Αποστολή στην Ινδία [2]

C
Ρωμανός Γεροδήμος

Αποστολή στην Ινδία [2]

[ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ]

Διαμονή και Φεστιβάλ

Δείκτης επιτυχίας ενός φεστιβάλ —κινηματογράφου, λογοτεχνίας, μόδας— είναι το κατά πόσο τείνει προς το οργανωμένο χάος. Ένα σωστά στημένο φεστιβάλ πρέπει να είναι εξαιρετικά οργανωμένο ώστε να λειτουργούν τα πάντα στην ώρα τους, αλλά ταυτόχρονα να είναι και αρκετά χαώδες ώστε να επιτυγχάνεται η ώσμωση διοργανωτών, ομιλητών και κοινού. Με άλλα λόγια, πρέπει να θυμίζει λίγο το Pret-a-Porter του Altman. Η φύση του φεστιβάλ είναι αρκετά παρόμοια με αυτή του καρναβαλιού, του τσίρκου: μία περιοχή ξαφνικά καταλαμβάνεται από αλαφιασμένα πλήθη τεχνικών, μηχανικών, διοργανωτών, παρουσιαστών και κοινού (χωρίς να υπολογίσουμε τα εκθέματα), οι οποίοι από το πρωί μέχρι το βράδυ για λίγες ημέρες γιορτάζουν ή εμπλέκονται σε εντατικές συζητήσεις και διαπραγματεύσεις. Κάποια στιγμή όλοι αυτοί ξαφνικά εξαφανίζονται από την πόλη, αφήνοντας πίσω τους τους ερειπωμένους χώρους της συγκέντρωσης, αρκετά σκουπίδια και τις μνήμες της εφήμερης συνύπαρξής τους.

Με αυτή την έννοια, το 5ο Λογοτεχνικό Φεστιβάλ της Πούνε ήταν εξαιρετικά πετυχημένο. Επτά χιλιάδες επισκέπτες (τα ξημερώματα της τελευταίας ημέρας οι διοργανωτές αναγκάστηκαν να τυπώσουν χίλια επιπλέον εισιτήρια — όλα δωρεάν), δεκάδες φοιτητές-εθελοντές, τεχνικοί και οδηγοί, δημοσιογράφοι και φωτογράφοι από εφημερίδες και ειδησεογραφικά πρακτορεία, όλοι οι μεγάλοι (και αρκετοί μικρότεροι και οικογενειακοί) εκδοτικοί οίκοι της Ινδίας και 120 ομιλητές (συγγραφείς, εκδότες, εκπρόσωποι μεγάλων εκθέσεων όπως της Φρανκφούρτης, μεταφραστές, ποιητές, σεναριογράφοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, μουσικοί).

Όπως μου είπε η ιδρύτρια και διευθύντρια του φεστιβάλ, Manjiri Prabhu: «Εκατόν είκοσι ομιλητές…  Σαν να διοργανώνεις εκατόν είκοσι γάμους». Μεταξύ πολλών άλλων, στο φεστιβάλ μίλησαν ή παρουσίασαν βραβεία κορυφαίες προσωπικότητες, όπως ο Amjad Ali Khan (ένας από τους διασημότερους μουσικούς της Ινδίας), η Asha Parekh (θρυλική σταρ του Μπόλιγουντ), ο Anupam Kher (γνωστός στο ελληνικό κοινό από τη συμμετοχή του στην τηλεοπτική σειρά Sense8), η διακεκριμένη ηθοποιός και ακτιβίστρια Shabana Azmi, ο ποιητής Javed Akhtar, η εθνική εκπρόσωπος του Κόμματος του Κογκρέσου Priyanka Chaturvedi, καθώς και αρκετοί συγγραφείς, μεταφραστές και προσωπικότητες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Η Prabhu είναι η ψυχή του φεστιβάλ. Ένας αεικίνητος, χαμογελαστός άνθρωπος — συγγραφέας, σκηνοθέτης και παραγωγός με αρκετές επιτυχίες η ίδια, θεωρείται η πρώτη γυναίκα συγγραφέας λογοτεχνίας μυστηρίου και αστυνομικών περιπετειών στην Ινδία. Με το κινητό της κολλημένο στο χέρι να συντονίζει τους πάντες —με πρώτους και καλύτερους την οικογένειά της, η οποία βρισκόταν σύσσωμη εκεί, και τους δεκάδες φοιτητές που εθελοντικά είχαν αναλάβει την υποστήριξη του φεστιβάλ—, δεν είδα ποτέ τη Manjiri να χάνει την ψυχραιμία ή το χιούμορ της. Αντιθέτως, είχε πάντα χρόνο για τους πάντες, απαντώντας σε αγωνιώδη μηνύματα στη 1 το βράδυ ή στις 5 το πρωί για το ταξί που δεν ήρθε ή αναλαμβάνοντας η ίδια να σου κλείσει τραπέζι στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης.

