ΔΝΤ [3]

P
Αθανάσιος Τσιούρας

ΔΝΤ [3]

[ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ]

Οι αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία κατά τη δεκαετία του 1970 ήταν δραματικές. Η κατάργηση του κανόνα του χρυσού έφερε μία άνευ προηγουμένου αστάθεια στις διεθνείς αγορές συναλλάγματος, η οποία έθεσε σε κίνδυνο ισχυρές οικονομίες. Το τέλος της «ένδοξης τριακονταετίας» που είχε ακολουθήσει τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε πολλά ανεπτυγμένα δυτικά κράτη να αντιμετωπίζουν κινδύνους από τον υψηλό πληθωρισμό, που δεν θα μπορούσε να μειωθεί σε όλη τη δεκαετία του 1970, σε συνδυασμό με υψηλά χρέη, αποτελέσματα των γενναιόδωρων δημοσίων δαπανών κατά τις προηγούμενες δεκαετίες. Η μέχρι τότε επεκτατική νομισματική πολιτική είχε εξαντλήσει τα όριά της, με αποτέλεσμα μία σημαντική μείωση του ρυθμού της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Με εξαίρεση ίσως τη Δυτική Γερμανία και την Ιαπωνία, οι ισχυρές δυτικές οικονομίες τη δεκαετία του 1970 αντιμετώπιζαν μεγαλύτερα ή μικρότερα προβλήματα.

Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα προκλήθηκε από τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις, που προέκυψαν όταν οι χώρες του ΟΠΕΚ αποφάσισαν να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου προκειμένου να αυξηθούν οι τιμές του διεθνώς. Σε συνδυασμό με την επανάσταση στο Ιράν, που έθεσε την Περσία για κάποιο διάστημα εκτός παραγωγής, οι τιμές του πετρελαίου ανέβηκαν, και στο τέλος του 1980 έφτασαν να είναι στα 40 δολάρια ΗΠΑ το βαρέλι (τόσο είναι περίπου και σήμερα). Η αύξηση στις τιμές του πετρελαίου είχε σοβαρότατες επιπτώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των ανεπτυγμένων βιομηχανικών χωρών, με αποτέλεσμα ισχυρότατες πιέσεις στα νομίσματά τους.

Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ανέλαβε να βοηθήσει ανεπτυγμένα κράτη να ισορροπήσουν το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών τους και να προστατεύσουν τα νομίσματά τους τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Βασικοί «πελάτες» του ήταν η Μεγάλη Βρετανία και η Ιταλία. Το 1977 η Μεγάλη Βρετανία υποχρεώθηκε να απευθυνθεί στον διεθνή δανεισμό για να προστατεύσει τη στερλίνα που δεχόταν, εκείνο τον καιρό, κερδοσκοπική επίθεση. Το Ταμείο προσέφερε ένα πολύ μεγάλο ποσό για την εποχή (3,9 δισεκατομμύρια δολάρια, το μεγαλύτερο δάνειο που είχε χορηγήσει μέχρι τότε) και το Ηνωμένο Βασίλειο μπόρεσε, λαμβάνοντας και διακρατικά δάνεια από τις ΗΠΑ και τη Δυτική Γερμανία, να περισώσει τη στερλίνα.

Σε εφαρμογή της περίφημης conditionality (δηλαδή των όρων που τέθηκαν από το Ταμείο προκειμένου να χορηγηθεί το δάνειο), απαιτήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση (πρωθυπουργός τότε ο James Callaghan των Εργατικών) μεγάλη περικοπή δαπανών, καθώς η έλλειψη συναλλαγματικών αποθεμάτων συσχετιζόταν με τα πολύ μεγάλα ελλείμματα της κεντρικής κυβέρνησης σε συνδυασμό με το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Παρά τις αρχικές αντιδράσεις κυρίως από την αριστερή πτέρυγα του Εργατικού Κόμματος που εκπροσωπούσε ο Michael Foot, τελικώς η συμφωνία με το Ταμείο υπερψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο, όταν κατέστη προφανές ότι χωρίς τη βοήθεια του Ταμείου η βρετανική οικονομία θα κατέρρεε. Η παγκόσμια νομισματική αστάθεια ήταν τόσο μεγάλη, που το 1979 είχαν εκπονηθεί σχέδια έκτακτης βοήθειας ακόμη και για τις ΗΠΑ. Όμως η σταθεροποίηση στο Ηνωμένο Βασίλειο είχε τελικώς αποτέλεσμα, και, εντέλει, η Μεγάλη Βρετανία μπόρεσε να αποφύγει τον κίνδυνο για το νόμισμά της χωρίς καν να εκταμιευθεί το σύνολο του συμφωνηθέντος δανείου.

