Αποστολή στην Αργεντινή [7]

L
Ρωμανός Γεροδήμος

Αποστολή στην Αργεντινή [7]

[Μέρος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο & 6ο]

Η εκλογή του μετριοπαθούς, μεταρρυθμιστή και φιλελεύθερου Μαουρίσιο Μάκρι τον Δεκέμβριο του 2015 –μετά από 12 χρόνια Κιρχνερισμού– λειτουργεί σαν πνοή φρέσκου αέρα στην κοινωνία και την οικονομία της Αργεντινής. Ο Μάκρι καταφέρνει σε σύντομο χρονικό διάστημα να κλείσει μεγάλες εκκρεμότητες, όπως η αποπληρωμή των δανειστών και η άρση των περιορισμών στην αγορά συναλλάγματος, και να ακολουθήσει μία εξωστρεφή πολιτική στο εμπόριο και τις διεθνείς σχέσεις. Ωστόσο η Αργεντινή μαστίζεται από χρόνιες δομικές παθογένειες (πολύ παρόμοιες με αυτές της Ελλάδας – με μία κρίσιμη διαφορά) που ουσιαστικά περιορίζουν τη δυνατότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να επαναφέρει τη χώρα σε μία τροχιά μακροπρόθεσμης ευημερίας.

Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου στη χώρα, πήρα μία μικρή γεύση αυτών των προβλημάτων. Ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η Αργεντινή μού έδωσε την εντύπωση μιας χώρας που έχει χάσει επανειλημμένες ευκαιρίες. Μία πανέμορφη χώρα που, ειδικά σε μία εποχή παγκοσμιοποίησης και δραματικής μείωσης των αποστάσεων, θα μπορούσε να έχει τα πάντα· που θα μπορούσε να είναι το βιομηχανικό, πολιτισμικό και τουριστικό κέντρο μιας ηπείρου, ένας παγκόσμιος προορισμός και ένα χωνευτήρι πολιτισμών· αλλά που δυστυχώς αρνείται να «στρωθεί» στη δουλειά, να προχωρήσει με μακρόπνοο στρατηγικό σχεδιασμό και στοιχειώδη ομόνοια· με την πολιτική να αποτελεί ένα σκληρό «άθλημα» για λίγους· τη δημόσια διοίκηση να παραμένει γραφειοκρατική, τυπολατρική και διεφθαρμένη, και την εφαρμογή νόμων και κανονισμών να βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη διακριτική ευχέρεια, τη διάθεση της στιγμής και την άσκηση αυθαίρετης μικρο-εξουσίας του εκάστοτε αρμόδιου. (Ένα ασήμαντο παράδειγμα: αλλεπάλληλες προσπάθειες να γυρίσουμε μια σύντομη σκηνή του Essence στο Νεκροταφείο της Ρεκολέτα –μία τεράστια πολυτελή νεκρόπολη στην οποία βρίσκονται οι τάφοι της ελίτ της χώρας, ένα πραγματικά ιδιαίτερο μέρος– έπεσαν στο κενό, κάθε φορά με εντελώς διαφορετικές και ασυνάρτητες δικαιολογίες, ενώ η διαδικασία απόκτησης άδειας θυμίζει Ελλάδα της δεκαετίας του 1980).

Η κοινωνία φαίνεται να έχει συμβιβαστεί με το αφήγημα των συνεχών κρίσεων, ενώ η εικόνα που πολλοί έχουν για τη χώρα τους (π.χ., στο θέμα-τοτέμ της αργεντίνικης κουζίνας και της ποιότητας του φαγητού) δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα η οικονομία να έχει πρόβλημα ανταγωνιστικότητας. Η γνώση αγγλικών αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα σε μία αγορά εργασίας στην οποία οι περισσότεροι μιλούν μόνο ισπανικά και ίσως πορτογαλικά (λόγω της γειτνίασης με τη Βραζιλία). Η Αργεντινή φαίνεται παραιτημένη στον ρόλο ενός περιφερειακού παίκτη που βρίσκεται στο παγκόσμιο περιθώριο.

Ο Χόρχε Λιότι συμφωνεί και μας παρέχει μία ανασκόπηση της πορείας της Αργεντινής που έχει ενδιαφέρουσες ομοιότητες με αυτήν της Ελλάδας:

«Η Αργεντινή ήταν μια πολλά υποσχόμενη χώρα στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού. Γι’ αυτό άλλωστε δεχτήκαμε τεράστια κύματα μετανάστευσης από πολλές διαφορετικές χώρες, όχι μόνο της Ευρώπης αλλά και της Μέσης Ανατολής· έχουμε μεγάλες κοινότητες Εβραίων και Αράβων, ακόμη και μια μικρή κοινότητα Σιχ. Εκείνη την εποχή η οικονομία βασιζόταν στη γεωργία και ήμασταν μία πολύ ισχυρή χώρα με σημαντικές εξαγωγές. Αυτό το μοντέλο δούλεψε με μεγάλη επιτυχία τότε, αλλά στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα δεν προλάβαμε ποτέ να “προφτάσουμε” τη διαδικασία της εκβιομηχάνισης. Ποτέ δεν τα καταφέραμε σε αυτό. Πολλοί κατηγορούν τον Περονισμό, επειδή έδωσε στους εργάτες πολλά δικαιώματα, και επομένως ήταν δύσκολο να έχουμε ανταγωνιστική παραγωγή. Τα τελευταία 50 χρόνια –από τη δεκαετία του 1970 και μετά– είμαστε σε έναν συνεχή κύκλο ανάπτυξης για δυο-τρία χρόνια και κρίσης για εφτά-οχτώ χρόνια, κ.ο.κ. Δοκιμάσαμε δύο διαφορετικά οικονομικά μοντέλα: το μοντέλο κρατικού παρεμβατισμού περασμένων δεκαετιών και το ανοιχτό μοντέλο των ιδιωτικοποιήσεων της δεκαετίας του ’90, αλλά ακόμη και αυτό απέτυχε γιατί είχαμε το νόμισμά μας “δεμένο στο άρμα” του δολαρίου (όπως για παράδειγμα και η Ελλάδα σε αυτό του ευρώ). Στην αρχή αυτό μάς βοήθησε γιατί μειώσαμε γρήγορα τον πληθωρισμό. Μετά όμως όλες μας οι υπηρεσίες και τα προϊόντα ήταν πολύ ακριβά και δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τις άλλες χώρες, με αποτέλεσμα την ανεργία, τη φτώχεια και την κρίση του 2001-2002. Φυσικά εμείς είχαμε πολύ καλύτερους λόγους να “σπάσουμε” το νομισματικό σύστημα της εξάρτησης από το δολάριο από ό,τι είχατε εσείς [να βγείτε από την Ευρωζώνη]».