Επί τρεις γεμάτες ημέρες το πρόγραμμα του φεστιβάλ ξεδιπλώθηκε σε πέντε παράλληλες σκηνές στις εγκαταστάσεις της Σχολής Διοικητικής Εκπαίδευσης (Yashada) της πολιτείας της Μαχαράστρα. Το πολύβουο και πολύχρωμο αυτό πανηγύρι ξεκίνησε Παρασκευή πρωί και από την πρώτη σχεδόν στιγμή κατάλαβα ότι θα ήταν μία ξεχωριστή εμπειρία. Τα εγκαίνια του φεστιβάλ έλαβαν χώρα με μεγάλη επισημότητα στο μεγάλο (και κατάμεστο) αμφιθέατρο της Yashada: μετά από το εναρκτήριο χορευτικό νούμερο, η παρουσιάστρια κάλεσε τον ένα μετά τον άλλο τους μεγάλους χορηγούς και τους διακεκριμένους προσκεκλημένους, στους οποίους, αφού άναψαν από ένα κερί, επιδόθηκε παραδοσιακό τιμητικό ένδυμα. Ενώ λάμβανε χώρα αυτό το λιτό τελετουργικό, και έχοντας την ακριανή θέση στην πρώτη σειρά του αμφιθεάτρου, ξαφνικά στ’ αριστερά μου —σε απόσταση περίπου 20 εκατοστών— άκουσα μία σειρά από πολύ σύντομους κρότους που συνοδεύτηκαν από ένα τεράστιο σύννεφο άσπρου καπνού. Για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου νόμισα ότι πρόκειται για εντυπωσιακό εφέ, αλλά βλέποντας —και μυρίζοντας— ένα μάτσο καλώδια που κρέμονταν από το ταβάνι και έφταναν μέχρι δίπλα μου στο πάτωμα να καίγονται, συνειδητοποίησα ότι επρόκειτο περί βραχυκυκλώματος. Χωρίς την παραμικρή αναστάτωση στην αίθουσα —και ενώ το σύννεφο καπνού διαχεόταν στο ταβάνι—, ένας-δύο υπεύθυνοι πρόσταξαν τους τεχνικούς να κλείσουν τον διακόπτη, όπως και έγινε. Η τελετή συνεχίστηκε σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Είναι απολύτως δεδομένο ότι αντίστοιχο συμβάν στη Βρετανία θα είχε οδηγήσει σε πανικό, άφιξη της πυροσβεστικής, άμεση εκκένωση του κτιρίου και, πιθανότατα, κατεδάφισή του — το δε φεστιβάλ θα είχε τελειώσει πριν καλά-καλά ξεκινήσει. Στην Ινδία ήταν απλώς Παρασκευή πρωί.

Οι υλικές υποδομές μπορεί να μην ήταν εντυπωσιακές: το κτίριο θύμιζε ταλαιπωρημένο παράρτημα του ΙΚΑ· το «σαλόνι των συγγραφέων» (δηλαδή η αίθουσα των VIP, στην οποία οι ομιλητές ξεκουράζονταν και συνομιλούσαν όταν δεν είχαν παρουσίαση) ήταν ένα μικρό δωματιάκι με περιστρεφόμενες καρέκλες γραφείου· ο καφές και το τσάι ήταν δύο τεράστια θερμός με καυτό γάλα (προκειμένου να μη ρισκάρουν οι καλεσμένοι να καταναλώσουν νερό της βρύσης) στο οποίο έριχνες τσάι ή μικρά φακελάκια στιγμιαίου καφέ· η μεγάλη έκθεση για την Jane Austen ήταν μία σειρά από τυπωμένα πλακάτ με σχέδια και περίληψη της ζωής της· η σκηνή για την παιδική λογοτεχνία αποτελούνταν από ένα πόντιουμ και μερικές άσπρες πλαστικές καρέκλες στο υπόγειο του κτιρίου.

