Αποστολή στην Αργεντινή [8]
[Μέρος 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο, 6ο & 7ο]
Όταν πρωτοέφυγα από την Ελλάδα και μετακόμισα στη Βρετανία, ένα από τα πράγματα που μου έκαναν περισσότερο εντύπωση —μία από τις πιο «χτυπητές» διαφορές ανάμεσα στις δύο κουλτούρες— ήταν το πόσο απο-πολιτικοποιημένη ήταν η βρετανική σε σχέση με την ελληνική. Δεν εννοώ ότι ο κόσμος στη Βρετανία δεν ενδιαφερόταν για τα κοινά ή ότι δεν συμμετείχε, αν και η συμμετοχή στις εκλογές και στα κόμματα τότε, την εποχή της ευμάρειας των δεκαετιών του 1990 και του 2000, ήταν όντως χαμηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα· αλλά ότι το έκανε με εντελώς διαφορετικό, πιο εξατομικευμένο και πρακτικό τρόπο. Κάθε φορά που επέστρεφα στην Ελλάδα, η αντίθεση γινόταν όλο και πιο έντονη.
Κάπως έτσι ανέπτυξα (μεταξύ σοβαρού και αστείου) το «θεώρημα των 30 δευτερολέπτων»: κάθε συζήτηση στην Ελλάδα προ της κρίσης, και ειδικά με άτομα άνω των 25 ετών, κατέληγε μέσα στα πρώτα 30 δευτερόλεπτα, με τον ένα τρόπο ή με τον άλλο, αλλά όχι με δική μου πρωτοβουλία, στην πολιτική· είτε σε προβλέψεις, είτε σε μοιρολόισ για τα κακώς κείμενα, είτε σε θεωρίες συνωμοσίας για τις μεγάλες δυνάμεις. Στην περίοδο της κρίσης, οι συζητήσεις στράφηκαν σταδιακά στις επιπτώσεις της κρίσης, στα χρέη και τους λογαριασμούς, στα οικονομικά προβλήματα αλλά και στην αγωνία για το μέλλον (οι θεωρίες συνωμοσίας και η εκλογολογία παρέμειναν ως σταθερές). Αντιστοίχως, στη Βρετανία προ της δικής της οικονομικής κρίσης του 2008 και προ του Brexit, μέσα στα πρώτα 30 δευτερόλεπτα μιας γνωριμίας ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα συζητηθεί ο καιρός, η ταλαιπωρία στις μετακινήσεις και η καταγωγή —γεωγραφική ή εκπαιδευτική, άρα και ταξική— του καθενός, συνήθως μέσα από κάποιο χαριτολόγημα. Τα τελευταία χρόνια είναι δύσκολο να υπάρξει κοινωνική συζήτηση ή φευγαλέα κουβέντα που δεν θα καταλήξει στο Brexit.
Τα ζητήματα —ασήμαντα και καθημερινά ή θεμελιώδη και εθνικά— που τείνουν να εμφανίζονται με τέτοια συχνότητα και ρυθμό στις συζητήσεις των ανθρώπων μάς λένε πολλά για την ταυτότητα και την κουλτούρα μιας κοινωνίας. Έτσι, όταν βρέθηκα στην Αργεντινή συνειδητοποίησα ότι οι περισσότεροι εκ των συνομιλητών μου βιαζόντουσαν να σημειώσουν την ευρωπαϊκή καταγωγή τους, την οποία άλλωστε προέδιδαν τα ιταλικά, ισπανικά και γερμανικά επώνυμα τους. Με τον ίδιο τρόπο που πολλοί στην Ελλάδα ιεραρχούν αξιακά τις γεωγραφικές και πολιτισμικές ιδιότητες της χώρας (θέλοντας να πιστεύουν ότι