Δυο λόγια για τον Ζακ Τατί

C
Βασίλης Γουδέλης

Δυο λόγια για τον Ζακ Τατί

Έχοντας υπόψη μου την πρώτη μικρού μήκους ταινία του και ανανεώνοντας για πολλοστή φορά την επαφή μου με το «Ο Θείος μου», που ξαναείδα προσφάτως, συνειδητοποίησα ότι οι κορυφαίες στιγμές του σπουδαίου Ζακ Τατί, του επονομαζόμενου και ποιητή της κωμωδίας, βρίσκονται στις δύο πρώτες του μεγάλου μήκους ταινίες: στο «Μέρα γιορτής» του 1949 και, βέβαια, στο «Οι Διακοπές του κυρίου Ιλό» του 1953.

Διότι, δυστυχώς, στο φιλμ «Ο Θείος μου» του 1958 τα έξυπνα ευρήματα και το ανεπανάληπτο timing (η χρήση του χρόνου στην κίνηση) δεν μπορούν να διασώσουν το φιλμ από την αφελή σχηματικότητα: το παλιό, καλό, αθώο Παρίσι απέναντι στο τέρας του εκσυγχρονισμού (στοιχεία που και στο μεταγενέστερο και πολύ ανώτερο «Play Time» του 1967 παρεισφρέουν επίσης). Το «Τραφίκ» του 1971, το κύκνειο άσμα του, είναι διάστικτο από ευφυείς ιδέες, που εντυπώνονται, παρότι το σύνολο πλατειάζει. Πάντως, δεν είναι και λίγο να έχουν μείνει στη μνήμη σου σκηνές όπως εκείνες οι τόσο πνευματώδεις στο αστυνομικό τμήμα ή οι άλλες που αποτυπώνουν τις εκφράσεις, τις καταστάσεις και τις χειρονομίες των οδηγών στο φανάρι (εικόνες που στη συνέχεια αντέγραψε κατά κόρον το παγκόσμιο σινεμά).

Εάν ένα βασικό πλεονέκτημα του Τατί είναι το γεγονός της διύλισης των gags (των τρελών, ανατρεπτικών) στοιχείων της αμερικανικής βουβής κωμωδίας (που και αυτή κατάγεται από το γαλλικό burlesque), μέσα από ένα διανοητικό, τρυφερό και, κυρίως, ποιητικό κλίμα, στο «Μέρα γιορτής» και ιδιαίτερα στον «Ιλό» η οπτική του Γάλλου δημιουργού είναι για ανθολόγηση. Στον «Ιλό» ο αδέξιος, «απορρυθμιστικός» ταχυδρόμος της προηγούμενης ταινίας δίνει τη θέση του σε έναν τύπο, επίσης «εντός και εκτός κλίματος»: τον χαρακτήρα του μικροαστού Ιλό, τον οποίο ο εμπνευστής του μπόρεσε να καταστήσει «πρόσωπο» δίνοντάς του βάθος «δραματικό». Είναι κι αυτός μια μικρή, συμπαθητική παραφωνία σε ένα περιβάλλον το οποίο σατιρίζει χωρίς σκληρότητα: αντίθετα, μοιάζει να το αγαπά βαθιά και να διασκεδάζει με το ήθος του. Ο κόσμος των ταινιών του Ιλό είναι ένας κόσμος που προτιμά τον θόρυβο από τον διάλογο, και ο ίδιος κινείται εντός του και ταυτόχρονα στην περιφέρειά του, χρονικογράφος και συμμέτοχος. Τα καλόκαρδα σχόλια και οι μικρές αρνήσεις του δεν εμποδίζουν τη φιλοτέχνηση ενός σκηνικού που έχεις την αίσθηση ότι υπηρετεί κάτι εύθραυστο και μουσικό. Η ανθρώπινη κατάσταση σαν μια μηχανή σε αέναη κίνηση. Οι κωμικές σκηνές νομίζεις ότι εκτυλίσσονται σε ένα κάδρο συλλεκτικών καρτ ποστάλ από ένα τοπίο που βυθίζεται αργά σε έναν ιλαρό και άτμητο χρόνο.

Ο Τατί υπήρξε δημιουργός με την καθαρότερη έννοια της λέξης: ένας κινηματογραφιστής που κατασκευάζει τον δικό του κόσμο εξ ολοκλήρου, από το Α ως το Ω, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το «Play Time», όπου δεν δίστασε να ανακατασκευάσει ένα Παρίσι σε ντεκόρ για να μας διηγηθεί όμως, πάλι με πρωταγωνιστή τον Ιλό, μια ιστορία απίστευτης αφηγηματικής καθαρότητας, με απώτερο στόχο να μιλήσει για την γκρίζα τεχνοκρατία της εποχής μας. Το κοινό φάνηκε ανέτοιμο να επικοινωνήσει με τις μαξιμαλιστικές τάσεις του Τατί και η ταινία ήταν μεγάλη εμπορική αποτυχία, τερματίζοντας ουσιαστικά την καριέρα του σπουδαίου σκηνοθέτη. Ευτυχώς, το πέρασμα του χρόνου έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: σήμερα θεωρείται μία εξαιρετική, αν και ελαττωματική, προσθήκη στη, σχετικά μικρή σε παραγωγή, αλλά τόσο σημαντική πορεία του ποιητή της κινηματογραφικής κωμωδίας.