Ελπίδες και λεπίδες

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Ελπίδες και λεπίδες

«Έναν έχω αρχηγό / Και τον αγαπώ», έλεγε το ξεθωριασμένο αυτοκόλλητο με το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον καθρέφτη του κυρίου Δημήτρη, του κουρέα. Παραδίπλα, στο σουβλατζίδικο, ο κύριος Γιώργος ήταν των αντίθετων φρονημάτων. Κατά κάποιον τρόπο τα γειτονικά καταστήματα έπαιζαν τον ρόλο του γαλάζιου και αντίστοιχα πράσινου καφενείου, που έβλεπες τη δεκαετία του ’80 στα χωριά. Τον καφέ, παραδόξως, δεν τον έπινε χώρια ο κόσμος στο δικό μας «χωριό» – έτσι τουλάχιστον συμπέρανα από την πολυσυλλεκτική πελατεία στο καφεζαχαροπλαστείο του πατέρα μου.

Αμφότεροι οι πολιτικοποιημένοι μαγαζάτορες είχαν την τιμητική τους, αναφερόμενοι με ονοματεπώνυμο παρακαλώ, όταν εφημερίδα (της Δεξιάς) ασχολήθηκε με τη συνηθισμένη γειτονιά μας σε οδοιπορικό της στην «καθημερινότητα του Πειραιά». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο «πράσινος» σουβλατζής είχε επιτεθεί με τα μαχαίρια της δουλειάς στον «γαλάζιο» κουρέα. Φίλος από την άλλη όχθη μού είχε διηγηθεί την ακριβώς αντίθετη εκδοχή, ότι ο Δημήτρης κυνηγούσε τον Γιώργο κρατώντας ψαλίδι και ξυράφι.

Το πιθανότερο είναι ότι οι αφηγήσεις ήταν λίγο υπερβολικές. Σε αυτήν όπως και στις περισσότερες περιπτώσεις, τα καταστήματα –όπως και οι άνθρωποι– συνυπήρξαν. Σπάνια με λεπίδες, ενίοτε με ξεσπάσματα φανατισμού, συχνότατα με χαζές εμμονές, και πάντα με αλλαγές διάθεσης –και ελπίδες– σύμφωνα με την τραμπάλα της δημοκρατικής εναλλαγής. Σήμερα εμείς, αύριο εσείς.

Δεκαετίες πέρασαν πριν ξαναθυμηθώ τους δύο καταστηματάρχες και τα υποτιθέμενα όπλα τους – και κυρίως τον νεοδημοκράτη κουρέα, όταν χρειάστηκα αντίστοιχες υπηρεσίες στην καινούργια μου πόλη. Ευτυχώς απέφυγα τη μακρινή μετακίνηση στο χιόνι: το κουρείο ήταν στο διπλανό τετράγωνο. Στο πρώτο ραντεβού, ένα πρωί Σαββάτου, με υποδέχτηκε με λιγοστά αγγλικά η κομμώτρια Ζάνα – και με ένα σφηνάκι ράκια ο γκοσπόντιν Τζούρο. Παρά την άρνησή μου να καταναλώσω οινόπνευμα πριν το μεσημέρι, ο κουρέας επαναλάμβανε την προτροπή κάθε φορά που πήγαινα. Εξαίρεση έγινε μόνο μια φορά που είχε τα γενέθλιά του (για να με πείσει μάλιστα, μου έδειξε την ημερομηνία γέννησης στην άδεια οδήγησής του!), οπότε δεν γινόταν να τον προσβάλω.

Όχι ότι θα κινδύνευα από τα ξυράφια του (παρόλο που προτιμούσα να με κουρεύουν οι κομμώτριές του: ο ίδιος ήταν άγαρμπος). Με συμπάθησε, από την πρώτη φορά που έδωσα το όνομά μου για ραντεβού. Άκουσε Γιάνεζ και με ρώτησε αν είμαι Σλοβένος. Παρόλο που του εξήγησα, το αστείο επαναλαμβανόταν κάθε φορά. Οι λαοί της πρώην Γιουγκοσλαβίας ακόμη ψάχνουν ευκαιρίες να πειράζονται μεταξύ τους. Το κουρείο κρατούσε κι αυτό ένα απομεινάρι από το παλιό εθνικό κοκτέιλ: μισή Μαυροβούνια η Ζάνα, γεννημένος στη Βοσνία ο Τζούρο. Ωστόσο, μόλις καθόσουν και σου φορούσαν την ποδιά, η εθνική πολυχρωμία κοβόταν – «μαχαίρι».

Παρόλο που ο καθρέφτης ήταν χωρίς αυτοκόλλητα, ακριβώς από πάνω ο κουρέας είχε τοποθετήσει ένα μικρό εικονοστάσι. Τέρμα δεξιά ο Τούτζμαν, πρώτος πρόεδρος της χώρας. Δίπλα ο εθνικός θυρεός, με την ερυθρόλευκη «σκακιέρα». Αριστερά του η νυν πρόεδρος, η γνωστή με το μικρό όνομα (και χάρη στο Μουντιάλ) Κολίντα. Και τέρμα αριστερά η φωτογραφία ενός συνηθισμένου φαντάρου με τη λεζάντα «ο Κροάτης». Η τετράδα των απεικονίσεων, μαζί με τη σταθερή παρουσία της δεξιάς εφημερίδας Βέτσερνι Λιστ στον καναπέ, δεν άφηνε καμία αμφιβολία για το τι αγαπά ο καταστηματάρχης, ακόμη κι αν δεν το δηλώνει με λόγια.

