Έλενορ Κάτον, «Τα Φώτα»

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Έλενορ Κάτον, «Τα Φώτα»

Πολυσέλιδο, βικτωριανό, πολυπρόσωπο, αισιόδοξο —κρίνοντας από το ρομαντικό τέλος του ειδυλλίου που, χωρίς να είναι η βασική ιστορία, φωλιάζει και αυτό στις τόσες σελίδες—, ευρηματικό, πρωτότυπο σε μεγάλο βαθμό και καινοτόμο ως προς την αφηγηματική του τεχνική, συμπαγές στη δόμηση αν όχι όλου του σώματος του κειμένου τουλάχιστον της ραχοκοκαλιάς που φορτώνεται περιφερειακές ιστορίες εκ των οποίων μερικές μοιάζουν να είναι πιο ενδιαφέρουσες κι από την ίδια τη βασική που την αναζητάμε με το φανάρι του Διογένη σε όλη την ανάγνωση, εύληπτο σαν ιστορία συνολικά παρά τη μερική απώλεια της οικονομίας του λόγου στη μέση της πλοκής, πολύ ενδιαφέρον —καταρχάς— σαν θέμα αυτό καθαυτό καθώς σε σπρώχνει σε αναζήτηση πληροφοριών για την gold rush σε διάφορες χώρες και βέβαια πρώτα στο Οτάγκο και στη Δυτική Ακτή της Νέας Ζηλανδίας, εκεί όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, διακριτικά διδακτικό, αν και ο αναγνώστης διανύει δυσανάλογα μεγάλη έκταση ώσπου να βεβαιωθεί ότι ο διδακτισμός αυτός δεν είναι ψευδοπρόσχημα για τη συγγραφέα ώστε να δακτυλοδείξει την ανθρώπινη απληστία μόνο και μόνο για να δώσει και μια γερή πινελιά ηθικής στα γραφόμενά της, κουραστικό όχι λόγω του όγκου του αλλά γιατί σε περισσότερα από όσα θα άντεχε η επιείκεια του αναγνώστη κομμάτια της η περιγραφή βαλτώνει κλωθογυρίζοντας σε ήδη ειπωμένα πράγματα ή πράγματα που παρά τη σοβαρότητά τους, όπως η χρήση οπίου και η διακοπή αυτής της χρήσης από την κεντρική ηρωίδα, γίνεται χλιαρά και δεν συγκινεί σε βάθος τον αναγνώστη μα κατά περίεργο τρόπο αυτός και πάλι δεν το αφήνει αν δεν το τελειώσει, και τέλος πάντων με πολλές ακόμα θετικές που είναι οι περισσότερες και αρνητικές (λιγότερες) διαπιστώσεις να το ακολουθούν, το μυθιστόρημα της Έλενορ Κάτον που δεν θα το έλεγα ιστορικό, κι ας έχει το τυπικό χρονικό και ιστορικό φόντο, για το οποίο έγινε και γίνεται ακόμα πολλή κουβέντα, θα το αδικούσα αν το σύστηνα ως ένα κοινό βιβλίο, ως ένα ακόμα καλογραμμένο αγγλόφωνο —άρα εύκολο να μεταφραστεί γρήγορα και σε πολλές άλλες γλώσσες— μπεστσέλερ, ένα εκ των πολλών που εφαρμόζουν συνταγές εργαστηρίων γραφής, κατάλληλο, π.χ., για περιόδους διακοπών που ο κόσμος διαβάζει, υποτίθεται, με άνεση τα μεγάλα και περισσότερο ή λιγότερο ιντριγκαδόρικα βιβλία που ρίχνει, και καλά κάνει, η εκδοτική βιομηχανία στην αγορά.

Η αλήθεια είναι ότι με προβλημάτισε πολύ η Κάτον και δεν αποφάσιζα να γράψω για το βιβλίο της ενώ είχα ολοκληρώσει από μέρες την ανάγνωσή του. Είμαι διχασμένη ανάμεσα στη λογική και μαζί αρκετά αντικειμενική, πιστεύω, εκτίμησή μου ότι είναι πολύ καλό μυθιστόρημα, έξυπνο και μεγαλόπνοο και την προσωπική μου ανάγνωση/πρόσληψη, που συμπυκνώνεται στη φράση, Δεν με άγγιξε. Το ξεκίνησα εφοδιασμένη με τις καλύτερες των προθέσεων και πανέτοιμη να χωθώ ώς τον λαιμό στο νεοβικτωριανό έπος που μου έταξαν, είχα διαβάσει άπειρα και περίμενα πράματα και θάματα, οπλίστηκα με μπόλικη υπομονή, σαν παλιά καραβάνα των βικτωριανών αναγνώσεων που είμαι, και στην πορεία δεν μου έλειπε το εκ του θέματος και της τεχνικής συνεχώς ανανεούμενο ενδιαφέρον. Το απολάμβανα δηλαδή και ταυτόχρονα το βαριόμουν λιγάκι, γιατί δεν μου φανέρωνε τη θεματική του γκάμα, φυσιολογικές αντιδράσεις για ένα βιβλίο 994 σελίδων που υπόσχεται πολλά και δεν μπορεί να τα προσφέρει όλα. Το άφησα, για να καταλάβετε, πάρα πολλές μέρες που ήμουν εκτός Ελλάδος, αλλά το σκεφτόμουν συνεχώς κι έτρεξα σαν τρελή και εθισμένη να το ξαναπιάσω με το που γύρισα σπίτι μου, αλλά ούτε λόγος να το αγαπήσω λιγάκι. Αν είναι δυνατόν δηλαδή, δεν ένιωσα γι’ αυτό και τους ήρωές του τίποτε, παρόλο που δεν το άφηνα από τα χέρια μου — και ιδού μερικά πρώτα υποκειμενικά πλην λογικά γιατί, πριν κρυώσει η διάθεσή μου απέναντί του και τακτοποιηθεί ωραία και καλά στη μνήμη και χαθεί αυτή η μοναδική, η πρώτη εκείνη αυθόρμητη εντύπωση που εμένα μου αρέσει να την έχω κάθε φορά κριτήριο:

