Cut, cut

C
Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη

Cut, cut

Καλοκαίρι του 2011. Από τη Λιβύη του Καντάφι και των μεγάλων ταραχών, αποπλέει ένα σαπιοκάραβο φορτωμένο Αφρικανούς μετανάστες. Κάποιοι θα χαθούν στα αφρισμένα κύματα της Μεσογείου, κάποιοι άλλοι θα καταλήξουν μετά από περιπέτειες, φθινόπωρο πια, στο Βερολίνο. Εκεί, στην Ουράνιεν Πλατζ, λίγο πιο πέρα από την περίφημη Αλεξάντερ Πλατζ και το κέντρο του ανατολικού Βερολίνου ξεκινά το μυθιστόρημα της Τζέννυ Έρπενμπεκ με τίτλο «Περαστικοί» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Αλέξανδρου Κυπριώτη. Σ’ αυτό το σημείο θα τους δει για πρώτη φορά ο Ρίχαρντ, ο κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, να διαδηλώνουν ήρεμα την ανάγκη τους να γίνουν αποδεκτοί και να βρουν μια δουλειά.

Λίγα μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα από τα σημάδια που άφησε στην άσφαλτο το γκρεμισμένο τείχος, οι Αφρικανοί μετανάστες αγωνιούν «to become visible». Σε μια πληγωμένη πόλη που λίγα χρόνια πριν «καθοριζόταν από ένα σημείο του ορίζοντα», μα που τώρα πια «είναι Δύση, κάθε εποχή και σε κάθε σημείο του ορίζοντα της πόλης και της χώρας». Αγωνιούν να γίνουν ορατοί, σε μια Ευρώπη όπου το ένα Δουβλίνο διαδέχεται το επόμενο, και που όλα μαζί σκοπό έχουν να τους κρατήσουν μακριά· να τους γυρίσουν πίσω, εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν: στην Γκάνα και στην Νιγηρία, εκεί όπου «το πόσιμο νερό έχει εν τω μεταξύ μολυνθεί, οι καμήλες πεθαίνουνε, οι άνθρωποι παθαίνουνε καρκίνο, χωρίς να ξέρουνε γιατί – το ηλεκτρικό ρεύμα όμως φτάνει στη Γαλλία και εδώ σ’ εμάς, στη Γερμανία», και στη Λιβύη, τη δεύτερή τους πατρίδα, απ’ όπου εκδιώχθηκαν με άγριες επιθέσεις, όταν ξαφνικά άρχισε να βρέχει πάνω από τα κεφάλια τους «ευρωπαϊκές βόμβες» — εκεί όπου ο Καντάφι δήλωνε πως θα βομβάρδιζε την Ευρώπη με Αφρικανούς. Και το έκανε.

Αυτό θέλουν: να γίνουν ορατοί. Μα ποιος τελικά τούς βλέπει; Ποιος πρόλαβε να τους δει και ποιος να ευαισθητοποιηθεί πριν να αρχίσουν απεργία πείνας;

Ο Ρίχαρντ τούς βλέπει. Ο ίδιος γεννήθηκε όταν ο πατέρας του πολεμούσε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ποτέ δεν μίλησε με τους δικούς του γι’ αυτά, «τις ανακατωσούρες του πολέμου». Το μοίρασμα της χώρας τούς βρίσκει στην Ανατολική μεριά, κι εκεί ζει μέχρι την πτώση του Τείχους. Από μια χώρα με κλειστά σύνορα η κάθε του ανάμνηση, κάθε σημείο αναφοράς του. Ίσως γι’ αυτό μπορεί και τους βλέπει.

Ομότιμος πια καθηγητής, στο κατώφλι ενός καινούργιου κύκλου ζωής, μόνος, αφού η γυναίκα του έχει πια πεθάνει, θα συναντήσει για δεύτερη φορά τους Αφρικανούς στην ίδια του τη γειτονιά. Στο κόκκινο πλίνθινο κτίριο όπου μεταφέρθηκαν και που κάποτε ήταν το γηροκομείο της περιοχής. Την ώρα που ετοιμαζόταν να χαράξει τα βήματά του σ’ αυτόν τον τελευταίο κύκλο της ζωής, ο δρόμος του, με μοιραίο τρόπο, ανακόπτεται από την παρουσία των μεταναστών. Θα θελήσει να κατανοήσει τη δική τους ιστορία, να μετρήσει τα βήματά τους από εκεί που ξεκίνησαν.

Αρχίζει να τους επισκέπτεται τακτικά, τους γνωρίζει έναν-έναν από κοντά, γίνεται φίλος τους: ο δικός τους άνθρωπος. Ο Αλί από το Τσαντ, ο Γιουσούφ από το Μάλι, ο Ιτέμπα ο μάγειρας, ο Αβάντ από την έρημο, ο Οζαρόμπο από τον Νίγηρα που αγαπάει το πιάνο. Και ο Ρασίντ, που μιλάει τη γλώσσα των Τουαρέγκ, και αραβικά και γαλλικά και που μαθαίνει γερμανικά. Πάνω απ’ το κεφάλι του έχει αναρτήσει στον τοίχο τη λίστα των ανώμαλων ρημάτων: gehen, ging, gegangen. Το απαρέμφατο, ο παρατατικός και η παθητική μετοχή του ρήματος πηγαίνω. Ο Ρασίντ πηγαίνει. Όλοι πηγαίνουν. Όλο πηγαίνουν. Χωρίς σταματημό. Από παντού Περαστικοί. Όλοι. Αυτοί «οι κότσυφες, οι τσίχλες, οι σπίνοι και τα ψαρόνια», όπως λέει ένα παλιό γερμανικό παιδικό τραγουδάκι, που κάνανε το λάθος να κάνουν στάση στην Ιταλία πριν φτάσουν στη Γερμανία. Ένα τραγικό λάθος. Γιατί οι κανονισμοί που θεσμοθέτησαν οι Ευρωπαίοι, οι ίδιοι λαοί που εκμεταλλεύονταν και συνεχίζουν να εκμεταλλεύονται τον πλούτο της μαύρης ηπείρου, ορίζουν πως άσυλο μπορείς να ζητήσεις μόνο από τη χώρα της πρώτης εισόδου. Μα η Ιταλία δεν έχει γι’ αυτούς δουλειά.

