Εκκλησία, Κράτος και Εκπαίδευση

P
Στέφανος Καβαλλιεράκης

Εκκλησία, Κράτος και Εκπαίδευση

Η διαμόρφωση των σχέσεων του τριγώνου Εκκλησίας, Κράτους και Εκπαίδευσης είναι κρίσιμο να αναλυθεί για δυο σημαντικούς λόγους. Καταρχάς για να γίνει κατανοητό γιατί η Εκκλησία της Ελλάδος δεν μπήκε ή δεν της επετράπη να μπει στη διαδικασία δημιουργίας ενός αυτόνομου σχολικού δικτύου. Κατά δεύτερον, για να γίνει κατανοητό ότι το θρησκευτικό στοιχείο ως στοιχείο της σχολικής εκπαίδευσης εισήλθε στην εκπαίδευση υπό την αυστηρή κρατική παρακολούθηση. Η ανάλυση αυτών των δύο δεδομένων καταδεικνύει ακριβώς το μεγάλο κενό στην «ιδιωτική σφαίρα» μιας θρησκευτικής ηθικοποιητικής εκπαίδευσης που, αν στη Δυτική Ευρώπη καλύφτηκε τον 19ο αιώνα από την Καθολική Εκκλησία, στην Ελλάδα αυτό έμελλε να γίνει από τα σχολεία προτεσταντικών ή καθολικών καταβολών, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη χώρα των αποστολών της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Η αυτονόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδος ήταν από τους πρωταρχικούς στόχους της βαυαρικής Αντιβασιλείας και ειδικότερα του Maurer. Προτεστάντης και νομομαθής ο ίδιος, πίστευε στο δικαίωμα της κοσμικής εξουσίας να ρυθμίζει τα εκκλησιαστικά πράγματα, δηλαδή την υποτέλεια του sacerdotium στο imperium , κάτι που ήταν και σύμφωνο βέβαια με το δίκαιο της Ανατολικής Εκκλησία;.[1] Για την Ελλάδα εξάλλου ο ίδιος πίστευε ότι η Επανάσταση του 1821 δεν έγινε μόνο για την πολιτική αλλά και για τη θρησκευτική ελευθερία και ότι η ανεξαρτησία της Ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη της Βασιλείας στην Ελλάδα.[2] Φοβόταν βέβαια και ότι μια τελείως ανεξάρτητη Εκκλησία θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε ένα μικρό Βατικανό, εξ ου και η διαδικασία της αυτονόμησής της θα έπρεπε να οργανωθεί με  έναν τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί τα κρατικά συμφέροντα και χωρίς να τίθεται επ’ ουδενί σε αμφισβήτηση η κρατική εξουσία.[3] Η Εκκλησία της Ελλάδος κηρύσσει μονομερώς το αυτοκέφαλο της το 1833 από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και παραμένει σχισματική για δεκαεπτά χρόνια. Η απόφαση αυτή του Maurer συνέκλινε με τη βούληση πολλών εκπροσώπων του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, και του Κοραή βέβαια, ο οποίος θεωρούσε την αυτόνομη Ελλαδική Εκκλησία ως βασική προϋπόθεση για την ολοκλήρωση της εθνικής χειραφέτησης,[4] αν και στο ιδεολογικό πεδίο οδήγησε σε μάλλον αντίθετα αποτελέσματα από το αναμενόμενο.

Η δεκαετία του 1830 ήταν μια δεκαετία παρακμής για την Ελλαδική Εκκλησία και σηματοδότησε την έντονη διάδραση μεταξύ λαϊκής και θρησκευτικής ζωής. Οι θρησκευτικές ιδέες, απότοκες του πολιτικού οράματος ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, θα ταυτίζονταν με αυτές της «Μεγάλης Ιδέας», η οποία λίγα χρόνια αργότερα θα αποτελούσε τον βασικό κινητήριο άξονα της πολιτικής ζωής του τόπου. Το κύμα αυτό το στελέχωναν κυρίως προαστικά κοινωνικά στρώματα που κατανοούσαν κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού τους ως μία εκ των έσω διάβρωση του θρησκευτικού υποστρώματός τους και της προαστικής παράδοσης, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν με καχυποψία καθετί καινούριο.[5] Η Εκκλησία, ενταγμένη στο κρατικό πλαίσιο λειτουργίας, θα γινόταν ο βασικός αγωγός διοχέτευσης σε αυτό της νέας ιδεολογικής όσμωσης. Η εξέλιξη αυτή σηματοδοτούσε την υποχώρηση τελικά της ιδεολογικής επιρροής του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της πρωτοκαθεδρίας στο αξιακό επίπεδο της κοινωνίας αρχών, όπως η «μη ανεκτικότητα» και η «ιδεολογική σκλήρυνση».[6]