  • Γιατί οι καλές ανατροπές υπήρχαν, αλλά ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού — άρα λίγες για τόσο εκτενές μυθιστόρημα.
  • Γιατί ήταν άνισες ως προς τη συμμετοχή τους στην πλοκή και προβλέψιμες πολλές από τις περιπέτειες των ηρώων, που τις υπονόμευε συνεχώς η πλαδαρότητα που μια τέτοια έκταση εύλογα προκαλεί και τις αποδυνάμωνε μια φλυαρία που δεν ξέρω πώς να την εξηγήσω, ερχόταν από το πουθενά και ήταν εντελώς αταίριαστη με το θέμα.
  • Γιατί, παρόλο που επιστρατεύτηκαν από τη συγγραφέα δοκιμασμένα και γενναιόδωρα αφηγηματικά βοηθητικά μέσα και η χρήση τους έγινε με μαεστρία, της βγάζω το καπέλο για την τεχνική της δεινότητα —επιστολές, δίκη, διάλογοι, εγκιβωτισμοί, αναδρομικές αφηγήσεις και κάμποσα ακόμα διόλου αμελητέα—, η ιστορία έμενε μετέωρη, χωρίς να δείχνει να πηγαίνει σε ένα διά ταύτα, έναν σκοπό, και διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα κι έλεγα πού το πάει, τι στο καλό θέλει να πει με όλα αυτά τα ωραία και ψαγμένα ιστορικώς, δεν είναι δυνατόν απλά να λέει, να λέει, να λέει… Τι να το κάνω, για παράδειγμα, το να μου λέει πόσο όπιο μάσησε η Άννα Γουέδερελ όταν δεν μου έχει πει τίποτα γι’ αυτήν, ενώ όταν —και αν— το κάνει θα με έχει κατακουράσει με χίλιες δυο άλλες φλυαρίες;
  • Γιατί κακώς αφέθηκαν στη σκιά κάποιες εξαιρετικές ιστορίες (π.χ.μ του άτυχου και εξαρτημένου από το όπιο Κινέζου Σουκ Γιονγκσένγκ, ζαλωμένου στις πλάτες με ένα βαρύ φορτίο από την πατρίδα του ακόμα φερμένο, την εκδίκηση) και αναπτύχθηκαν άλλες, κοσμικές, πιασάρικες (της ωραίας και δόλιας χήρας Γουέλς, ας πούμε, μιας ηρωίδας προβλέψιμης εκατό τοις εκατό σε κάθε της κίνηση).
  • Γιατί τελικά έμειναν θεοσκότεινες οι πτυχές εκείνου που άξιζε περισσότερο να φωτιστεί και να αναδειχθεί, επειδή αυτό ήταν ο χρυσός της μυθοπλασίας: η ιστορικοκοινωνικοπολιτική πλευρά της χρυσοθηρίας. Το δράμα, ατομικό και συλλογικό, των χρυσοθήρων που έφταναν με κάθε τρόπο στην εχθρική και υποκριτική κοινωνία της Νέας Ζηλανδίας που πάτησε σε πολλές περιπτώσεις πάνω στα πτώματά τους για να στηθεί, εκείνη πάνω-κάτω την εποχή με αιχμή το 1866 και για το οποίο δράμα άλλες πηγές, στις οποίες εγώ η περίεργη ανέτρεξα, προς μεγάλη μου έκπληξη, αυτές και όχι η πολυλιβανισμένη ως ουμανιστική μυθοπλασία της Κάτον μου φανέρωσαν όλο το μέγεθος της θυσίας, της απελπισίας, του πόνου, της ανοησίας, της αδιακρίτως τάξης και καταγωγής ανελέητης εκμετάλλευσης και εκούσιας παράδοσης αντρών και γυναικών στην Ειμαρμένη, ανθρώπινων πλασμάτων που κατά χιλιάδες παράδερναν χρόνια και χρόνια σε ποτάμια, λίμνες, λιμάνια και άθλιες πόλεις στημένες στο ποδάρι, σε αφιλόξενους τόπους της Νέας Ζηλανδίας, μήπως κάνουν την τύχη τους βρίσκοντας χρυσό, όμως εύκολα καταντούσαν από δεκάδες ίδιους και την ίδια στιγμή διαφορετικούς λόγους πόρνες, κλέφτες, αλκοολικοί, φονιάδες, απατεώνες, οπιομανείς, κομπογιαννίτες, πολιτικοί δημαγωγοί, παραπαίοντες πιστοί, καρικατούρες εξουσίας, μέντιουμ, τζογαδόροι και άπειρα άλλα.

Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε έξοχα στα ελληνικά από την καλή και έμπειρη Έφη Καλλιφατίδη για τις Εκδόσεις Polaris, είναι μια φροντισμένη έκδοση με πολλή δουλειά και τους αξίζουν χίλια μπράβο. (Εκείνο που συνεχίζω να μην κατανοώ είναι η προσήλωση στον Τριανταφυλλίδη και τη στεγνή του γραμματική που την τρέμουν σαν μαθητούδια ακόμα και πολύ άξιοι επιμελητές, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται τα λογοτεχνικά κείμενα σε ομοιόμορφα ντυμένα κινεζάκια του Μάο. Μπλιαχ!)

Βρισκόμαστε στο 1866 και ο Γουόλτερ Μούντι, απογοητευμένος από τη ζωή του στην Αγγλία, καταφθάνει στη Νέα Ζηλανδία για να αναζητήσει την τύχη του στα χρυσωρυχεία. Το βράδυ της άφιξής του στην πόλη Χοκιτίκα, ύστερα από ένα περιπετειώδες ταξίδι και μια τρομακτική εμπειρία στο καράβι, θα διακόψει άθελά του μια μυστική συνάντηση δώδεκα αντρών που λαμβάνει χώρα στο καπνιστήριο του ξενοδοχείου όπου διαμένει. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν συναντηθεί για να συζητήσουν μια σειρά γεγονότων και συμπτώσεων που έχουν ανησυχήσει το τελευταίο διάστημα την πόλη και στα οποία όλοι τους εμπλέκονται, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Ο Γουόλτερ Μούντι καλείται, όχι μόνο να ακούσει τη μυστήρια αυτή υπόθεση, αλλά και να συμμετάσχει ο ίδιος σ’ αυτό το απίθανο δίχτυ που υφαίνουν οι ζωές των προσώπων και η μοίρα των ανθρώπων. Και ίσως είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται αυτό το περίεργο παιχνίδι της μοίρας στις πραγματικές του διαστάσεις· γιατί το παρόν συμπλέκεται με το παρελθόν, σαν σφαίρα μέσα σε σφαίρα, και το παιχνίδι της Τύχης και της Ειμαρμένης κάνει τις ανθρώπινες ζωές να διασταυρώνονται και να μοιάζουν με τα αόρατα νήματα που συνδέουν τα αστέρια στον νυχτερινό ουρανό.