Καθώς τελείωνε η δεκαετία του 1970 και μπαίναμε στην επόμενη, άρχισε να αναπτύσσεται ο διεθνής τραπεζικός δανεισμός. Το φαινόμενο αυτό προέκυψε, μεταξύ άλλων, λόγω των τεράστιων διαφορών, που ήδη προαναφέρθηκαν, των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών μεταξύ των εξαγωγέων και των εισαγωγέων πετρελαίου. Με απλά λόγια, οι χώρες που παρήγαν και εξήγαν πετρέλαιο είχαν μεγάλα συναλλαγματικά περισσεύματα (αυτά που αποκλήθηκαν «πετροδόλαρα»), ενώ, αντιθέτως, οι χώρες που εισήγαν πετρέλαιο έπρεπε συνεχώς να ξοδεύουν συνάλλαγμα για την αγορά του πετρελαίου. Τα πετροδόλαρα άρχισαν να κατατίθενται σε διεθνείς τράπεζες, οι οποίες τα προσέφεραν υπό μορφή δανεισμού στις βιομηχανικές χώρες, για να μπορούν οι τελευταίες (που ήταν κυρίως οι βιομηχανικές, ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης) να αγοράζουν πετρέλαιο (και έτσι να καταλήγουν πάλι στις εξαγωγικές χώρες!). Στις συνθήκες αυτές ο ρόλος του Ταμείου ως δανειστή των ανεπτυγμένων χωρών άρχισε να υποχωρεί. Συνέχισε όμως να δανείζει, και μάλιστα όλο και περισσότερο, αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες είχαν επίσης πληγεί από τις έντονες συναλλαγματικές διακυμάνσεις της δεκαετίας του 1970 και αντιμετώπιζαν κρίσεις στο ισοζύγιο πληρωμών τους.

Το 1982 το Μεξικό αντιμετώπιζε μία μεγάλη κρίση. Παρόλο που εξήγε πετρέλαιο, ο εξωτερικός του δανεισμός είχε καταστεί μη εξυπηρετήσιμος. Από τη μία τα αυξανόμενα επιτόκια στις ΗΠΑ (που είχε προκαλέσει ο Διοικητής της Fed, Paul Volcker, με σκοπό την καταπολέμηση του πληθωρισμού, κάτι που τελικά επιτεύχθηκε το 1983), από την άλλη η κατάρρευση του πέσο, που ήταν τεχνητά υπερτιμημένο τα προηγούμενα χρόνια, ανάγκασαν την κυβέρνηση του Μεξικού να λάβει κάποια δραστικά μέτρα, όπως η κρατικοποίηση του συνόλου του τραπεζικού τομέα. Όμως τα μέτρα αυτά δεν κατάφεραν να διασώσουν το τραπεζικό σύστημα και το νόμισμα, γι’ αυτό και κλήθηκε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να τεθεί επικεφαλής μίας ομάδας δανειστών (που περιελάμβαναν τις ΗΠΑ και ιδιωτικές τράπεζες) με σκοπό την παροχή βραχυπρόθεσμης ρευστότητας στο Μεξικό, μέχρις ότου αναδιαρθρωθεί το χρέος του. Το Ταμείο απαίτησε και σε αυτή την περίπτωση αρκετά διαρθρωτικά μέτρα, σχετιζόμενα κυρίως με την απελευθέρωση της οικονομίας.

Η περίπτωση του Μεξικού είναι ενδιαφέρουσα για εμάς, επειδή έχει δύο στοιχεία πολύ οικεία για την περίπτωσή μας: την απροθυμία της χώρας να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις και την ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους. Βέβαια, στην περίπτωση του Μεξικού το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους σε ετήσια βάση ξεπερνούσε τα αντίστοιχα προϋπολογιζόμενα έσοδα, τα επιτόκια ήταν διψήφια και αυξανόταν ακόμη περισσότερο εξαιτίας της διαρκούς διολίσθησης της τιμής του πέσο σε σχέση με το δολάριο (το μεγαλύτερο μέρος του χρέους ήταν σε δολάρια). Η σταδιακή εφαρμογή των μέτρων που είχε ζητήσει το Ταμείο, απλωμένη από το 1982 ώς το 1989, σήμαινε ότι η μεξικανική οικονομία παρουσίαζε μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης. Τελικά, το 1989 ολοκληρώθηκε η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, ενώ καταργήθηκαν επίσης οι ποσοστιαίες επιδοτήσεις του τραπεζικού συστήματος σε τομείς της οικονομίας που καθόριζε κατά τις προτεραιότητές της η κυβέρνηση. Επίσης, το 1989 έγινε ένα νέο σχήμα αναδιάρθρωσης του μεξικανικού χρέους που περιελάμβανε επιλογές για τους δανειστές, μεταξύ των οποίων το ονομαστικό κούρεμα (ενός χρέους που είχε διογκωθεί λόγω των υψηλότατων επιτοκίων και της πτώσης του πέσο) ή η ανταλλαγή ομολόγων με νέα ομόλογα ίσης αξίας, αλλά με χαμηλότερο επιτόκιο. Παρόμοιες διαδικασίες (δανεισμού με συμμετοχή του Ταμείου και τελικώς αναδιάρθρωσης του χρέους) ακολουθήθηκαν και για άλλες χώρες της Κεντρικής, κυρίως, Αμερικής, που κατά τη δεκαετία του 1980 αντιμετώπισαν κρίσεις αντίστοιχες με αυτήν του Μεξικού — τελικώς οι κρίσεις αυτές συνολικά έμειναν γνωστές ως «η λατινοαμερικανική κρίση χρέους της δεκαετίας του 1980».

