Εγκλήματα

P
Νίκος Ψαρρός

Εγκλήματα

Από προχθές το βράδυ, μια λέξη κυριαρχεί στους αιθέρες: Πόλεμος! Βρισκόμαστε σε πόλεμο, όχι μόνο οι Γάλλοι, αλλά όλοι όσοι τιμούμε αυτό που ονομάζουμε δυτικό τρόπο ζωής, δυτική σκέψη και πολιτισμό. Όλα αυτά δέχτηκαν το βράδυ της Παρασκευής ένα βαρύ χτύπημα, ένα χτύπημα που ο σατανικός σχεδιασμός του εκμεταλλεύτηκε μια βασική πτυχή του δυτικού τρόπου ζωής, για να τον λαβώσει σε ειδικά αυτή την πτυχή του: τη διαμόρφωση του ελεύθερου χρόνου μέσα στο χαλαρό κοινωνικό πλαίσιο του μίγματος υλικής και πνευματικής απόλαυσης. Οι άνθρωποι δεν δέχτηκαν επίθεση στους χώρους της ανάγκης, στους τόπους εργασίας τους ή εκεί όπου προμηθεύονται τα προς το ζην, αλλά στους χώρους της ελευθερίας: εκεί όπου πνεύμα και ύλη δημιουργούν αυτό για το οποίο τελικά όλοι ζούμε.

Δεχτήκαμε λοιπόν όλοι, και όχι μόνον οι κάτοικοι της γαλλικής πρωτεύουσας, ένα πολεμικό χτύπημα, απρόκλητο, ύπουλο, θανατηφόρο. Τώρα όμως που καταλαγιάζει ο κουρνιαχτός των εκρήξεων και τα θύματα βρίσκονται ή στα νοσοκομεία ή στα νεκροτομεία, ίσως θα ’πρεπε να ξανασκεφτούμε αν είναι σωστό να αποδεχτούμε την πρόκληση των δραστών και να μπούμε μαζί τους στον χορό του πολέμου. Όχι, δεν κηρύσσω ηττοπάθεια, ούτε είμαι ειρηνιστής, πιστεύω όμως ακράδαντα ότι κάθε πράξεως πρέπει να προηγείται η σκέψη. Και είμαι της γνώμης ότι η καθαρή σκέψη θα μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα γεγονότα όχι σαν πράξεις πολέμου αλλά σαν αυτό που πραγματικά είναι: ειδεχθή εγκλήματα, οι δράστες των οποίων, όσοι ξέφυγαν από την αστυνομία και οι ηθικοί αυτουργοί, πρέπει να οδηγηθούν στην δικαιοσύνη και να τιμωρηθούν σύμφωνα με τον νόμο.

Και αυτό όχι για ανθρωπιστικούς λόγους, ή γιατί ένας πόλεμος θα εμβάθυνε ίσως την ήδη σχεδόν μη διαχειρίσιμη ανθρωπιστική κρίση. Οι λόγοι αυτοί ισχύουν, αλλά δεν καθορίζουν τη φύση του προβλήματος. Αυτή έγκειται στο γεγονός ότι η αντιμετώπιση των επιθέσεων του Παρισιού ως πολεμικών θα εμπόδιζε τη δίκαιη τιμωρία των δραστών.

Ο πόλεμος ορίζεται από τους κλασικούς του διεθνούς δικαίου ως διαμάχη ανάμεσα σε αυτεξούσια σχήματα με σκοπό την εξάλειψη του αντιπάλου. Ο σκοπός αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε με φυσική καταστροφή του αντιπάλου, είτε με αφομοίωσή του από τον νικητή, είτε, συμβατικά, με τη σύναψη μιας συμφωνίας ειρήνης — είτε πολιτιστικά: κάνοντας τον πρώην εχθρό συμπολίτη. Τα αυτεξούσια σχήματα που μπορεί να είναι εμπόλεμα μέρη, είναι είτε κλασικά συστήματα άσκησης εξουσίας (δηλαδή κράτη), είτε μεμονωμένα φυσικά πρόσωπα ή ομάδες φυσικών προσώπων. Το δεύτερο προϋποθέτει την παντελή απουσία κρατικής εξουσίας, κάτι που στον σημερινό κόσμο είναι θεωρητικά ανύπαρκτο (δεν υπάρχει πλέον καμία περιοχή του πλανήτη που να μην υπόκειται στη δικαιοδοσία ενός κράτους ή μιας διακρατικής συμφωνίας).