Τα «Φώτα», ο Ήλιος και η Σελήνη, είναι ένα αφήγημα που η πλοκή του θυμίζει τα καλύτερα μυθιστορήματα της βρετανικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα και η τεχνική του τους μοντερνιστές συγγραφείς του 20ού. Η αναπαράσταση της εποχής, η βικτωριανή κοινωνία των αποικιών, το κυνήγι του χρυσού στη Νέα Ζηλανδία, οι ιθαγενείς Μαορί, η ανθρώπινη απληστία, η αγάπη και η αυτοθυσία, όλα αυτά ζωντανεύουν μέσα από την ευρηματική πλοκή, αλλά και τον υπαρξιακό στοχασμό της Κάτον, όταν σκιαγραφεί τους χαρακτήρες της ή αναλύει τα κίνητρα που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η Κάτον  κατάφερε να γράψει ένα κλασικό μυθιστόρημα πλοκής με τα πιο χαρακτηριστικά διδάγματα τεχνικής της αφήγησης που μας πρόσφερε ο μοντερνισμός. Κάτι που σίγουρα θα θαύμαζαν ο Μπόρχες και ο Ναμπόκοφ. (Αχ, αυτές οι αναφορές στον Μπόρχες και στον Ναμπόκοφ, που αραδιάστηκαν φαρδιές-πλατιές στο οπισθόφυλλο, προς έπαινο της Κάτον, πώς μπορεί να λέει κάποιος τέτοιες υπερβολές;…)

Η αφήγηση καταπιάνεται με 20 πρόσωπα που οι τύχες τους ενώνονται στο καλό και στο κακό και αποτελείται από 12 σκοπίμως άνισα σε έκταση μέρη, τα οποία όσο η πλοκή πυκνώνει τόσο αυτά φθίνουν μελετημένα και μεθοδικά. Κάθε μέρος διαθέτει τις δικές του ενότητες που φέρουν η καθεμιά τον δικό της τίτλο και συνοδεύεται από μια περιγραφή στην οποία προαναγγέλλεται στον αναγνώστη τι θα διαβάσει. Το μέρος που διαδέχεται ένα άλλο είναι ακριβώς το μισό σε έκταση από αυτό που έχει προηγηθεί. Τα πρόσωπα είναι τα παρακάτω 12 αστρικά, όπως τα αποκαλεί η Κάτον, τα 7 πλανητικά και ένα terra firma, δεν ξέρω δε γιατί δεν θεωρεί πρόσωπο άξιο αναφοράς τη σύζυγο του διευθυντή φυλακών Τζορτζ Σέπαρντ, ενώ και αυτή έχει τα μυστικά και τα φορτία της και της δίνει βήμα και καίρια αν και μικρή συμμετοχή στην ιστορία:

ΑΣΤΡΙΚΑ

Τε Ράου Ταουφάρε, ανιχνευτής πράσινων πετραδιών
Τσάρλι Φροστ, τραπεζοϋπάλληλος
Μπέντζαμιν Λέβενταλ, εκδότης εφημερίδας
Έντγκαρ Κλιντς, ξενοδόχος
Ντικ Μάνερινγκ, μεγιστάνας χρυσωρυχείων
Τσι Λονγκ, χρυσοχόος
Χάραλντ Νίλσεν, εμπορικός αντιπρόσωπος
Τζόζεφ Πρίτσαρντ, φαρμακοποιός
Τόμας Μπάλφουρ, ναυτιλιακός πράκτορας
Ομπέρ Γκασκουάν, δικαστικός κλητήρας
Σουκ Γιονγκσένγκ, τεκετζής
Κάουελ Ντέβλιν, εφημέριος

ΠΛΑΝΗΤΙΚΑ

Γουόλτερ Μούντι
Λίντια (Γουέλς) Κάρβερ, το γένος Γκρίνγουεϊ
Φράνσις Κάρβερ
Άλιστερ Λόντερμπακ
Τζορτζ Σέπαρντ
Άννα Γουέδερελ
Έμερι Στέινς

TERRA FIRMA

Κρόσμπι Γουέλς 

Τα μέρη είναι με φθίνουσα έκταση:

Ι. Σφαίρα μέσα σε σφαίρα, 27 Ιανουαρίου 1866

ΙΙ. Οιωνοί, 18 Φεβρουαρίου 1866

ΙΙΙ. Ο οίκος της αυτοκαταστροφής, 20 Μαρτίου 1866

IV. Παένγκα-γουά-γουά, 27 Απριλίου 1866

V. Βάρος και κέρδος, 12 Μαΐου 1865

VI. Η χήρα και τ’ αγριόχορτα, 18 Ιουνίου 1865

VII. Πλανήτης σε κατοικία, 28 Ιουλίου 1865

VIII. Η αλήθεια για το «Ορόρα», 22 Αυγούστου 1865

IX. Μεταβλητή Γη, 20 Σεπτεμβρίου 1865

X. Ζητήματα διαδοχής, 11 Οκτωβρίου 1865

XI. Ο Ωρίων δύει όταν ο Σκορπιός ανατέλλει, 3 Δεκεμβρίου 1865

XII. Η Παλιά Σελήνη στην αγκαλιά της Νέας, 14 Ιανουαρίου 1866

Η Κάτον δοκιμάζει νέες συνδέσεις αφήγησης, παίζει με τη δόμηση της μυθοπλασίας με ευφυή τρόπο που δεν έχω ξανασυναντήσει και αυτό με γοήτευσε. (Νομίζω τελικά ότι το θέμα, αν και τόσο ενδιαφέρον, απέβη η αχίλλειος πτέρνα της: δεν κατάφερε να το κάνει ζάφτι, οι τεχνικές της όμως είναι θαυμάσιες). Πώς έχει διαρθρώσει την εξιστόρηση; Σχεδόν εικαστικά! Για παράδειγμα, το πρώτο μέρος με τίτλο έχει 12 ενότητες (που χωρίζονται με τη σειρά τους σε μικρότερα τμήματα που εξυπηρετούν την είσοδο διαφορετικού προσώπου ή προσώπων από αυτά που παρακολουθούσαμε πριν) καθεμιά με τον τίτλο της, όπως είπα, και ένα εισαγωγικό κείμενο) και είναι έτσι:

Ο ΕΡΜΗΣ ΣΤΟΝ ΤΟΞΟΤΗ
Όπου ένας ξένος φτάνει στη Χοκιτίκα· ένα μυστικό συμβούλιο αναστατώνεται· ο Γουόλτερ Μούντι κρύβει την πιο πρόσφατη ανάμνησή του· και ο Τόμας Μπάλφουρ αρχίζει να αφηγείται μια ιστορία.

Ο ΔΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΞΟΤΗ
Όπου συζητιούνται τα πλεονεκτήματα ενός ασύλου· ένα επώνυμο αμφισβητείται· ο Άλιστερ Λόντερμπακ αναστατώνεται· και ο ναυτιλιακός πράκτορας λέει ένα ψέμα.

 Το δεύτερο μέρος έχει 11 ενότητες, το τρίτο 10, το τέταρτο (που είναι το αρτιότερο και επιτέλους καταλαβαίνουμε κάπως τι γίνεται, επειδή κάνει μια πραγματικά έξοχη, αψεγάδιαστη αναδρομική αφήγηση και έτσι μαθαίνουμε βασικά πράγματα, π.χ., πότε γνώρισε και πώς η κατοπινή πόρνη και οπιομανής ηρωίδα μας Άννα Γουέδερελ τον καλόγνωμο νεαρό Έμερι Στέινς που άφησε τη θαλπωρή του σπιτιού του για να ψηθεί ως άντρας στην αληθινή ζωή, και του τυχαίνουν τα πιο απίθανα καλά και κακά πράγματα, τι ρομαντικό και μαζί αστείο, ε;) έχει 9 ενότητες, το πέμπτο έχει 8, το έκτο έχει 7 και ούτω καθεξής για να φτάσουμε —ενώ στο μεταξύ πυκνώνουν άλλοτε ωραία άλλοτε πλαδαρά και φλύαρα εγκιβωτισμοί και αναδρομικές και πάμε πίσω στο ημερολόγιο, οπότε έχουμε καλύτερη εικόνα του καμβά και τι βάζει, πότε και πού η Κάτον (το γιατί παραμένει το μεγάλο ζητούμενό μας σε αυτό το βιβλίο και φοβάμαι ότι δεν απαντιέται πουθενά με σαφήνεια), κι ενώ ολοένα φθίνουν και οι τρέχουσες ιστορίες—, για να φτάσουμε λοιπόν στο δέκατο μέρος που έχει μόλις τρεις και δη μικρές ενότητες, στο ενδέκατο και, τέλος και αισίως, στο δωδέκατο, με μία και μοναδική ενότητα που η αναγγελία της καταλαμβάνει μια σελίδα και αυτή καθαυτή η περιγραφή της μόλις μισή και τιτλοφορείται πανηγυρικά πλέον, έχω την εντύπωση, λυτρωτικά και αισιόδοξα ΤΑ ΦΩΤΑ. Αν προσέξετε την ημερομηνία του τελευταίου μέρους, 14 Ιανουαρίου 1866, έχουμε επιστρέψει, η πολύφερνη Κάτον δηλαδή μας έχει γυρίσει, στο αρχικό σημείο της κυκλικής εντέλει αφήγησής της, της οποίας καταπιάστηκε να υφαίνει τον καμβά στις 27 Ιανουαρίου 1866. Σαν ένας κύκλος πράξεων και γεγονότων δηλαδή, όπως ο ζωδιακός στον οποίο έχει σημασία πού είναι η Σελήνη και ο Ήλιος, έτσι χτίζεται αργά-αργά η πλοκή και ενισχύεται με μυστήριο, αγωνία, μυστικές συναντήσεις, απρόσμενες ανακαλύψεις, αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές και μικρές ή μεγάλες συνωμοσίες, ενώ καθετί συσχετίζεται πάντα με τον ζωδιακό κύκλο και τους πλανήτες, εμφανιζόμενο ακόμα και στους τίτλους των ενοτήτων με αστρολογικές ορολογίες, τύπου ο Άρης στον Υδροχόο κλπ., που επειδή εγώ αγνοώ τι σημαίνουν τα προσπέρασα σημειολογικά, δεν ξέρω αν έκανα καλά αλλά να μάθω αστρολογία στα γεράματα αποκλείεται, και τα οποία, αυτό να λέγεται, προσδίδουν μια (αν και ακαταλαβίστικη για μένα) επιπλέον γοητεία στα αφηγούμενα, μια αίσθηση μεταφυσικού μυστηρίου, γλυκερής αγωνίας για τα μελλούμενα και τον θάνατο και σε κάθε περίπτωση αέναης πάλης των ανθρώπων με το πεπρωμένο τους.