Το ξέρουν πως δεν θα καταλήξουν πουθενά, παρ’ όλα αυτά, κάθονται μέρες ατελείωτες και περιμένουν την ετυμηγορία.

«Ο πόλεμος τα καταστρέφει όλα», λέει ο Αβάντ. «Την οικογένεια, τους φίλους, τον τόπο που ζεις, τη δουλειά, την καθημερινότητα. Όταν γίνεσαι ξένος, δεν έχεις πια επιλογή. Δεν ξέρεις πού να πας. Δεν ξέρεις τίποτα πια. Εγώ δεν μπορώ να δω τον εαυτό μου, το παιδί που ήμουν. Δεν έχω πια εικόνα του εαυτού μου. Its not easy».

«Τι κάνετε αλήθεια όλη μέρα;» τους ρωτάει ο Ρίχαρντ, κι εκείνοι απαντάνε:

«Σκεφτόμαστε και σκεφτόμαστε, γιατί δεν ξέρουμε τι θα γίνει.»

Κι ο Ρίχαρντ πολύ θα ήθελε ν’ απαντήσει κάτι, αλλά καμιά απάντηση δεν του έρχεται στον νου.

Μια τεράστια μαύρη τρύπα εξαφανίζει τις απαντήσεις. Και τις λύσεις σ’ αυτά τα προβλήματα.

Αν επιβίωναν τώρα στη Γερμανία, τότε θα έχει χάσει πράγματι τον πόλεμο ο Χίτλερ, σκέφτεται ο Ρίχαρντ. Κι ας μην ξέρουν καν ποιος ήταν ο Χίτλερ. Ζητάνε άσυλο από μια χώρα για την οποία δεν γνώριζαν τίποτα προηγουμένως. Μια χώρα όπου λίγα μόνο χρόνια πριν, στο υψωμένο τείχος που τη χώριζε στα δυο, χάθηκαν δεκάδες ψυχές γιατί προσπάθησαν να φύγουν κι όχι γιατί θέλησαν να μπουν. Πόσο διαφορετικά παιχνίδια μπορεί να μας παίζει η ζωή…

Στις επιθέσεις στη Λιβύη, περιγράφει ο Αβάντ, τους σπάσανε τις κάρτες μνήμης στα κινητά τους τηλέφωνα, «broke the memory». Η μοναδική περιουσία που έχει κάθε πρόσφυγας είναι ένα κινητό. Καινούργιο μοντέλο, ή παλιότερο, με σπασμένη άλλοτε την οθόνη, άλλα με πρόσβαση στο ίντερνετ κι άλλα χωρίς, όλοι όμως πάντα έχουν ένα κινητό. Γιατί πρώτα από καθετί άλλο πρέπει να έχουν τον τρόπο να παραμένουν συνδεδεμένοι μεταξύ τους και με τους δικούς τους. Η δικιά τους μνήμη δεν πρέπει να χαθεί, να μη σπάσει ποτέ.

21ος αιώνας, αυτός ο νέος και παρ’ όλα αυτά τόσο γερασμένος αιώνας με τους ατελείωτους χείμαρρους των ανθρώπων, οι οποίοι, αφού επέζησαν περνώντας μια πραγματική θάλασσα, πνίγονται τώρα σε ποταμούς και θάλασσες φακέλων.

Μέχρι την ώρα της ετυμηγορίας.

«Πού πάει ένας άνθρωπος όταν δεν ξέρει πού να πάει;» αναρωτιέται ο αφηγητής και συνεχίζει παραθέτοντάς μας τις εύκολες δικαιολογίες με τις οποίες ο καθένας μας αποποιείται κάθε ευθύνη για τον καινούργιο διωγμό. Άνθρωποι σε απόγνωση, χωρίς μοίρα, χωρίς προορισμό, χωρίς παρηγοριά. Η ανάμνηση της ζωής κοντά στην οικογένειά τους, κι αυτή ακόμα, πονάει διπλά. Ούτε κι αυτή δεν είναι παρηγοριά, θα πει ο Ρασίντ. «Γιατί η ανάμνηση αυτή, μόνο με τον πόνο για την απώλεια είναι συνδεδεμένη, και τίποτε άλλο δεν υπάρχει. Αυτό που θα ήθελα πάνω απ’ όλα είναι να έκοβα την ανάμνηση από πάνω μου. Cut, cut».

Πόσο πιο μόνος μπορεί να μείνει ο άνθρωπος…

Μοιάζει με σενάριο θεατρικού έργου το βιβλίο της Έρπενμπεκ και είναι ένα δυνατό χαστούκι για τον Ευρωπαίο που επιμένει να κλείνει τα μάτια σε μια θλιβερή πραγματικότητα που επαναλαμβάνεται μέχρι τις μέρες μας, με διαφορετικά σχήματα αλλά απολύτως ίδια μελανά χρώματα.