η Ελλάδα ανήκει πολιτισμικά στη Δυτική Ευρώπη και αντιμετωπίζοντας τα Βαλκάνια με συγκατάβαση), πολλοί Αργεντίνοι είναι υπερήφανοι για τις ευρωπαϊκές τους ρίζες, ενώ ντρέπονται για την παρουσία και επιρροή αυτόχθονων πολιτισμικών ομάδων και τη γενικότερη θέση της χώρας. Αυτό το τελευταίο μού γίνεται απολύτως ξεκάθαρο όταν η αναφορά μου στους Μαπούτσε (εξαιρετικό το σχετικό μυθιστόρημα του Caryl Ferey, από τις Εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Αργυρώς Μακάρωφ) παγώνει τη συζήτηση σε μεγάλο τραπέζι· μία φίλη μού εξηγεί: «Δεν μας αρέσει να το συζητάμε αυτό το θέμα». Η εξαφάνιση και ο θάνατος του Σαντιάγο Μαλδονάδο —ακτιβιστή υπέρ των δικαιωμάτων των Μαπούτσε— έγινε για μήνες αντικείμενο οξύτατης πολιτικής διαμάχης και εκμετάλλευσης από την Κριστίνα Κίρχνερ και ανθρωπιστικές ΜΚΟ, μέχρι που η νεκροψία έδειξε ότι δεν υπήρχαν ίχνη βίας ή «δόλιου θανάτου» και ότι ο Μαλδονάδο πέθανε από υποθερμία και πνιγμό.
Στο φαντασιακό της Αργεντινής, το κέντρο του κόσμου —το κέντρο των εξελίξεων— βρίσκεται στη Μεσόγειο και τον βόρειο Ατλαντικό — στην Ευρώπη, και δευτερευόντως στις ΗΠΑ· η Αργεντινή είναι αποκλεισμένη στην περιφέρεια. Συχνά άκουσα το παράπονο ότι «βρισκόμαστε μακριά από όλα· είμαστε στη Νότιο Αμερική, μακριά από τις ΗΠΑ, μακριά από την Ευρώπη». Σύμφωνα με τον Χόρχε Λιότι, η Αργεντινή είναι «ένας θύλακας. Είμαστε ένας ευρωπαϊκός θύλακας στη Λατινική Αμερική. Είμαστε διαφορετικοί και γι’ αυτό άλλωστε κάποιες άλλες χώρες [της ηπείρου] θεωρούν ότι είμαστε αλαζόνες. Ωστόσο, τα τελευταία 30 χρόνια, και ειδικά μετά την κρίση του 2001, έχουμε βιώσει μια πολύ έντονη διαδικασία λατινοαμερικανοποίησης. Αφενός μεν επειδή δεχτήκαμε πολλούς μετανάστες από άλλες χώρες της ηπείρου, αφετέρου δε επειδή οι κοινωνικές δομές μας μοιάζουν πλέον με αυτές άλλων λατινοαμερικανικών χωρών. Το ένα τρίτο του πληθυσμού μας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας· σε τι διαφέρουμε λοιπόν; Και αυτό είναι κάτι που πολλοί άνθρωποι αρνούνται να το δεχτούν. Λένε, “Όχι, είμαστε Ευρωπαίοι μετανάστες” κλπ., αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Έχουμε γίνει πολύ πιο λατινοαμερικάνικη χώρα· μια χώρα της περιφέρειας. Τη δεκαετία του ’90 υπήρχε η εντύπωση ότι έχουμε γίνει χώρα του Πρώτου Κόσμου. “Τα καταφέραμε, συζητάμε με τις ΗΠΑ ως ισότιμοι εταίροι” κ.ο.κ. Κάποιοι το πίστεψαν αυτό. Μετά την κρίση όμως είμαστε οι ουραγοί του κόσμου. Και είναι πολύ δύσκολο πλέον για εμάς να καταλήξουμε στο τι είδους χώρα είμαστε [στο πού ανήκουμε]».