Ωστόσο αυτό το φεστιβάλ είχε περισσότερη ζωή, διάδραση και θετική ενέργεια από κάθε άλλο φεστιβάλ στο οποίο έχω βρεθεί. Στο υποτυπώδες σαλόνι των συγγραφέων έγιναν οι ωραιότερες συζητήσεις. Τον υποτυπώδη καφέ σ’ τον ετοίμαζαν με καλοσύνη και ειλικρινές χαμόγελο φοιτητές-εθελοντές που έχουν ιδανικά και όνειρα, και που έχουν μάθει να σέβονται τους μεγαλυτέρους τους. Στην υποτυπώδη παιδική σκηνή εκατοντάδες παιδιά συμμετείχαν με όρεξη σε αναγνώσεις και δρώμενα. Στο υποτυπώδες εστιατόριο για τους ομιλητές σερβιρίστηκε το πιο νόστιμο φαγητό που έχω φάει ποτέ. Μετά από την προβολή και τις ομιλίες μου, ηλικιωμένες γυναίκες, διδακτορικοί φοιτητές, νέοι συγγραφείς, ντόπιοι κάτοικοι έπιασαν σειρά για να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν, να μου πουν τον πόνο τους, να βγάλουν σέλφι, να μου δώσουν το βιβλίο τους ή την κάρτα τους (οι επαγγελματικές κάρτες είναι αντικείμενο-φετίχ στην Ινδία).

Από την πρώτη στιγμή που έφτασα στην Πούνε, και παρά τα ακραία στοιχεία του αστικού τοπίου, η φιλοξενία και η γενναιοδωρία των Ινδών με έκανε να νιώσω σαν να είμαι στο σπίτι μου, τόσο λόγω της ζεστής υποδοχής και της φροντίδας, όσο και εξαιτίας της ύπαρξης όλων αυτών των κοινωνικών και οικογενειακών δικτύων υποστήριξης τα οποία μου θύμισαν πολύ τη ζωή στην Ελλάδα. Ίσως όχι τη σημερινή· ίσως μία Ελλάδα που έχει περάσει ανεπιστρεπτί· ίσως μία Ελλάδα που υπήρξε μόνο στη φαντασία μου. Η Ινδία έχει τεράστια προβλήματα — διαφθοράς, ανισοτήτων, υποδομών (άλλωστε αρκεί να πιείς ένα ποτήρι νερό της βρύσης για να το νιώσεις στο πετσί σου αυτό) — αλλά το μεγαλύτερο της ατού είναι ότι η κοινωνία διψάει για μάθηση, για πρόοδο, για βελτίωση της κατάστασης της.

Παρά την τεράστια κλίμακα της χώρας —1,3 δισεκατομμύρια κάτοικοι—, η εκδοτική αγορά της Ινδίας είναι σχετικά μικρή. Κάποια από τα χαρακτηριστικά της, όπως η ύπαρξη χιλιάδων γλωσσών και τοπικών διαλέκτων ή το εκτεταμένο πρόβλημα αναλφαβητισμού, είναι ιδιαίτερα. Ωστόσο, όπως φάνηκε από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση στο πάνελ των εκδοτών, πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει είναι παρόμοιες με αυτές δυτικών αγορών όπως η ελληνική ή η βρετανική: η εξάπλωση των ψηφιακών τεχνολογιών και των e-books, ο πόλεμος των τιμών, ο οδοστρωτήρας που λέγεται Amazon, η πειρατεία και το παράνομο εμπόριο, η «συμπίεση» μικρών και οικογενειακών εκδοτικών οίκων από τα εθνικά και τοπικά παραρτήματα γιγάντων όπως o Penguin Random House και ο Bloomsbury (που όμως και αυτοί αντιμετωπίζουν τα ίδια θέματα), ο πληθωρισμός των υποτιθέμενων “best sellers” και η δυσπιστία του αγοραστικού κοινού (ακόμα και στην Ινδία με πωλήσεις μερικών εκατοντάδων ή ελάχιστων χιλιάδων αντιτύπων γίνεσαι best-selling author), η δυσκολία της τοπικής παραγωγής να γίνει εξωστρεφής και να «μιλήσει» σε ένα διεθνές κοινό, και κυρίως η ευλογία και κατάρα των χιλιάδων —δεκάδων χιλιάδων— νέων συγγραφέων οι οποίοι γεμίζουν το κουτί των εισερχομένων εκδοτών και ατζέντηδων με κάθε λογής δοκίμια και πρωτόλεια.

