσει στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και ενώ η Αργεντινή βυθιζόταν στην κρίση χρέους. Αυτή ήταν άλλωστε η επενδυτική στρατηγική του Σίνγκερ και της EMC, η οποία έγινε γνωστή ως το κατεξοχήν «αμοιβαίο κεφάλαιο - όρνιο» (vulture fund), αφού πίεζε για την αποπληρωμή των χρεών από κράτη στα όρια της κατάρρευσης (όπως η Δημοκρατία του Κονγκό), ανεξαρτήτως των κοινωνικών συνεπειών. Μια καλή, σύντομη και προσβάσιμη εισαγωγή (στα αγγλικά) για το παρασκήνιο της διαμάχης της κυβέρνησης Κίρχνερ με τον Σίνγκερ και τους δανειστές είναι το βιβλίο του Χόιτ Χίλσμαν (γιου του συμβούλου των Κένεντι και Τζόνσον Ρότζερ Χίλσμαν), The Vulture and the Queen («Το Όρνιο και η Βασίλισσα»).
Η Κριστίνα αρνείται να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του Σίνγκερ (αυτό άλλωστε θα είχε τρομακτικές συνέπειες για την Αργεντινή, αφού, μεταξύ άλλων, θα έθετε μείζον θέμα για τους υπόλοιπους δανειστές) και προχωρά σε μετωπική σύγκρουση με τα hedge funds. Τα επενδυτικά ταμεία καταθέτουν ασφαλιστικά μέτρα εναντίον της κυβέρνησης της Αργεντινής και απαιτούν τη δέσμευση κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων της χώρας στο εξωτερικό – όπως το προεδρικό αεροπλάνο. Η EMC προσφεύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βρετανίας, το οποίο δικαιώνει τον Σίνγκερ. Όπως άλλωστε σημειώνει και ο Χίλσμαν, και οι δύο πλευρές έχουν το δίκιο τους: ο Σίνγκερ υποστηρίζει ότι η Αργεντινή είναι νομικά και ηθικά υποχρεωμένη να αποπληρώσει τα χρέη της· θα ήταν άδικο να εξοφλήσει μόνο τους δανειστές που έδωσαν τη συγκατάθεσή τους στο κούρεμα και όχι τους υπόλοιπους. Η άλλη πλευρά τονίζει ότι δεν γίνεται μία χρεοκοπία να οδηγεί στην καταστροφή μιας κοινωνίας και ότι –όπως ισχύει για τα άτομα και τις επιχειρήσεις– θα έπρεπε να υπάρχει ένας μηχανισμός ώστε τα κράτη να μπορούν να αναδιαρθρώνουν τα χρέη τους με έναν ομαλό τρόπο.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία αυτή παίζουν δύο υπουργοί Οικονομικών της Αργεντινής. Ο πρώτος είναι ο Ερνάν Λορεντσίνο, που τον Απρίλιο του 2013 γίνεται διεθνώς γνωστός αφού σηκώνεται και φεύγει στη μέση της συνέντευξής του με την Ελένη Βαρβιτσιώτη για την εκπομπή του ΣΚΑΪ Νέοι Φάκελοι επειδή δεν του αρέσουν οι ερωτήσεις για τον πληθωρισμό. Τον Λορεντσίνο διαδέχεται ένας νεαρός, εγωπαθής, εκκεντρικός υπουργός με ακαδημαϊκές περγαμηνές, μαρξιστική ιδεολογία, εμφάνιση ροκ σταρ και συμπεριφορά νάρκισσου, που συγκρούεται με τη διεθνή κοινότητα και απειλεί να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Όχι, ο Γιάνης Βαρουφάκης δεν συνεργάστηκε με την Κριστίνα Κίρχνερ. Πρόκειται για τον Άξελ Κισίλοφ, που σε αντίθεση με τον Έλληνα ομόλογο του έχει πάθος για τους αριθμούς και τη λεπτομέρεια.
Ο πόλεμος με τα επενδυτικά κεφάλαια συνεχίζεται επί μακρόν σε διεθνή και ομοσπονδιακά δικαστήρια σε Ευρώπη και Αμερική και καταλήγει σε συμβιβασμό των δύο πλευρών και τελική αποπληρωμή των χρεών της Αργεντινής από την κυβέρνηση Μάκρι μόλις το 2017. Εντωμεταξύ η Κριστίνα Κίρχνερ –που έχει χάσει τις εκλογές του 2015– αρχίζει να διώκεται για σωρεία σκανδάλων τα οποία έχουν από όλα: θησαυρούς θαμμένους στην Παταγονία· κούτες με μετρητά να πηγαινοέρχονται και σοφέρ που κρατάνε ημερολόγια με τις διαδρομές της μίζας· και έναν εισαγγελέα που καταλήγει νεκρός την ημέρα που επρόκειτο να καταθέσει εναντίον της πρώην προέδρου.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ. Η σειρά συνοδεύεται από ψηφιακή έκθεση 100 φωτογραφιών: Το Αστικό Τοπίο του Μπουένος Άιρες ].