Το έκθεμα στο μουσείο

P
Ρωμανός Γεροδήμος

Το έκθεμα στο μουσείο

Ίσως χρειάζεται να προλογίσω τις παρακάτω σκέψεις σημειώνοντας ότι το κέντρο της Αθήνας —όπως κάθε δημόσιος χώρος, αλλά ειδικά ο συγκεκριμένος— αποτελεί το μεγάλο προσκήνιο του πολιτικού παιχνιδιού. Είναι χώρος μέσα στον οποίον εξασκείται ισχύς — κρατική, αντικρατική, εμπορική, καταναλωτική, οικογενειακή, ιδιωτική. Καθετί στον χώρο αυτό —από τα κτίρια και τις μόνιμες πινακίδες μέχρι τα προσωρινά στολίδια και τις αφίσες, από τα δακρυγόνα μέχρι τις μολότοφ, από τους παράνομους βανδαλισμούς και τα graffiti μέχρι τις πράξεις κατάληψης, διανυκτέρευσης και εκμετάλλευσης— είναι προϊόν και φορέας αυτού του παιχνιδιού εξουσίας.

Κάπως έτσι, μία εντελώς κοινή και συμβατική βόλτα στο κέντρο της Αθήνας θα μπορούσε να ερμηνευτεί ή να βιωθεί ως πολιτική πράξη — για την ακρίβεια, ώς απειροελάχιστη πράξη αντίστασης. Διότι, για λόγους που πλέον είναι μάλλον ευνόητοι, είναι μικρή πράξη αντίστασης  το να περπατάς στα Εξάρχεια νιώθοντας ελεύθερος και ασφαλής… το να απολαμβάνεις τον καφέ σου στο, αναγεννημένο από τις στάχτες του, Starbucks της Κοραή… το να διαβάζεις το συγκλονιστικό (και τόσο επίκαιρο) βιβλίο του Κώστα Σημίτη, Δρόμοι Ζωής… το να ψωνίζεις ωραία βιβλία από τον Ιανό, στην υπό τακτική πολιορκία Σταδίου… το να αγνοείς τα σκυλάδικα που πλέον θεωρούνται κάλαντα και εκπέμπονται με μεγάφωνα σε διάφορα σημεία του εμπορικού κέντρου της χώρας… το να επισκέπτεσαι την πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση για τον Μιχαήλ Αξελό στο Μουσείο της Τραπέζης της Ελλάδος… το να βλέπεις το «Μαργαριταρένιο Κουμπί» στο αγαπημένο Άστυ…

Και κάπως έτσι, με έναν καφέ, ένα βιβλίο, μία έκθεση, έναν περίπατο, ανακαταλαμβάνεις την πόλη σου.

Αντίσταση —συχνά όχι απειροελάχιστη— είναι και το να εκτίθεσαι και να υπερασπίζεσαι τις επιλογές σου. Και όπως το γράφω αυτό ακούω ταυτόχρονα και την κριτική. Μήπως είναι αλαζονεία το να χρησιμοποιείς τον όρο «αντίσταση» για να περιγράψεις πράξεις πολυτελείας στους ίδιους δρόμους όπου κάποτε κάποιοι έκαναν πραγματική αντίσταση, ειδικά τη στιγμή που άλλοι δεν έχουν να φάνε; Μήπως είναι απολιτικό το να θεωρείς ότι πράξεις κατανάλωσης έχουν οποιουδήποτε είδους ουσία και αποτέλεσμα;

