Δέκα λεπτά

L
Σταύρος Ασθενίδης

Δέκα λεπτά

Ίσως φταίει η βροχή. Μέρες τώρα, αυτός ο καιρός που σου δυσκολεύει την ανάσα. Η βροχή. Πώς να σηκωθείς. Κάθε στάλα σε σπρώχνει μέσα στο μαξιλάρι. Σε βυθίζει στο στρώμα. Κάθε στάλα που μεταμορφώνει το σεντόνι σε αρπάγη. Βαθιά ανάσα τώρα. Να γεμίσουν τα πνευμόνια. Πηχτός, υγρός αέρας. Άντε, σήκω. Η μέρα δεν περιμένει. Λίγο ακόμα. Άλλη μια ανάσα. Άλλη μια και θα σηκωθώ. Σηκώνομαι.

Πρώτη στάση. Δέκα λεπτά. Κάθεσαι στην μπάρα. Καλημέρα. Η κούπα φτάνει μπροστά σου. Λευκή, στιλπνή. Με αυτό το μαύρο πυκνό υγρό να τη γεμίζει λίγο κάτω από τη μέση, καλυμμένο με ένα παχύ, αρωματικό, χρυσοκαφέ καϊμάκι. Όχι ανάσα τώρα. Αναπνοή. Αργή. Για αυτά τα πέντε, έξι δευτερόλεπτα πριν φέρεις την κούπα στα χείλη. Να φτάσουν τα αρώματα στο μυαλό σου. Αρώματα ξηρών καρπών. Ενίοτε άνθη, μέλι. Να τραβήξουν από τα βάθη εικόνες ημέρας. Φωτεινές. Να σε αφυπνίσουν. Και να έρθει μετά η γεύση, κάτι σαν σοκολάτα, τυλιγμένη σε πικρό μετάξι, κάτι σαν δαμάσκηνο, να ισορροπεί μια γλυκιά οξύτητα, ένα ώριμο, γεμάτο χυμούς σώμα που τεντώνεται στο κρεβάτι.

Μία γουλιά. Μικρή, απαλή. Σε λίγο η επόμενη. Έχεις δέκα λεπτά. Δικά σου.

Γιατί αυτός που μόλις ήρθε δίπλα σου δεν φαίνεται να τα έχει. Δεν μίλησε. Στάθηκε στην μπάρα. Δυο φλιτζάνια καφέ σερβίρονται μπροστά του. Παίρνει το ένα στα χέρια του και τον παρατηρείς να πίνει σταθερά, συνεχόμενα, σαν ναυαγός που μόλις βγήκε από τη θάλασσα. Το αφήνει και παίρνει το δεύτερο. Πίνει πάλι σταθερά,  λίγο πιο αργά. Με μια ενδιάμεση παύση. Αδειάζει το φλυτζάνι. Το αφήνει στην μπάρα. Θα πληρώσει, θα ισιώσει το σακάκι του και θα αποχωρήσει όπως ήρθε. Γρήγορα, νευρικά, αμίλητα.

Βλέποντάς τον να φεύγει, αποφασίζεις να παρατείνεις την παραμονή σου. Θα πάρεις και τα δικά του δέκα λεπτά.

(Αθήνα, πρωινό ξύπνημα, Οκτώβριος 2015).