Από το 1989 και για μία πενταετία το Μεξικό έμελλε να γνωρίσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά το αδύναμο νόμισμα και οι κυβερνητικές παροχές κατά το 1994 οδήγησαν σε νέα κρίση, αυτή τη φορά υπερπληθωρισμού. Τελικά ένας δανεισμός ύψους 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων που χορηγήθηκε από τις ΗΠΑ, αλλά του οποίου η διαχείριση ανατέθηκε στο Ταμείο, σταθεροποίησε εκ νέου τη μεξικανική οικονομία, που άρχισε και πάλι να αναπτύσσεται. Η ανάπτυξη αυτή συνδέεται και με την ένταξη του Μεξικού στη Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελευθέρου Εμπορίου (North American Free Trade Association — NAFTA) από το 1994, καθώς και με το γενικότερο άνοιγμα της μεξικανικής οικονομίας τα χρόνια που ακολούθησαν.

Το Μεξικό ήταν ενδιαφέρουσα περίπτωση, επειδή η σωτηρία του υπαγορεύτηκε εν πολλοίς και από τη μεγάλη έκθεση αμερικανικών τραπεζών που το είχαν δανείσει. Ο φόβος για το domino effect που θα μπορούσε να προκαλέσει η κατάρρευση της μεξικανικής οικονομίας το 1982 ήταν ο προάγγελος αντίστοιχων φόβων το 1994-95 πάλι σε σχέση με το Μεξικό, αλλά και στο τέλος της δεκαετίας του 1990 σε σχέση με τις ασιατικές αγορές, τις πρώην «ασιατικές τίγρεις».

Πριν πάμε όμως στο ρόλο του Ταμείου την εποχή της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να σταθούμε στα γεγονότα που σημάδεψαν το τέλος της δεκαετίας του 1980 —την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού—, τα οποία σημάδεψαν το Ταμείο με πολλούς τρόπους. Εκτός από την απότομη αύξηση του αριθμού των μελών του, το Ταμείο πλέον απευθυνόταν και σε χώρες τού τέως Δεύτερου Κόσμου, από τον οποίο ήταν αποκλεισμένο μέχρι το 1989: έγινε δηλαδή πραγματικά παγκόσμιο. Επίσης, κατά το διάστημα της μετάβασης των οικονομιών της Ανατολικής Ευρώπης από τον σοσιαλισμό στην οικονομία της αγοράς, αναδείχθηκε ιδιαιτέρως ο συμβουλευτικός ρόλος του Ταμείου.

Τη χρηματοδότηση των οικονομιών αυτών την ανέλαβαν άλλοι οργανισμοί: η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη, και η Παγκόσμια Τράπεζα. Ο ρόλος του Ταμείου ήταν να διαμορφώσει και να προτείνει συμβουλευτικά τις στρατηγικές μετάβασης από κρατικώς ελεγχόμενες οικονομίες σε οικονομίες της αγοράς. Πρώτη χώρα που δέχτηκε τις συμβουλές του Ταμείου το 1990 ήταν η Πολωνία, η οποία εφάρμοσε ένα εμπροσθοβαρές πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, ενώ μετά η βοήθεια του Ταμείου ζητήθηκε από την Ουγγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, το ίδιο έτος, από την Τσεχοσλοβακία και την Ρουμανία (1991) και στη συνέχεια από τα κράτη που προέκυπταν από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και της Γιουγκοσλαβίας.

Η ομαλή μετάβαση των περισσότερων από τις χώρες αυτές στην οικονομία της αγοράς πιστώνεται σε μεγάλο βαθμό στον συμβουλευτικό ρόλο του Ταμείου. Ξεχώρισαν χώρες, όπως οι βαλτικές δημοκρατίες και η Τσεχία, που προχώρησαν γρηγορότερα σε μεταρρυθμίσεις και η οικονομική τους ανάπτυξη έγινε εμφανής από νωρίς. Μεγαλύτερο σχετικά πρόβλημα είχαν οι χώρες με μεγαλύτερη εμπορική εξάρτηση από τη Σοβιετική Ένωση ή από τη Ρωσία. Σήμερα, όμως, 11 κράτη που είχαν οικονομίες με κεντρικό σχεδιασμό (ή προήλθαν από μεγαλύτερα κομουνιστικά κράτη) έχουν μεταβεί με επιτυχία στην οικονομία της αγοράς και ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συμβολή του Ταμείου στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που απαιτήθηκαν για τη μετάβαση αυτή ήταν καταλυτική.

Στο επόμενο σημείωμα θα δούμε το Ταμείο στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και στον 21ο αιώνα. Θα δούμε τι έκανε στη Ρωσία, την Τουρκία και τη Βραζιλία, μεταξύ άλλων — θα δούμε περιπτώσεις που πέτυχε και περιπτώσεις που απέτυχε.

[ Φωτογραφία: Διαδήλωση κατά του Ταμείου στο Μεξικό το 1982 ].