Κι όμως, όλος αυτός ο ανταγωνισμός, ο πληθωρισμός και ο θόρυβος δίνει για πρώτη φορά στην ιστορία σε τόσο πολλούς ανθρώπους τη δυνατότητα να διαβάσουν και να γράψουν· να διαβαστούν και να ξεφύγουν. Ενδιαφέρουσες τάσεις —όπως το φιούζιον του σκανδιναβικού νουάρ με την τοπική πραγματικότητα από τον Salil Desai, και των περιπετειών τύπου Dan Brown με ινδικές νότες από τη Manjiri Prabhu—, τα προσεγμένα εξώφυλλα, επιχειρηματικά μοντέλα όπως η έκδοση (στα αγγλικά) βιβλίων που διατίθενται μόνο στην αγορά της νοτιοανατολικής Ασίας (ώστε να υπάρχει η δυνατότητα έκδοσής τους από δυτικούς οίκους): όλα αυτά δημιουργούν νέα κανάλια εξωστρέφειας και ανάπτυξης. Το κλίμα στη συζήτηση των εκδοτών δεν ήταν ούτε πένθιμο, ούτε απαισιόδοξο, αλλά συγκρατημένα αισιόδοξο — με πίστη στην ιδέα ότι η ποιότητα πάντα θα μετράει και θα καταφέρνει να επιβιώνει.

Αναχώρηση

Δευτέρα, 5 το πρωί. Έξω σκοτάδι και απόλυτη ησυχία. Περιμένουμε το ταξί στο ξενοδοχείο. Έχοντας καταφέρει να ξεκλέψω τρεις ώρες ύπνου, στιγμές από το ταξίδι περνάνε μπροστά από τα μάτια μου. Η Ινδή φοιτήτρια που, έχοντας ζήσει στη Νέα Υόρκη, μου είπε ότι αναγκαζόταν να ντύνεται «σε μονoχρωμία» για να μην τραβάει τα βλέμματα (είναι αποκάλυψη το να συνειδητοποιείς ότι ο χρωματικός κώδικας που εσύ θεωρείς φυσιολογικός από άλλους θεωρείται «μονοχρωμία»). Η διαδρομή από το ξενοδοχείο μέχρι το Starbucks (δύο τετράγωνα μακριά) που θύμιζε «Παιχνίδια χωρίς σύνορα» πάνω από μπάζα και λιωμένα ποντίκια. Ο ξενοδόχος που μου σύστησε όλη την οικογένεια του. Το ασύλληπτα καλό φαγητό στα εστιατόρια της Πούνε. Το παράλληλο λεξιλόγιο που εκφράζεται με το κούνημα του κεφαλιού (ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι υπάρχουν τόσο πολλοί τρόποι να κουνήσεις το κεφάλι σου για να επικοινωνήσεις διαφορετικά πράγματα). Η στιγμή που έπρεπε να διασχίσουμε τέσσερις λωρίδες δρόμου με ένα συνεχές κύμα από αυτοκίνητα και μηχανάκια χωρίς φανάρια (στην περίπτωση αυτή απλώς κάνεις ένα βήμα μπροστά στο κενό και πιστεύεις ότι θα πάνε όλα καλά, σαν τον Ιντιάνα Τζόουνς — και εντέλει πάνε, γιατί τα αυτοκίνητα που έρχονται καταπάνω σου αναγκάζονται να σταματήσουν και να σε αφήσουν να περάσεις, και, λες και είσαι αόρατος, διαφανής, η κίνηση τυλίγεται γύρω σου σαν νερό της θάλασσας μέχρι να φτάσεις απέναντι).

Το ταξί που φτάνει με ξυπνάει από το παραλήρημα.

Στην τετράωρη διαδρομή για το αεροδρόμιο της Βομβάης βλέπουμε έναν κατακόκκινο ήλιο να ανατέλλει πάνω από καταπράσινα βουνά. Στα περίχωρα της πόλης μπαίνουμε σε ένα παράλληλο σύμπαν φτώχειας και εξαθλίωσης, με ανθρώπους να κοιμούνται στα πεζοδρόμια, χωρίς σκεπάσματα, χωρίς τίποτα. Η Ινδία είναι χώρα τεράστιων αντιθέσεων και αντιφάσεων.

Κι εγώ δεν βλέπω την ώρα να επιστρέψω.

Τ Ε Λ Ο Σ