Τα «Φώτα» λοιπόν τής πολλά υποσχόμενης Καναδονεοζηλανδής Έλενορ Κάτον —για να συμμαζέψω λιγάκι αυτά που αποκόμισα από τη συστηματική ανάγνωσή τους και μέρες τώρα δεν βρίσκω φόρμα και μέτρο που να με ικανοποιεί για να τα εκφράσω πλήρως— είναι και αναγνωστικό προϊόν και καλή λογοτεχνία. Γίνεται κάτι τέτοιο; Βεβαίως και γίνεται. Φτάνει με το matrix στο οποίο ζούμε, ας μη διστάζουμε, στη λογοτεχνία έστω, να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Τα «Φώτα» είναι ένα εν δυνάμει πιασιάρικο μπεστσέλερ, ένα ευκολοδιάβαστο αν και ογκώδες παραμύθι/μυθιστόρημα, από εκείνα τα χορταστικά, που ο αναγνώστης έχει εξοικειωθεί με την πιθανή ή απίθανη θεματική που ενδέχεται να έχουν και θέλει ακριβώς αυτά να τον συντροφεύουν μετατρεπόμενα και σε προσωπική κινηματογραφική ή τηλεοπτική ιστορία που διαδραματίζεται και εντός του και στο χαρτί, και στην οποία προσθαφαιρεί εκείνος δικά του στοιχεία, δίνοντας ρόλο και στον εαυτό του και όπου αλλού θέλει, χαλαρώνοντας μα και σκεπτόμενος μεγάλα υπαρξιακά θέματα, διασκεδάζοντας ή διδασκόμενος από και με τα παθήματα των ηρώων ή αν θέλετε και μαζί με όλα τα παραπάνω δραπετεύοντας και ξορκίζοντας τις δυσκολίες της πραγματικής του καθημερινότητας. Τα «Φώτα» είναι ένα μυθιστόρημα που αξίζει να το προσέξουμε παρά τις αδυναμίες του, που είναι εκ των πραγμάτων άλλες για τους αγγλόφωνους αναγνώστες, προφανώς καλύτερους γνώστες των φάσεων της χρυσοθηρίας στις χώρες τους και αρκετά διαφορετικές για μας τους αναγνώστες άλλης γλώσσας, κουλτούρας και ιστορικών εμπειριών. Η Έλενορ Κάτον πετυχαίνει το πολυπόθητο τερπνόν μετά του ωφελίμου, κάνει δηλαδή καλή λογοτεχνία για το ευρύ κοινό με ένα αβανταδόρικο θέμα που δυστυχώς της ξεθωριάζει μεν γρηγορότερα από όσο περίμενα, αλλά και μόνο για το ότι επιχειρεί με αξιοσημείωτη τεχνική κάτι τόσο μεγαλεπήβολο, με μια ιστορία παρμένη από το μετρημένο απόθεμα της μόλις λίγων χρόνων ιστορίας της χώρας της, αξίζει και την προσοχή και τον χρόνο μας. Στη λογοτεχνία έτσι κι αλλιώς τίποτα δεν πάει χαμένο. Ποτέ.

Ο αναγνώστης αυτού του νεοβικτωριανού μυθιστορήματος —του διόλου επιφανειακά ή μιμητικά [1] βικτωριανού, οφείλω να τονίσω, έχοντας κάνει το σχετικό τσεκάρισμα στην αγγλική έκδοση—, είτε συνηθίζει να εικονοποιεί [2] είτε όχι, θα διαβάσει ένα βιβλίο που δεν χάνει τη λογοτεχνικότητά του πουθενά και που η συγγραφέας του κρατά σταθερά [3] την ίδια πορεία, την αμιγώς λογοτεχνική, σεβόμενη τη διαχωριστική λωρίδα που στέκει ακόμη όρθια, ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη λογοτεχνία του συρμού ή την παραλογοτεχνία, ή το, κατά τον δικό μας σπουδαίο καθηγητή Παναγιώτη Μουλλά, εφήμερο, αυτό τον πάγκο σκουπιδιών που αύριο-μεθαύριο θα έχει ξεχαστεί, και δικαίως, η σαχλή του πραμάτεια. Δύσκολα διακρίνεται αυτή η λωρίδα στις μέρες μας, για να πούμε του στραβού το δίκιο, μέρες τόσο μεγάλης βιομηχανοποίησης της λογοτεχνίας και της τέχνης, οπότε η Κάτον αξίζει κάθε έπαινο για τη σταθερότητά της αυτή. Ο αναγνώστης των «Φώτων» ό,τι κι αν αρέσκεται να διαβάζει —θρίλερ, ρομάντζα, κλασική λογοτεχνία, αστυνομικά, ευπώλητες αηδίες και ό,τι άλλο—, αν αποφασίσει να διαβάσει το βιβλίο, θα πράξει συνετά μόνον αν το διαβάσει με σύστημα, ώστε να το χαρεί ώς το μεδούλι, ώς το δια ταύτα του. Η αφήγηση φεύγει από δω κι από κει, καταπίνει ενίοτε το ίδιο της το υλικό και το ξερνάει αργότερα ανεπεξέργαστο, σίγουρα καθυστερεί, φτιάχνοντας πρώτα το περίβλημα και με πολύ αργούς ρυθμούς μπαίνοντας και ενώνοντας, επιτέλους, με κλωστές που είναι σε αναμονή από τις πρώτες σελίδες, την υπόλοιπη πλοκή στο εσωτερικό της. Είναι γραμμένο, θα έλεγα, δανειζόμενη καταχρηστικά έναν όρο της φυσικής, με τρόπο κεντρόφυγο. Το τεράστιο κουβάρι κλωστών που στην αρχή μοιάζουν ασύνδετες δεν ξετυλίγεται, τυλίγεται (!) και, παρόλο που έστω και λίγο-λίγο αποκαλύπτονται διάφορα μυστικά, τελικά τα κομμάτια συνδέονται μεν αλλά προς τα μέσα, αφήνοντας τον αναγνώστη σταθερά απέξω, θεατή και όχι συμπάσχοντα, παρατηρητή, να αναρωτιέται τι διάολο τον πιλάτευε η ευλογημένη η Έλενορ τόσες ώρες…