Την τελευταία δεκαετία υπάρχουν δύο σχολές σκέψεις για τη στρατηγική κατεύθυνση τόσο της Αργεντινής, όσο και της Λατινικής Αμερικής γενικότερα. Η πρώτη προσέγγιση ήταν μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου για ολόκληρη την αμερικανική ήπειρο από τον Βορρά μέχρι τον Νότο. Η συμφωνία αυτή θα θεσμοθετούσε ουσιαστικά την οικονομική και πολιτική επιρροή των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, ενώ θα δημιουργούσε ταυτόχρονα ευκαιρίες για χώρες που παραδοσιακά δυσκολεύονταν να χτίσουν εξωστρεφείς οικονομίες. Οι διαπραγματεύσεις για τη λεγόμενη FTAA (στα ισπανικά ALCA) κατέρρευσαν στα τέλη του 2005. Έτσι, οι ΗΠΑ προχώρησαν σε μία σειρά από διμερείς συμφωνίες, προσπαθώντας ουσιαστικά να φτιάξουν μία δομή που θα έμοιαζε στη ζώνη ελεύθερου εμπορίου. Η δεύτερη προσέγγιση —η οποία επίσης απέτυχε— ήταν η λεγόμενη «βολιβαριανή»: ένα προσωπικό πρότζεκτ του Τσάβεζ για την «αδελφότητα» των λατινοαμερικανικών χωρών και την οικονομική ανεξαρτησία τους από τις ΗΠΑ. (Η πρόσφατη ταινία The Summit του Σαντιάγκο Μίτρε με τον πανταχού παρόντα Ρικάρντο Νταρίν εξετάζει ακριβώς αυτά τα δύο σενάρια). Ο Λιότι πιστεύει ότι μία τέτοια λατινοαμερικανική «αδελφότητα» δεν μπορεί να λειτουργήσει: «Δεν υπάρχει ξεκάθαρος στρατηγικός στόχος, κοινός στρατηγικός σκοπός. Δεν υπάρχουν χώρες που θα μπορούσαν να ηγηθούν αυτής της διαδικασίας. Θα μπορούσε να [ηγηθεί] η Βραζιλία, αλλά αυτό θα ήταν προβληματικό [“messy”]». Σήμερα άλλωστε ορκίστηκε ο νέος πρόεδρος της Βραζιλίας, ο ακροδεξιός Ζαΐχ Μπολσονάρου. Η πρώτη εκτελεστική πράξη του: η μεταφορά των αρμοδιοτήτων για το τροπικό δάσος του Αμαζονίου —τον βασικό πνεύμονα της Γης— στο Υπουργείο Γεωργίας το οποίο ελέγχεται από επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ο Χόρχε Λιότι κλείνει τη συζήτησή μας με μία σύγκριση της Αργεντινής με την Ελλάδα: «Χώρες όπως η Ελλάδα επωφελήθηκαν από το πλαίσιο που τους παρείχε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ένα από τα μεγάλα μας προβλήματα είναι ότι εμείς δεν έχουμε ένα τέτοιο πλαίσιο, μια τέτοια διαδικασία· δεν ανήκουμε σε κάτι μεγαλύτερο [από τη χώρα μας]· είμαστε μία χώρα με πολλά προβλήματα, χωρίς μεγάλη παράδοση σεβασμού του νόμου και του κράτους δικαίου. Ένα τέτοιο πλαίσιο θα ήταν πολύ χρήσιμο για εμάς». Σε μία εποχή στην οποία οι σταθερές του μεταπολεμικού συστήματος —η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, ο ΟΗΕ, ο φιλελευθερισμός, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η διπλωματία, η πρόοδος, η λογική— αμφισβητούνται όχι μόνο από αυταρχικά καθεστώτα αλλά και μέσα στις ίδιες τις χώρες της φιλελεύθερης δημοκρατίας, σε μία εποχή στην οποία πολλοί στην Ευρώπη επιζητούν την επιστροφή στο γνώριμο, στο εθνικό και στο τοπικό, χώρες όπως η Αργεντινή αναζητούν απελπισμένα μία ταυτότητα και ένα πλαίσιο· κάτι που θα είναι μεγαλύτερο από τα όρια της περιφέρειάς τους.
