Έλλειμμα νομιμοποίησης

L
Ρωμανός Γεροδήμος

Έλλειμμα νομιμοποίησης

Η παρακάτω συλλογιστική ίσως ακουστεί εξεζητημένη. Σίγουρα θα ακουστεί κρατικιστική· μπορεί και αντιδραστική. Πρόκειται όμως για ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η διεθνής τάξη.

Σήμερα έτυχε να δω στις ειδήσεις τον Τζορτζ και την Αμάλ Κλούνεϊ να συμμετέχουν σε διάφορα πάνελ του ΟΗΕ για την ISIS και το προσφυγικό μαζί με τον Πρόεδρο Ομπάμα (η πικρή αλήθεια είναι ότι ο λόγος που το ζεύγος Κλούνεϊ ήταν στις ειδήσεις ήταν ο χωρισμός του Μπραντ Πιτ με την Αντζελίνα Τζολί, αλλά αυτό ας το αφήσουμε προς το παρόν). Ταυτόχρονα, ένας πάρα πολύ ταλαντούχος παλιός φοιτητής μου, που εδώ και χρόνια διευθύνει δημιουργικό πρακτορείο στρατηγικής επικοινωνίας και έχει ο ίδιος δημιουργήσει viral και εξαιρετικά επιτυχημένες καμπάνιες για ανθρώπινα/ΛΟΑΤ δικαιώματα κλπ. συμμετέχει σε ένα συνέδριο ΜΚΟ και άλλων οργανισμών στη Νέα Υόρκη, στο οποίο μίλησε ο Αντιπρόεδρος Μπάιντεν.

Δύο απειροελάχιστα, εντελώς καλοπροαίρετα παραδείγματα του πώς μη κρατικοί παίκτες συμμετέχουν στην παγκόσμια ατζέντα· για το πώς ασκούν αυτό που λέμε advocacy (ή και lobbying), για το πώς επηρεάζουν την επικαιρότητα, για το πώς εντέλει they get things done.

Αυτό (δηλαδή η εμφάνιση μη κρατικών δρώντων στη διεθνή και εσωτερική πολιτική) δεν ξεκίνησε χτες, ούτε προχτες, αλλά πήρε άλλες διαστάσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το πρόβλημα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι ότι κανείς από αυτούς τους δρώντες δεν εμπίπτει σε συνταγματικές, κοινοβουλευτικές και πολιτικά ανοιχτές, συγκεκριμένες ή δεσμευτικές διαδικασίες δημοκρατικής ευθύνης (responsibility), διαφάνειας (transparency) ή λογοδοσίας (accountability/culpability). Οι παίκτες αυτοί —είτε είναι celebrities καλής θελήσεως, είτε ΜΚΟ, είτε λομπίστες, είτε καλά δικτυωμένοι ακαδημαϊκοί, είτε δίκτυα ανωτάτων λειτουργών, είτε ιδιωτικές και πολυεθνικές εταιρίες, είτε φιλανθρωπικά ιδρύματα— ασκούν εξουσία. Κάθονται σε τραπέζια όπου λαμβάνονται αποφάσεις, σε τραπέζια με κρατικούς προϋπολογισμούς, σε τραπέζια με υπουργούς και αρχηγούς κυβερνήσεων. Κανείς δεν τους εξέλεξε και δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός δημοκρατικής αφαίρεσης της ισχύος τους από τους πολίτες.

Ακόμη πιο ενδιαφέρων είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο οι εν λόγω παίκτες αυτοί κατέκτησαν μία τέτοια ισχύ (απολύτως θεμιτός ως προς το ότι αυτοί ακολουθούν απλώς τους κανόνες του παιχνιδιού της διεθνούς μιντιακής και πολιτικής πραγματικότητας), χωρίς να είναι απαραιτήτως ή συχνά αποτέλεσμα π.χ. διαφθοράς ή αναξιοκρατίας, δεν εμπίπτει στον βασικότερο κανόνα μιας δημοκρατίας: το δικαίωμα του εκλέγεσθαι που απολαμβάνουν όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες — δηλαδή την ισότητα. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή μία ξεκάθαρη, ενιαία και συνταγματικά ελεγχόμενη διαδικασία με την οποία το άτομο Α να συναγωνίζεται το άτομο Β για το ποιος θα αποκτήσει την πολιτική ισχύ, δηλαδή την εξουσιοδότηση και νομιμοποίηση του να συμμετέχει σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

Ή μάλλον υπάρχει. Αυτό το πράγμα είναι ο κοινοβουλευτισμός. Αυτό η διαδικασία είναι οι εκλογές, και αυτά τα άτομα υποτίθεται ότι είναι οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι — οι βουλευτές.

Ωστόσο, ο συναγωνισμός αυτός πλέον γίνεται με όρους αδιαφανείς (π.χ., το ποιος είναι πιο δημοφιλής στο Twitter) και χωρίς δικλίδες συνταγματικής ασφαλείας, αντιπροσώπευσης και τήρησης του δικαίου. Μέσα σε ένα χαοτικό σύστημα άσκησης φωνής και ισχύος, στο οποίο τα όρια ανάμεσα στην εσωτερική και τη διεθνή πράξη, ανάμεσα στους εσωτερικούς και τους διεθνείς θεσμούς, έχουν σχεδόν εξαφανιστεί, οι μη κρατικοί δρώντες έχουν σταδιακά υποκαταστήσει ή έστω συμπληρώνουν με πολύ ουσιαστικό τρόπο τον κοινοβουλευτισμό.

Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι αυτοί οι μη κρατικοί δρώντες είναι οι «κακοί» και τα κοινοβούλια είναι οι «καλοί». Εδώ που τα λέμε, αν έπρεπε να επιλέξω σε ποιον θα εμπιστευτώ τη ζωή μου και τα δικαιώματά μου μάλλον θα προτιμούσα το ζεύγος Κλούνεϊ και τον πρώην φοιτητή μου από τον Νίκο Παππά, τον Βασίλη Λεβέντη και τον Ηλία Κασιδιάρη. Τόσο τα κοινοβούλια, τα οποία τα τελευταία 30 χρόνια ψήφισαν σταδιακά την αυτοαναίρεσή τους, όσο και τα εκλογικά σώματα, τα οποία προτιμούν να διαβάζουν για το ζεύγος Branjelina παρά να αξιολογούν τους υποψήφιους εκπροσώπους τους, μόνοι τους έβαλαν τα χεράκια τους και έβγαλαν τα ματάκια τους.

Σε πολύ μεγάλο βαθμό μη κρατικοί δρώντες όπως οι ΜΚΟ και οι celebrities που προωθούν ευγενείς σκοπούς το κάνουν ακριβώς επειδή τα υπάρχοντα συστήματα κρατικής και διακυβερνητικής λήψης αποφάσεων είναι σε κατάσταση κρίσης και δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις τεράστιες παγκόσμιες προκλήσεις. Και, όσο τα δημοκρατικά αυτά συστήματα είναι σε κατάσταση κρίσης, τόσο οι πολίτες απομακρύνονται και αρχίζουν να συμμετέχουν σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι συναισθηματικής εμπλοκής και άναρχης άσκησης εξουσίας. Γιατί φυσικά είναι πολύ δύσκολο για τον πολίτη, ο οποίος (καλή ώρα) μέσα από το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα βρήκε τη φωνή του, να παραδεχτεί ότι κάποιοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι είναι ή θα έπρεπε να είναι καλύτεροι από αυτόν· ότι ξέρουν ή θα έπρεπε να ξέρουν περισσότερα από αυτόν· ότι θα έπρεπε να αποφασίζουν για αυτόν.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι η ψευδαίσθηση της ισχύος που μας δίνει το διαδίκτυο —και συνακόλουθα η ψευδαίσθηση δημοκρατίας και συμμετοχικότητας που δημιουργείται από μία πλουραλιστική παγκόσμια δημόσια σφαίρα— δεν λύνει το πρόβλημα της αναρχίας. Σε ένα πραγματικά συνταγματικά ισχυρό δημοκρατικό σύστημα, υπάρχουν δικλίδες ασφαλείας, ελέγχου, λογοδοσίας. Σε ένα άναρχο σύστημα, αυτός που καταφέρνει να «διαβάσει» καλύτερα την πραγματικότητα και να προσαρμοστεί σε αυτήν επιβιώνει ή συγκεντρώνει πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό κεφάλαιο. Όλοι οι υπόλοιποι που σκέφτονται ακόμα με όρους 19ου ή 20ού αιώνα ξαφνικά συνειδητοποιούν ότι ο κόσμος άλλαξε· ότι κάποιοι αφανείς παίκτες έχουν ισχύ· ότι οι ηγέτες τους δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν ούτε ένα κλάσμα από αυτά που υπόσχονται και θέλουν, αφού δεν έχουν την ισχύ. Και μετά θυμώνουν και ψηφίζουν τον Ντόλαντ Τράμπ, τον Μπέρνι Σάντερς και τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Και πάει λέγοντας.

Το διεθνές σύστημα ήταν όντως πάντοτε άναρχο, με την έννοια ότι επικρατούσε και επικρατεί ο νόμος του ισχυρού. Ωστόσο ειδικά μετά τον 17ο αιώνα, οι μόνοι αναγνωρισμένοι, νομιμοποιημένοι παίκτες ήταν τα κράτη. Και, μετά τις επαναστάσεις του 18ου και του 19ου αιώνα και τις μεταρρυθμίσεις και τους πολέμους του 20ού, τα κράτη αυτά ακολουθούσαν κάποιους συγκεκριμένους κανόνες, αρχές και διαδικασίες — τόσο στο εσωτερικό τους όσο και στις μεταξύ τους σχέσεις. Αυτό που τώρα παρατηρούμε είναι μία ουσιαστική αλλαγή, μία «αλλαγή παραδείγματος» σε πολιτικό, διπλωματικό και κοινωνικό επίπεδο. Το παράδειγμα αυτό έχει πολλά καλά: είναι πλουραλιστικό, ενθαρρύνει τους πολίτες να είναι πιο ενεργοί και δημιουργεί checks and balances ανάμεσα σε πολλούς και διαφορετικούς δρώντες — κανένα κομμάτι του συστήματος δεν έχει υπερβολική εξουσία. Ωστόσο, συνταγματικά μιλώντας, το παράδειγμα αυτό μας πάει πολύ πίσω.

Εκτός του ότι τελικά τα συστήματα λήψης εξουσίας καταλήγουν να είναι δύσκαμπτα (για να παρθεί μία απόφαση για την κλιματική αλλαγή ή την ISIS απαιτείται μακροπρόθεσμη διεθνής εκστρατεία), αντιμετωπίζουν τεράστιο έλλειμμα νομιμοποίησης.