Πώς θα τα βγάλει πέρα ο αναγνώστης με ένα τέτοιο βιβλίο που δεν ανοίγεται προς αυτόν; Καταρχάς ας μη φοβηθεί τον όγκο του. Και, ναι, ας το διαβάσει στις διακοπές του, αυτό θα του προτείνω κι εγώ, ή σε περίοδο που στη ζωή του θα έχει λογικές ανάπαυλες από τα καθημερινά του, ας του δώσει τα Σαββατοκύριακά του ή τις βραδιές που δεν βγαίνει, για να έχει σύμμαχο τον χρόνο που χρειάζεται για να μπει στην ατμόσφαιρά του, γιατί ούτε αυτή του δίνεται, θεωρώ, από τα πρώρα μέρη, αλλά τη διακρίνει και την αποδέχεται αργότερα, τότε που πρωτοδένει σε σύνολο στο μυαλό του όσα του έχει αφηγηθεί η Κάτον καθώς προχωρά, σαν χελώνα, η αφήγησή της. Έτσι θα παρακολουθήσει κάπως περισσότερο εκ του σύνεγγυς τα δρώμενα, που δεν είναι ούτε λίγα ούτε ασήμαντα και θα απολαμβάνει την αισθητική και την τεχνική, το ευφάνταστο του παλιομοδίτικου παραμυθιού της που το αφηγείται άλλοτε πιο πετυχημένα και πείθοντάς τον, άλλοτε όχι, μα σε κάθε περίπτωση με αλώβητη τη λογοτεχνικότητά του. Θα τον ταξιδέψει, όπως λέει και το σοφό κλισεδάκι, το τεράστιο κείμενο, θα του κρατάνε συντροφιά οι εικόνες που γεννιούνται από τις λέξεις και τις φράσεις, και βέβαια θα έχει και τα είκοσι πρόσωπα εκεί μπροστά του να συγχρωτίζονται ή να απομακρύνονται το ένα από το άλλο και οι πράξεις και οι παραλείψεις τους, οι προδοσίες, οι φιλίες και όλα όσα κάνουν θα του προκαλούν ποικίλες σκέψεις —δυστυχώς όχι ταύτιση ούτε και σπουδαία συναισθήματα, αυτό το είπα ήδη εκατό φορές μήπως και το χωνέψω: αυτό είναι η κύρια αδυναμία του βιβλίου της Κάτον—, και εκείνος, καθώς θα εμπλέκονται σε καταστάσεις, διαποτισμένες με μυστικά και πάθη, μπολιασμένες με ελπίδες και προσμονές για λυτρωτική έξοδο από το τραγικό που εμφιλοχωρεί σε κάθε κεφάλαιο, θα στριφογυρίζει τα νοερά κλειδιά που τον αφήνει η συγγραφέας να δοκιμάζει στις πόρτες τής πότε πυκνής πότε φλύαρης αφήγησής της.

Καλή λογοτεχνία, το πόσο μεγάλη και αν έχει τις προϋποθέσεις να γίνει η αυριανή παγκόσμια κλασική είναι το σημείο που έχω τις επιφυλάξεις μου, τις εξέφρασα ήδη, αναγνωρίζοντας πάντως την ευρύτητα της αποδοχής του σαν προϊόν τέχνης, στις συνθήκες και με τους όρους που πιο πάνω έλεγα. Σήμερα, επειδή ακριβώς έχουμε περισσότερη γνώση, λόγω κινηματογράφου, Ίντερνετ κλπ., για τις εθνικές κουλτούρες και τις ιστορικές κληρονομιές των άλλων, μας ενδιαφέρουν και οι αιτίες που προκαλούν τα παθήματα ενός λαού, ενός τόπου, μιας κοινωνίας, ατομικά των ανθρώπων κ.ο.κ. σε δεδομένες περιόδους, των αγγλόφωνων εν προκειμένω, των Μαορί και των Κινέζων χρυσοθήρων στη μακρινή Νέα Ζηλανδία του 19ου αιώνα, γιατί αυτές οι αιτίες δεν είναι οι ίδιες πάντα και δεν αποτελούν σταθερή παράμετρο ώστε οι έξω από αυτές να νιώσουν πέρα για πέρα δική τους οποιαδήποτε παθογενή κατάσταση προκαλούν. Η Κάτον δεν καταφέρνει να σπάσει για λογαριασμό των μη Νεοζηλανδών αναγνωστών της ακριβώς αυτό, δεν ανοίγει το θέμα της αρκετά, το κρατά στα γεγονότα της Χοκιτίκα, δεν ξεφεύγει δηλαδή από την ιστορική στενότητα, τον γεωγραφικό περιορισμό του θέματός της, κι αυτό είναι το βασικό της μειονέκτημα, που σκεπάζει την ομορφιά της τεχνικής της. Γιατί;

Νομίζω επειδή απλά δεν μπορεί. Τουλάχιστον όχι ακόμα. Και δεν είναι κακό να μην μπορεί κάποιος να είναι, π.χ., ο Καβαμπάτα που κάνει αυτή την οριακή, ανείπωτης ομορφιάς, παράξενη και μη δυτική λογοτεχνία που όμως ξεπερνά γλωσσικά, θεματικά και εθιμικά, ιστορικά και κοινωνικοπολιτικά και λοιπά σύνορα, και τα δικά του και του αναγνώστη, και τον γραπώνει και τον κάνει ένα με το κείμενο, κι αυτός, ο αναγνώστης, ούτε εικονοποίηση χρειάζεται, ούτε να έχει δει γιαπωνέζικο κινηματογράφο για να φαντάζεται καλύτερα, τα ρούχα, τα φαγητά, τα όπλα, τα τοπία, τους ανθρώπους, ούτε τίποτα. Η εγγενής μαγεία ενός Καβαμπάτα (μη με ρωτάτε πώς μου ήρθε τώρα ο Καβαμπάτα, αυτό συμβαίνει είμαι σίγουρη και σε σας, να συνομιλούν δηλαδή τα βιβλία στην ψυχή σας και να ζουν εντός σας συμφιλιωμένες οι λογοτεχνίες όλου του κόσμου), αυτή η μαγεία που δεν σου τη μαθαίνουν στα εργαστήρια, είναι το συστατικό που λείπει από τη φιλότιμη Έλενορ Κάτον, η οποία επιχειρεί βουτώντας στα πότε ρηχά πότε άπατα νερά του θέματός της, πότε έχοντας κυριαρχήσει πάνω του και πότε τρέχοντας πανικόβλητη, κάπου εκεί στη μέση της πλοκής όταν η τρεχάλα προκειμένου να μαζέψει την αφήγησή της και να την απαλλάξει όπως-όπως από την πλαδαρότητα στην οποία παραλίγο να τη θυσιάσει —επειδή δεν αντιστάθηκε στον πειρασμό να τα πει όλα στο ίδιο βιβλίο— είναι απερίγραπτη.