Από τη στιγμή που η Αργεντινή βγαίνει από το νομισματικό σύστημα που κρατά κλειδωμένη την ισοτιμία πέσο-δολαρίου, ο πληθωρισμός γίνεται και πάλι ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα (και λειτουργεί σαν προειδοποίηση για το πώς θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης). Τις επιπτώσεις του πληθωρισμού τις είδα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στην Αργεντινή. Το ταξί από το αεροδρόμιο Εζέιζα στο κέντρο κόστιζε σχεδόν το διπλάσιο από αυτό που μου είχαν πει Αργεντίνοι φίλοι μου που ζουν στην Ευρώπη και είχαν κάνει τη διαδρομή αυτή πριν από έναν περίπου χρόνο. Στο συνοικιακό Dia οι τιμές των προϊόντων θύμιζαν ακριβό σουπερμάρκετ της δυτικής Ευρώπης (τα φρούτα και τα λαχανικά όμως ήταν αισθητά χαμηλότερης ποιότητας). Το ενοίκιο του διαμερίσματος στο Παλέρμο συναγωνίζεται αντίστοιχες γειτονιές του Λονδίνου, χωρίς φυσικά το Μπουένος Άιρες να έχει αντίστοιχους μισθούς, κεφάλαιο ή παραγωγικότητα. Ο φίλος μου ο Φερνάντο μού περιέγραψε πώς αυτός και η σύντροφός του προσπαθούν εδώ και καιρό να μαζέψουν χρήματα για να αγοράσουν ένα διαμέρισμα. Κάθε φορά που συγκεντρώνουν το απαραίτητο κεφάλαιο, οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί τόσο πολύ –σε διάστημα λίγων μηνών– ώστε να τους είναι αδύνατον να πάρουν στεγαστικό δάνειο. Ο πληθωρισμός οδηγεί σε ένα συνεχή κύκλο υποτιμήσεων προκειμένου να καταστήσει την οικονομία και πάλι ανταγωνιστική, ενώ η αγοραστική δύναμη και το πραγματικό κεφάλαιο των αποταμιευτών μειώνονται συνεχώς.

Κάπως έτσι, η Αργεντινή αντιμετωπίζει ένα θεμελιώδες δίλημμα: όταν «κλειδώνει» το νόμισμά της σε σχέση με το δολάριο, τα προϊόντα της γίνονται ακριβά και μη ανταγωνιστικά, ενώ αυξάνονται η ανεργία και η φτώχεια· όταν βγαίνει από το σύστημα αυτό, μπαίνει σε έναν φαύλο κύκλο πληθωρισμού και υποτιμήσεων. Ποια είναι η λύση; Ο Λιότι τονίζει ότι αυτά είναι τα συμπτώματα του προβλήματος, όχι το πραγματικό πρόβλημα. «Το πρόβλημα είναι ότι καταναλώνουμε περισσότερα από όσα μπορούμε να παραγάγουμε».

Όταν ρωτάω τον Χόρχε για τον ρόλο του ΔΝΤ, μου απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη: «Φρικτός. Φρικτός. Ο ρόλος του ΔΝΤ ήταν φρικτός γιατί επικεντρώθηκαν μόνο στο έλλειμμα και δεν είπαν τίποτα για το ζήτημα του νομισματικού συστήματος, αντιθέτως το υποστήριξαν. Ακόμη και [στο απώγειο της κρίσης], τον Δεκέμβριο του 2001, πίεζαν για περικοπές και νομοθετικά μέτρα, και όλο αυτό έκανε τεράστια ζημιά. Και νομίζω ότι παραδέχονται ότι έμαθαν τα μαθήματα της Αργεντινής και πλέον και της Ελλάδας. Κι όταν πρόσφατα απευθυνθήκαμε και πάλι στο ΔΝΤ για δάνειο, ο Μάκρι είπε, “Θα πληρώσουμε όλα μας τα χρέη”, και το ΔΝΤ είπε, “Δεν είμαστε αυτό που ήμασταν την περασμένη δεκαετία, έχουμε αλλάξει”. Οπότε πλέον επιτρέπουν κάποιες αυξήσεις των δαπανών όταν υπάρχει επιδείνωση του κοινωνικού αντίκτυπου. [Το ΔΝΤ] προσπαθεί να δείξει ένα άλλο πρόσωπο».

[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ. Η σειρά συνοδεύεται από ψηφιακή έκθεση 100 φωτογραφιών: Το Αστικό Τοπίο του Μπουένος Άιρες ].