Όχι πως ήταν λιγόλογος ο Τζούροˑαντίθετα, συζητούσε με πάθος, με άλλους πελάτες ή και περαστικούς – καμιά φορά και μαζί μου, με τη μεταφραστική μεσολάβηση της Ζάνας ή της Άννας-Μαρίας που έκανε τα ρεπό. Ο ενθουσιασμός του ήταν ευθέως ανάλογος με το πέρασμα της ώρας και με τα σφηνάκια που κατανάλωνε στο μεταξύ. Η πατριωτική του στάση (και η τιμή στους ένστολους, που υπονοούσε η εικόνα του στρατιώτη) δεν τον εμπόδισε να φερθεί απείθαρχα τη μία και μοναδική φορά που τον είδα να συνδιαλέγεται με αστυνομικούς. Το πλήρωμα του περιπολικού είχε έρθει μετά από καταγγελία για τη μουσική, που έπαιζε στη διαπασών από το παρκαρισμένο –είκοσι μέτρα μακριά από το κουρείο– αυτοκίνητό του. Διαμαρτυρήθηκε: άπαξ και πληρώνει το «χαράτσι» της HRT (ακριβότερο από το ελληνικό, σε μια χώρα με χαμηλότερα εισοδήματα), δεν μπορούν να τον εμποδίσουν να το ακούει, τους είπε. Ο τρόπος του έπεισε τους αστυνομικούς: όχι για τη λογική των επιχειρημάτων του, αλλά για το ότι θα ήταν μάταιος κόπος να επιμείνουν, έστω και στο να βάλει την υπογραφή του ότι έλαβε γνώση για την καταγγελία.

Για τα πολιτικά δεν τον είδα να διαπληκτίζεται – ούτε να έρχεται στα χέρια με τον ιδιοκτήτη του γειτονικού πλυντηρίου αυτοκινήτων. Ίσως και να μη βρίσκει εύκολα πολιτικά αντίθετους, θα έλεγαν οι «κακές γλώσσες», σύμφωνα με τις οποίες στην Κροατία κυριαρχεί η Δεξιά εκτός αν κάτι πάει πολύ στραβά (όπως, για παράδειγμα, η φυλάκιση του πρώην πρωθυπουργού Σάναντερ μετά από καταδίκη για διαφθορά, το 2011). Αυτό είναι βέβαια υπερβολή, ειδικά στο παραδοσιακά κόκκινο Ζάγκρεμπ. Η αίσθησή μου είναι ότι υπάρχει μια ομαλή δημοκρατική εναλλαγή, τραμπάλα, σε ένα πολιτικό σκηνικό περίπου όπως το γνωρίζουμε στη λοιπή Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα – με δύο βασικές διαφορές, ως προς τη χώρα μας.

Πρώτη, η ασήμαντη (προς το παρόν) δύναμη ακραίων «κομμάτων»-συμμοριών, σε μια χώρα από την οποία δεν λείπουν οι εξτρεμιστικές ιδεολογίες ούτε οι μνήμες βίας (πόλεμος 1991-95). Αυτό μπορεί να σχετίζεται και με την απουσία εκτεταμένης υποβάθμισης στις πόλεις όπως και με την παρουσία της αστυνομίας, που –σε αντίθεση με την επιείκεια στο χαζοξέσπασμα του Τζούρο– δεν διστάζει να παρέμβει στα σοβαρότερα κρούσματα, συχνά με ιδιότυπο τρόπο: τη σύλληψη, π.χ., κάποιων «παιδιών» με μαύρες μπλούζες, με την κατηγορία της «ανάρμοστης ένδυσης». Ακούγεται γραφικό, αλλά σίγουρα είναι πιο προνοητικό από το να αφήσεις να βγουν μαχαίρια, όπως στην άλλη πειραϊκή γειτονιά με την ακόμη ατιμώρητη δολοφονία.

Δεύτερη, η παρουσία γυναικών σε κορυφαία αξιώματα, που ας σημειωθεί ότι δεν ξεκίνησε με τη νυν πρόεδρο Κολίντα Γκράμπαρ-Κιτάροβιτς. Είχε προηγηθεί στη δεκαετία του 2000 η πρωθυπουργός Γιάντρανκα Κόσορ, ενώ οι παλιότεροι θα θυμούνται την Κροάτισσα που ξεκίνησε την παράδοση: την πρωθυπουργό της Γιουγκοσλαβίας στη μετά τον Τίτο εποχή, Μίρκα Πλάνιντς. Την ωριμότητα, στο συγκεκριμένο θέμα, αυτής όπως και άλλων βαλκανικών κοινωνιών (θυμηθείτε πότε κυβέρνησε η Τσιλέρ!) θα κάνουμε πολλά χρόνια να τη φτάσουμε. Ακόμη κι ο «ιδιόρρυθμος» και τραχύς Τζούρο είμαι σίγουρος ότι αντιλαμβάνεται τα όρια ανάμεσα στο sexiness και τον σεξισμό, ή ανάμεσα στις ελπίδες και τις λεπίδες, κι ας δυσκολεύεται να κουρέψει οριζόντια μια φράντζα.