Όμως παρ’ όλα αυτά κάνει με την ιστορία της, την οποία ανεβάζει πολλά επίπεδα η έξοχη τεχνική της, μια λογοτεχνία που δεν περνά απαρατήρητη, με αποτέλεσμα αυτό το φιλόδοξο turn-of-the-century όχι μόνο στο θέμα μυθιστόρημα αλλά και στη γλώσσα, στο ύφος και στη δομή του. Δεν μιμείται, γράφει όντως βικτωριανά. Η τεχνική με την οποία ρισκάρισε να γράψει τα «Φώτα» φανερώνει τσαγανό, θράσος και θάρρος μαζί, κι αν χαλιναγωγήσει την επιθυμία και τη βιασύνη της να στριμωχτεί μεμιάς στη στενότατη ανεμόσκαλα που έχει οδηγήσει συγκλονιστικούς συγγραφείς —ας αναφέρω μόνον τον Michel Faber, για να έχουμε μιαν ιδέα για ποια μεγέθη μιλάμε, και τους νεκρούς ας τους αφήσω στην ησυχία και στη δόξα τους— στην κορυφή της Βικτωριανής Λογοτεχνίας, παλιάς και νέας, τότε ίσως, ίσως, να καταφέρει να κάνει κάτι. Γιατί τα «Φώτα» δεν είναι αυτό το πλήρες, το εμβληματικό μυθιστόρημα με το οποίο μπορεί, παρά το βραβείο (πήρε το Booker το 2013), να αποκτήσει το στασίδι της η Κάτον. Θα πρέπει να καθυποτάξει αυτό το μεμιάς που την παρασύρει, να καταλάβει ότι ασθμαίνει, ότι δεν βρίσκει τις σωστές ανάσες παρά τις προσπάθειες. Από την άλλη, ίσως ακριβώς αυτό το πεισματάρικο και επιθετικό δεύτερό της μυθιστόρημα με τα δυνατά και αδύνατά του σημεία να είναι ο προάγγελος ενός άλλου, καλύτερου, πληρέστερου, εκείνου που αν του δώσει ό,τι λείπει από τούτο, ψυχή και συναισθηματική αλήθεια, θα τα καταφέρει.

Κλείνω με μια φοβερά απλή μέθοδο τεκμηρίωσης των παραπάνω. Δεχόμενοι εμείς σήμερα, που διαβάζουμε με θετική καταρχάς διάθεση το μυθιστόρημα μεταφρασμένο στις δικές μας γλώσσες, τη διαπίστωση των εχόντων ως μητρική γλώσσα τα αγγλικά (άρα αρμοδιότερων από μας να αποφανθούν για κάτι), ότι είναι υψηλών βικτωριανών προδιαγραφών το πόνημά της και δεν τις μιμείται, τότε ας θεωρηθεί τίμιο επιχείρημα για την κατάδειξη της κύριας αδυναμίας του —για το ότι δεν μας συγκινεί—, η εξής απορία: για ποιον λόγο καταλαβαίνουμε, αν και Βαλκάνιοι, τον Ντίκενς [4] σε βαθμό ταύτισης, όμως εκείνης οι όχι και λίγοι ήρωες παραμένουν μακρινοί και ξένοι, συμπαθείς μα στην ουσία αδιάφοροι σε μας παρά τις 900 σελίδες για τις οποίες δώσαμε τον χρόνο μας και γιατί πρέπει να ζοριστούμε για χάρη των αρετών, που βεβαίως και τις διακρίνουμε, και να διαθέσουμε πολύτιμο απόθεμα από τους αναγνωστικούς μας αποταμιευτήρες για να δούμε αυτούς τους ήρωες ευρύτερα, πέρα και έξω από τον δικό τους τόπο και χρόνο, σαν ανθρώπινα πλάσματα, σαρκία και πνεύματα παραδομένα στα πάθη τους, γυναίκες και άντρες που σφυροκοπά η Ειμαρμένη όπως κι εμάς, ενώ δεν έχει γίνει επ’ ουδενί δευτερεύον στα μάτια της ψυχής μας ότι δρουν και αντιδρούν απλώς σε ένα αλλιώτικο από το δικό μας σκηνικό, τόπο, γλώσσα και χρόνο, και κύριο και πρωτεύον ότι οι ιστορίες τους (μπορεί να) μας αφορούν και να έχουν κάτι σημαντικό να μας πουν εδώ και τώρα στην άλλη άκρη του πλανήτη; Ε;

[1] Η Έλενορ Κάτον —είμαι κάτι παραπάνω από βέβαιη— έχει διαβάσει ποιος ξέρει πόσες φορές το συγκλονιστικό μυθιστόρημα του Michel Faber «Το Άλικο και το Λευκό» και δεν θα γινόταν παρά να θέλει να πάρει ιδέες (και την καταλαβαίνω και καλά κάνει και μπράβο της να έχει ως πυξίδα τέτοια αριστουργήματα σαν το «The Crimson Petal and the White») και από την αφηγηματική τεχνική τους. Μπαίνει λοιπόν και η ίδια σαν παντογνώστης αφηγητής, όπως συνηθίζει να κάνει ο Faber, και γράφει την πρώτη φορά που το επιχειρεί (σελίδα 69) έτσι:

Θα παραλείψουμε εδώ τις ατέλειές τους και θα επιβάλουμε μια τάξη στα όσα ασυνάρτητα βγήκαν από την ανοργάνωτη σκέψη του ναυτιλιακού πράκτορα· θα γεμίσουμε με το δικό μας κονίαμα τις ρωγμές και τις χαραμάδες στις αναμνήσεις των θνητών και θα αναστυλώσουμε εξαρχής το οικοδόμημα που στις ατομικές μνήμες υπήρχε μόνο σε συντρίμμια. Ξεκινάμε, όπως και ο ίδιος ο Μπάλφουρ, με μια συνάντηση που είχε γίνει στη Χοκιτίκα το ίδιο πρωί.