* * *
Οι μέρες μου στο Μπουένος Άιρες πλησιάζουν στο τέλος τους. Στις νοητές αποσκευές μου κουβαλάω πολλά. Την καλοσύνη των ανθρώπων. Το τελετουργικό της κατανάλωσης του μάτε (πικρό τσάι που ετοιμάζεται σε ειδικό σκεύος και περνά αθόρυβα απο χέρι σε χέρι σε μια παρέα· αν πεις «ευχαριστώ», σημαίνει ότι δεν θέλεις άλλο). Τη γεύση του dulce de leche (κρέμα από γάλα και ζάχαρη την οποία, από ό,τι φαίνεται, οι Αργεντίνοι συνδυάζουν με τα πάντα) και των medialunas (μικρά γλυκά κρουασάν σε σχήμα μισοφέγγαρου). Τον συνδυασμό ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής, αμερικανικής κλίμακας και λατινικού ταμπεραμέντου. Την ανατριχιαστική ταχύτητα με την οποία δύει ο ήλιος· το ημίφως του δειλινού κρατά για λίγα μόλις λεπτά. Τα μαθήματα και τις βραδιές τανγκό —τις μιλόνγκες— που λαμβάνουν χώρα σε γωνιές όλης της πόλης, κάθε βράδυ (το καθημερινό πρόγραμμα εδώ). Κυρίως όμως τη γνώση ότι στην άλλη γωνιά του κόσμου υπάρχει μια πολύ οικεία πόλη.
ΤΕΛΟΣ
10 προτάσεις:
(1) Το Teatro Colon — μία όπερα-παλάτι που συγκρίνεται μόνο με την Opera Garnier στο Παρίσι.
(2) Τα βιβλιοπωλεία El Ateneo Grand Splendid και Libros del Pasaje.
(3) Τα πάρκα του Παλέρμο, ειδικά τον Βοτανικό Κήπο και το Πάρκο της 3ης Φεβρουαρίου.
(4) Το κοιμητήριο της Ρεκολέτα.
(5) Τη μιλόνγκα στην πλατεία του Μπελγκράνο.
(6) Το Museo Evita και το καφέ στον κήπο του.
(7) Το Μουσείο Λατινοαμερικανικής Τέχνης MALBA.
(8) Την αγορά του Σαν Τέλμο (ειδικά τις Κυριακές).
(9) Με σύντομη πτήση εσωτερικού από το αεροδρόμιο Jorge Newbery του Παλέρμο, μία διήμερη επίσκεψη στους (συγκλονιστικούς) Καταρράκτες του Ιγκουασού, με διανυκτέρευση στο Hotel Guamini Mision στο τριεθνές Αργεντινής-Βραζιλίας-Παραγουάης. Για την επίσκεψη στην πλευρά της Βραζιλίας συνιστάται εμβόλιο κίτρινου πυρετού. Η επίσκεψη στη συγκεκριμένη περιοχή της Παραγουάης δεν συνιστάται για λόγους ασφαλείας.
(10) Με (δίωρο) φέρι από το λιμάνι του Μπουένος Άιρες (Πουέρτο Μαδέρο), διήμερη επίσκεψη στην Ουρουγουάη — στην πανέμορφη Κολόνια ντελ Σακραμέντο (ολόκληρη η πόλη ένα Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO) και στο Μοντεβιδέο (το οποίο μπορεί να περιγραφεί μόνο ως η Αθήνα της Λατινικής Αμερικής). Η Ουρουγουάη — τόσο ως τοπίο, όσο και ως κουλτούρα και νοοτροπία ζωής των πολιτών της— είναι το «κρυμμένο διαμάντι» της Λατινικής Αμερικής. Προτείνουμε διανυκτέρευση στο Alma Historica στο κέντρο του Μοντεβιδέο, επίσκεψη στο Μουσείο των Άνδεων 1972 —ένα μουσείο που τα εκθέματά του θα σας κάνουν να δακρύσετε— και στο βιβλιοπωλείο Puro Verso.
[Η σειρά συνοδεύεται από ψηφιακή έκθεση 100 φωτογραφιών: Το Αστικό Τοπίο του Μπουένος Άιρες ].