Η αντιμετώπιση των δραστών ως εμπόλεμου μέρους εγείρει λοιπόν καταρχήν το ερώτημα της φύσης του. Πρόκειται για ένα κράτος; Φαινομενικά ίσως, μια και ο εχθρός αυτοαποκαλείται «ισλαμικό κράτος» ή «χαλιφάτο». Όμως στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε, πρώτον, να είναι αναγνωρισμένο διεθνώς ως κρατική οντότητα και, δεύτερον, να εκπληροί τουλάχιστον μερικές από τις βασικές προϋποθέσεις μιας κρατικής οντότητας. Να αποτελείται δηλαδή από λαό, επικράτεια και σύστημα εξουσίας. Το λεγόμενο «ισλαμικό κράτος» μπορεί μεν να ασκεί εξουσία σε κάποια εδάφη, όμως δεν έχει αυτό το είδος της επικυριαρχίας στην περιοχή που εξουσιάζει ώστε να την καταστήσει επικράτεια — αλλά ούτε λαός υφίσταται και, που να «επανδρώνει» τις θέσεις άσκησης εξουσίας. Αυτή τη στιγμή το λεγόμενο «ισλαμικό κράτος» είναι μια ετερόκλητη συμμορία μαχαιροβγαλτών, που καταδυναστεύουν όσους έχουν την ατυχία να βρίσκονται στην ακτίνα βεληνεκούς των όπλων τους. Το «ισλαμικό κράτος» δεν είναι (ή τουλάχιστον δεν είναι ακόμα) κράτος, αλλά ούτε και ημικρατική οντότητα, όπως π.χ. η Παλαιστίνη, ή το Τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας, ή το κράτος του Βατικανού.

Εφόσον δεν υπάρχει κράτος, τότε ο πόλεμος διεξάγεται από μια ομάδα φυσικών προσώπων, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς — κάτι που, ναι μεν θεωρητικά είναι αδύνατον τη σημερινή εποχή, αλλά, όπως φαίνεται, θλιβερή πραγματικότητα. Εάν το δεχτούμε αυτό, τότε βρισκόμαστε μπροστά στο δεύτερο πρόβλημα, το οποίο ανακύπτει από την φύση του πολέμου. Γιατί, όπως είδαμε, ο σκοπός του πολέμου είναι ή η ολοκληρωτική εξόντωση του αντιπάλου, ή η αφομοίωσή του μέσω μιας συνθήκης ειρήνης. Στην πρώτη περίπτωση, ανοίγεται ο ασκός του Αιόλου της αυθαιρεσίας. Ποιοι ανήκουν στους εχθρούς; Αυτοί που έκαναν τις σκέψεις τους πράξεις, ή και αυτοί που έμειναν στην πρόθεση; Και αυτοί που ίσως έμαθαν κάτι αλλά δεν μίλησαν; Ακόμα και οι γονείς, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους; Όποιος κατά τύχη συγκατοικεί μαζί τους ή αγοράζει από το ίδιο μαγαζί; Στη δεύτερη περίπτωση, η σύναψη ειρήνης μαζί τους σημαίνει και την αναγνώριση των πράξεών τους (τουλάχιστον μερικών από αυτές) ως δικαιολογημένων πράξεων πολέμου. Έτσι όμως τα θύματα δεν θα βρουν δικαίωση και οι πράξεις των δραστών θα μείνουν ατιμώρητες. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς από τη μια μεριά να συνάψει μια συνθήκη ειρήνης με αυτές τις ομάδες και από την άλλη να τις κατηγορήσει για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Αυτό όμως πάλι θα άφηνε μερικά από τα θύματα χωρίς δικαίωση.

Όμως όλα τα θύματα ζητούν δικαίωση. Κι εμείς οι υπόλοιποι, οι επιζώντες, οι άμεσα και έμμεσα υφιστάμενοι τις συνέπειες αυτών των πράξεων, δεν θέλουμε ούτε να εξαλείψουμε, ούτε να αφομοιώσουμε έναν εχθρό. Θέλουμε να πενθήσουμε τους νεκρούς, θέλουμε να παρηγορήσουμε αυτούς που έμειναν πίσω και που τώρα τους περιμένουν μάταια, θέλουμε να δώσουμε ξανά κουράγιο στους φοβισμένους. Θέλουμε οι δράστες να τιμωρηθούν, θέλουμε να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος και την κακία της πράξης τους, θέλουμε —ναι, και αυτό θέλουμε— να μετανοήσουν και να ζητήσουν συγγνώμη. Δεν θέλουμε την ειρήνη μετά τον πόλεμο. Ζούμε σε ειρήνη και δεν την εγκαταλείπουμε.

Γι’ αυτό τα γεγονότα του Παρισιού δεν είναι μια πράξη πολέμου. Είναι μια σειρά εγκλημάτων, κοινών, ειδεχθών και αποτρόπαιων εγκλημάτων, εγκλημάτων εναντίον ανθρώπων, εναντίον της ειρήνης και εναντίον της ανθρωπότητας.

Ο αγώνας εναντίον του εγκλήματος δεν είναι ένας πόλεμος-προπομπός μιας ειρήνης, αλλά ο απόλυτος αγώνας του καλού ενάντια στο κακό.