Η φιλόδοξη νεαρή στο δικό της βικτωριανό μυθιστόρημα την επέμβασή της την κάνει με έναν άχαρο πληθυντικό, ίσως επειδή δεν αισθάνεται σαν δικό της το εύρημα. Γι’ αυτό και το δηλώνει (θα παραλείψουμε, θα γεμίσουμε, ξεκινάμε, κ.ο.κ.) και το μετατρέπει σε δασκαλίστικη εμπλοκή, σκορπίζοντας έτσι το δικαίωμα του αφηγητή να έχει διακριτό ρόλο στη μυθοπλασία του κι ας μην την εξιστορεί πρωτοπρόσωπα.

[2] Η εικονοποίηση λοιπόν, ειδικά των κειμένων εκείνων που αποτυπώνουν παλιότερες εποχές, άλλοτε είναι εύκολο αποτέλεσμα/βοήθημα μιας ανάγνωσης, άλλοτε όχι, κι αυτό τείνει να είναι κυρίαρχο γεγονός. Δεν πιστεύω πως υπάρχει έστω και ένας αναγνώστης σήμερα που δεν μετατρέπει σε εικόνα αυτό που διαβάζει. Η εικόνα κυριαρχεί στην καθημερινότητά μας και το σινεμά πρώτο και καλύτερο έχει δώσει πολύ και καλό —επιβεβαιωμένο μάλιστα ως ακριβές— υλικό για αναπαραστάσεις εποχών σε όλες τις φάσεις της ιστορίας, άρα έχει προετοιμάσει και τον αναγνώστη αρκετά, ώστε να μπαίνει στα ενδότερα ενός συνόλου λέξεων ανεξάρτητα από την πρώτη του καλλιτεχνική μορφή, ενεργοποιώντας την εικονοποίηση, παλιό και ισχυρό μηχανισμό πρόσληψής του, διαφορετικό όμως από τον μηχανισμό της φαντασίας τού κάθε αναγνώστη ατομικά, όπως τον αντιλαμβανόμασταν πριν τη μαζική επέλαση της εικόνας. Μα δεν αποβαίνει αυτό εις βάρος της τέχνης που υπηρετεί το έργο, ανήκοντας αυτό καθαυτό σε ένα είδος της καθορισμένο, θα μου πείτε, εκ των προτέρων; Υπάρχει λόγος ειδικά το λογοτεχνικό έργο να γίνεται σε δεύτερη χρήση θεατρικό ή κινηματογραφικό αφού μπορεί να γράψει κάποιος εξαρχής κείμενο κατάλληλο γι’ αυτό τον σκοπό; Η φαντασία του δέκτη δεν σύρεται έτσι σε αδράνεια; Ή με την κεντρική ιδέα ενός μυθιστορήματος ως κύριο υλικό στα καλούπια άλλης τέχνης, η φαντασία ενισχύεται και οι πιθανότητες να αναζητηθεί και να διαβαστεί και σαν βιβλίο αυξάνονται; Kαλώς οι «Άθλιοι» του Ουγκό έγιναν μέχρι και μιούζικαλ, ας πούμε; Κέντρισε αρκετά το ενδιαφέρον των πολλών η λογοτεχνία πίσω από την εικόνα και τον ήχο και οδηγήθηκαν σε αυτήν περισσότεροι, ή καταδικάστηκε από την ευκολία των άλλων μέσων ένα μείζον δημιούργημα; Κερδίζει και τι, πότε, κάτω από ποιες συγκυρίες η λογοτεχνία με το να (έχει άθελά του ενδεχομένως ασκηθεί να) εικονοποιεί ο σημερινός αναγνώστης όλα όσα διαβάζει επηρεασμένος/προπονημένος από το σινεμά και την τηλεόραση; Θα ισχυριστώ πως ναι, η λογοτεχνία οφελείται, όχι τόσο όσο της αξίζει αλλά νομίζω πώς ολοένα και πιο πολλοί άνθρωποι αφοσιώνονται σε αυτήν έχοντας σαν έφηβοι, π.χ., υπάρξει θεατές ταινιών, σειρών κλπ., και γίνει αναγνώστες αργότερα ως ενήλικες. Η λογοτεχνία επομένως, έχω την εντύπωση ή αν θέλετε την ελπίδα, δεν κινδυνεύει από το συνειδητό ή ασυνείδητο πάντρεμά της με άλλες τέχνες. Στον αιώνα μας η αλληλεπίδραση των τεχνών —και άρα και οι τρόποι που τις φέρνουμε στα μέτρα μας— έχει να δείξει κιτσαρίες ολκής αλλά και θαυμαστές συμπράξεις με έξοχα αποτελέσματα. Ας κοιτάμε λοιπόν μπροστά χωρίς να ξεχνάμε. Ας πειραματιζόμαστε. Η εικονοποίηση δυναμώνει τη φαντασία, και ο δημιουργός, σαν την Κάτον καλή ώρα, που θα τροφοδοτήσει είτε τη μια είτε την άλλη ή ακόμα καλύτερα θα τις ενώσει στο ίδιο έργο τέχνης αξίζει να επαινείται.

[3] Θα σας πω ότι έχει ανοίξει η σχετική κουβέντα και δυο χρόνια μετά την έκδοση η συζήτηση καλά κρατεί, γι’ αυτό όσοι έχετε όρεξη να μαθαίνετε διάφορα θεωρητικά μη διστάσετε να περιπλανηθείτε σε βιβλιοκριτικά και φιλολογικά site γκουγκλάροντας για αρχή την λέξη pastiche — θα με θυμηθείτε !

[4] Επίσημο και κορυφαίο σημείο αναφοράς ο Ντίκενς και ο λατρεμένος μου Κόλινς, μα και μέτρο σύγκρισης των ύστερων βικτωριανών εγχειρημάτων — και δεν τα βάζω εγώ βέβαια αυτά τα σημεία και τα μέτρα.

ΥΓ. Τι σας έχω, τι σας έχω: Julian Novitz.