Μπορεί και να ’ναι έτσι. Ταυτόχρονα όμως σκέφτομαι ότι όλοι αυτοί που θυσιάστηκαν σ’ αυτούς τους δρόμους το έκαναν για να μπορούμε εμείς να κυκλοφορούμε ελεύθεροι και ασφαλείς στην πόλη μας. Για να έχουμε ακριβώς την ελευθερία να επιλέξουμε όποιο καφέ, όποιο βιβλίο, όποια ταινία, όποια έκθεση θέλουμε, χωρίς να πρέπει να απολογηθούμε (και, ναι, η ελευθερία αυτή στην πραγματικότητα περιορίζεται από τους διαθέσιμους πόρους του καθενός, αλλά δεν επεκτείνεται με το να καταστρέφουμε τους πόρους των άλλων). Την ελευθερία τού να ζεις σε ένα κράτος που προστατεύει τον πολίτη, την επιχείρηση, τον κάτοικο. Την ελευθερία του πολιτισμικού πλουραλισμού και της ανοιχτής κοινωνίας που δεν σου επιβάλλει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της ασχήμιας, του λαϊκισμού, της φτήνιας, της ισοπέδωσης, του κυνισμού.

Πολιτική είναι πάνω απ’ όλα η διαχείριση της ατομικής και της συλλογικής ελευθερίας και των εντάσεων που προκύπτουν από τη σύγκρουσή τους. Επομένως, κάθε ατομική πράξη και επιλογή —όσο μικρή, όσο συμβολική και να είναι— είναι βαθιά πολιτική. Και η αξία της μίας ατομικής ψήφου, άλλωστε, συμβολική είναι. Το άθροισμα των ψήφων είναι που δημιουργεί το πολιτικό γεγονός — όπως και το άθροισμα των καταναλωτικών και επενδυτικών επιλογών είναι αυτό που διαμορφώνει την αγορά. Οι καταστροφές του Δεκεμβρίου του 2008, του Μαΐου του 2010, του Φεβρουαρίου του 2012 —και τόσες άλλες— ήταν όχι μόνο συμβολικές ή ιδεολογικά συνειδητοποιημένες αλλά και πράξεις με ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού διέλυσαν την τοπική οικονομία, έδιωξαν τους καταναλωτές και συνετέλεσαν στο να αποσυντεθεί ο ιστός της τοπικής κοινωνίας, που είναι ταυτόχρονα η καρδιά του ελληνικού κράτους. Με αυτά τα δεδομένα, η φυσική μας παρουσία, η βίωση της πόλης, είναι όντως μια μικρή πράξη αντίστασης.

Πριν φύγω από την έκθεση για τον Αξελό, έπεσε το μάτι μου σε έναν μεγάλο λευκό πίνακα με πολλούς αριθμούς γραμμένους στο χέρι με μαρκαδόρο. Είναι ένα από τα μόνιμα εκθέματα του Μουσείου της Τραπέζης της Ελλάδος. Δείχνει τις επίσημες συναλλαγματικές ισοτιμίες της δραχμής έναντι ορισμένων ξένων νομισμάτων που καθορίζονταν κάθε ημέρα στη συνεδρίαση Fixing. Ο πίνακας αυτός έχει μείνει έτσι από την Παρασκευή, 29 Δεκεμβρίου 2000 —ακριβώς δεκαπέντε χρόνια πριν—, από την τελευταία, δηλαδή, εργάσιμη ημέρα πριν την ένταξη της Ελλάδας στο τελευταίο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Σπάνια τόσο πολλά πράγματα —τόσα συλλογικά όνειρα, ατομικά βιώματα και εθνικές στρατηγικές— κωδικοποιούνται σε ένα μόνο αντικείμενο.

Και κάπως έτσι θυμήθηκα τις ατέλειωτες συζητήσεις στο Facebook το περασμένο καλοκαίρι, και τις συλλογές υπογραφών, και τις συγκεντρώσεις τού Μένουμε Ευρώπη, και όλες τις άλλες μικρές, συμβολικές πράξεις αντίστασης που ίσως έπαιξαν τον ρόλο τους στο να παραμείνει ο πίνακας αυτός ένα έκθεμα στο μουσείο. Και σκέφτηκα ότι, τελικά, η απόσταση ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό ίσως είναι μικρότερη από ότι νομίζουμε.

«Οι ταμπέλες συνδέονται με τις συγκυρίες. Σημασία έχουν οι στόχοι» (Κ. Σημίτης, «Δρόμοι Ζωής», εκδ. «Πόλις», σελ. 117).