Διάβρωση
Στη Βρετανία ζω 15 χρόνια και τρεις μήνες ακριβώς. Με το πέρασμα του καιρού έχω μάθει να εκτιμώ πολλά από τα θετικά της, να ανέχομαι αρκετά από τα αρνητικά της και να αγνοώ όσα δεν με αφορούν. Θα είμαι πάντα ευγνώμων για τις ευκαιρίες και τη ζωή που μου έδωσε και μου δίνει, για το ότι με καλωσόρισε και με ενέταξε αμέσως στην κοινότητα, απλόχερα, ακομπλεξάριστα, ελεύθερα. Αυτό όμως που δεν νομίζω ότι θα μπορέσω ποτέ να συνηθίσω και να της συγχωρήσω είναι ο καιρός.
Το Λονδίνο φημίζεται για τη βροχή του, αλλά η αλήθεια είναι ότι σε σχέση με άλλες βρετανικές πόλεις (όπως, π.χ., το Μάντσεστερ) ή ακόμα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία και το Βέλγιο, δεν βρέχει τόσο πολύ. Όχι, το χαρακτηριστικό του βρετανικού καιρού δεν είναι η βροχή, ούτε φυσικά κάποιο ιδιαίτερο κρύο, αλλά τα σύννεφα — και ο αέρας. Μία συνεχής ροή νεφών, ανέμου και βροχής έρχεται από τον Ατλαντικό, ακουμπά το Λονδίνο, κάνει στροφή γύρω από την κεντρική Αγγλία και φεύγει βορειοδυτικά. Συχνά τα μαύρα σύννεφα, το επίμονο ψιλόβροχο και ο δυνατός αέρας συνδυάζονται και δημιουργούν ένα επικίνδυνο κοκτέιλ — ένα σπρέι που σε μαστιγώνει οριζόντια, κάθετα και διαγώνια καθιστώντας την ομπρέλα και την κουκούλα διακοσμητικά αξεσουάρ — και είναι και κάτι σαν τεστ: εάν μπορείς να το ανεχτείς, τότε μπορείς να ζήσεις στη χώρα αυτή.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές ότι η Βρετανία δεν θα έπρεπε να θεωρείται κατοικήσιμη χώρα. Ότι η ανάπτυξή της οφείλεται σε ένα ιστορικό λάθος, σε ένα ατύχημα, που τώρα το πληρώνουμε όλοι μας.
Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον που δεν έχει ζήσει αυτή την πραγματικότητα (όχι μέσα από καρτ-ποστάλ και σειρές του BBC, από την ασφάλεια της απόστασης, ως τουρίστας ή επισκέπτης, αλλά ως μόνιμος κάτοικος) πώς ακριβώς είναι να ξυπνάς κάθε πρωί, κάθε μέρα, μέρα με την ημέρα, και να ξέρεις με μαθηματική ακρίβεια ότι έξω θα έχει κάποιου είδους συννεφιά — και συνήθως όχι λίγα άσπρα συννεφάκια εδώ κι εκεί, αλλά αυτήν την γκρίζα, παχιά κουβέρτα που κατεβαίνει και κάθεται πάνω στις οροφές των σπιτιών. Και που μένει εκεί για βδομάδες.
Και σε πνίγει.
Είναι Πέμπτη, 17 Δεκεμβρίου, και τις τελευταίες τρεις βδομάδες που ήμουν στη χώρα μέτρησα ακριβώς μιάμιση μέρα λιακάδας.
Η μαυρίλα αυτή είναι ύπουλη. Την επίδρασή της μπορεί καν να μην τη συνειδητοποιήσεις πριν να είναι ήδη πολύ αργά. Ο γαλάζιος ουρανός, το φως του ήλιου, σου ανοίγουν τους ορίζοντες, σε προτρέπουν να κοιτάξεις μακριά, ψηλά, μπροστά. Να ονειρευτείς. Να ανοίξεις πόρτες και παράθυρα — του σπιτιού σου και του εαυτού σου. Να βγεις και να κάτσεις έξω. Να ανοιχτείς ο ίδιος. Η συννεφιά όμως σε κάνει να μαζεύεσαι, να κλείνεσαι — και να κλείνεις. Ίσως είναι χειρότερο να έχεις μεγαλώσει με το αττικό φώς και να το χάνεις, από το να μην το είχες ποτέ. Και σίγουρα το χειρότερο απ’ όλα είναι όταν συνειδητοποιείς ότι ο καιρός αυτός δεν είναι προσωρινός, δεν θα περάσει.
Ήταν εκεί, και θα μείνει εκεί.
Η Βρετανία δεν έχει τέσσερις εποχές — έχει ένα συνεχές φθινόπωρο, με μικρά διαλείμματα πραγματικού χειμώνα στις αρχές του χρόνου και δύο με τρεις εβδομάδες καλοκαιριού, συνήθως στις αρχές Ιουνίου. Σε ένα τέτοιο κλίμα θα μεγαλώσεις, σε ένα τέτοιο κλίμα θα πεθάνεις. Ο ζεστός ήλιος, αυτό το πορτοκαλί απογευματινό φως της Μεσογείου, δεν θα επιστρέψει ποτέ: απλούστατα, επειδή δεν ήταν ποτέ εκεί.
Υπάρχουν ασφαλώς και κάποιες ημέρες με (συνήθως μερική) ηλιοφάνεια στην Βρετανία. Αυτές είναι ίσως και οι πιο δύσκολες, γιατί αφενός μεν θυμάσαι τι χάνεις όλο τον υπόλοιπο χρόνο, αφετέρου δε όλοι συμπεριφέρονται σαν να έγινε κάτι καταπληκτικό. Νιώθεις την πίεση της κοινωνικής σύμβασης — να φανείς χαρούμενος, να πεις τι ωραία μέρα που είναι, να παρατήσεις τη δουλειά σου και να βγεις έξω για να λιαστείς για κάνα δεκάλεπτο.
Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που έχω μία ακατανίκητη επιθυμία να πιάσω απ’ τον γιακά όποιον είναι δίπλα μου, να τον ταρακουνήσω και να ουρλιάξω ότι στον υπόλοιπο κόσμο, στις κανονικές χώρες, αυτή είναι η καθημερινότητα, η κανονικότητα. Εννοείται βέβαια ότι δεν μου φταίνε σε τίποτα οι άνθρωποι, που, με απόλυτη αξιοπρέπεια, ταπεινότητα και ευγένεια —ή ακόμη και με αξιοθαύμαστη αυτογνωσία, και με χιούμορ, όπως ο Richard Mabey—, προσπαθούν να διαχειριστούν την πραγματικότητα αυτή…
Μία από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες είναι κάθε φορά που μπαίνω σε αεροπλάνο κατά τη διάρκεια της ημέρας — όταν το αεροπλάνο βγαίνει από τον αποπνικτικό εναγκαλισμό της γκρίζας συννεφιάς και το χτυπά επιτέλους μία απόλυτη, καθαρή λιακάδα. Και είναι σαν το μαύρο πέπλο να τραβιέται από πάνω σου. Και συνειδητοποιείς ότι εκεί, έξω από το βρετανικό θερμοκήπιο, υπάρχει ένας ολόκληρος πλανήτης, με χρώματα, και σκιές, και μυρωδιές, και στεγνό χώμα.
…Και, ναι, πάλι βρέχει εδώ.
[ Εικονογράφηση: Ρωμανός Γεροδήμος, Διαβρωμένος, ακουαρέλα, 2007 ].