Στο εκπαιδευτικό πεδίο, η συσταθείσα για τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό επιτροπή απέδιδε τεράστια σημασία στη θρησκευτική εκπαίδευση, αναγορεύοντας τον Χριστιανισμό ως τη βάση της εκπαίδευσης.[7] Η ένταξη της θρησκευτικής εκπαίδευσης στη σχολική εκπαίδευση είχε συναντήσει τη θετική υποδοχή ήδη των επαναστατημένων επιτροπών από την εποχή του Αγώνα, οι οποίες και είχαν εκφραστεί θετικά σε μια τέτοια εξέλιξη.[8] Αυτή η υλοποίηση θα υλοποιηθεί λίγα χρόνια αργότερα από τη βαυαρική Αντιβασιλεία, όχι στην κατεύθυνση μιας ηθικής διαπαιδαγώγησης, αλλά μιας «θρησκευτικής ορθότητας» που θα επέφερε την πολιτική.

Η Ελλαδική Εκκλησία, υποταγμένη πλέον οριστικά στο Κράτος, δεν θα αποκτήσει ποτέ ουσιαστικά το δικαίωμα να αναπτύξει το δικό της εκπαιδευτικό δίκτυο και να ιδρύσει δικά της σχολεία όπως έγινε στη Γαλλία. Το Κράτος είχε τον απόλυτο έλεγχο της «δημόσιας σφαίρας» και του εκπαιδευτικού της συστήματος, μέρος του οποίου αποτελούσε και η θρησκευτική εκπαίδευση. Το Σχολείο θα ήταν ο τόπος όπου δεν θα εμπεδώνονταν χριστιανικές αξίες μέσω της κατήχησης αλλά ηθικές που θα αποτελούσαν ένα «ιδεολογικό μπετόν» για την κοινωνική ενσωμάτωση, αξίες που θ αναπαρήγαν τη νέα εθνική ταυτότητα, τη νέα κρατική συνείδηση.

 

[1] Κ. Πιτσάκης, «Quel sera donc l’institut de France. Qui proposera cette mission…?”. Γαλλικοί οραματισμοί για την Εκκλησία της Ελλάδος», στο Ε. Χρυσός & C. Farnaud (επιμ.), Ελλάδα και Γαλλία τον 19ο αιώνα / La France et la Grece au XIXe siècle, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα, 2013. Στο ίδιο άρθρο επισημαίνεται και η ευρύτερη απαξία των κανονολόγων της Καθολικής Εκκλησίας να ασχοληθούν με το Ανατολικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο λόγω του «βυζαντινού καισαροπαπισμού» μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, που είχε ως αποτέλεσμα ολόκληρη η σειρά των Βυζαντινών κανονικών κειμένων να ανήκουν στη Μεταρρύθμιση.

[2] Βλ. σχετικά G.L Maurer, Ο Ελληνικός λαός[Das Griechische volk, Heildelberg, 1835], Αφοί Τολίδη, Αθήνα, 1976, ένα από τα σημαντικότερα έργα της εικόνας για την Ελλάδα των πρώτων χρόνων της απελευθέρωσης.

[3] Γ. Μεταλληνός, Ελλαδικού αυτοκεφάλου παραλειπόμενα, Δόμος, Αθήνα, 21989.

[4] Π. Κιτρομηλίδης, «Το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια», στο Θ. Βερέμης, Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στην Νεότερη Ελλάδα, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 32003.

[5] Π. Καραμούζης, Κράτος, Εκκλησία και Εθνική ιδεολογία στη νεώτερη Ελλάδα (Κλήρος, Θεολόγοι και Θρησκευτικές οργανώσεις στο Μεσοπόλεμο), Διδακτορική Διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα, 2004.

[6] Σχετικά με την ιδεολογική σκλήρυνση τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, βλ. Κ.Θ. Δημαράς, Ο Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα, 1994

[7] Δ. Αντωνίου, Οι απαρχές του εκπαιδευτικού σχεδιασμού στο νεοελληνικό κράτος: Το σχέδιο της Επιτροπής του 1833, Πατάκης, Αθήνα, 1992. Αξίζει να επισημανθεί ότι κανένα μέλος της επιτροπής δεν ανήκε στον κλήρο.

[8] Ε. Περσελής, Εξουσία και θρησκευτική αγωγή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Γρηγόρης, Αθήνα, 1999.