Emily St. John Mandel, «Σταθμός Έντεκα»

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

Emily St. John Mandel, «Σταθμός Έντεκα»

Το τέταρτο βιβλίο της Καναδής, μόλις τριάντα επτά ετών, συγγραφέως Emily St. John Mandel, ένα μετα-αποκαλυπτικό μυθιστόρημα Επιστημονικής Φαντασίας (ένας ιός που μεταδίδεται αστραπιαία, μια νέα γρίπη, αφανίζει την ανθρωπότητα και διαλύει τον πολιτισμό μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα), είναι ένα εντυπωσιακό επίτευγμα: ένα από τα πιο καλοφτιαγμένα, πιο έξυπνα δομημένα σύγχρονα κείμενα μυθοπλασίας που διαβάσαμε τον τελευταίο καιρό, και μαζί ένα βιβλίο που δεν σβήνει από το μυαλό σου μέρες αφότου το τελειώσεις — σχεδόν εμποδίζοντάς σε να απολαύσεις κάποιο άλλο ανάγνωσμα. Πρέπει πρώτα να το αφήσεις να κατακάτσει μέσα σου.

Διάφοροι λόγοι συμβάλλουν σ’ αυτό: η αφτιασίδωτη πρόζα της: μολονότι περιγράφεται, εδώ, μία πελώρια καταστροφή χωρίς προηγούμενο, η Mandel δεν αφήνεται να παρασυρθεί, γράφει προσπαθώντας απλώς να καταγράψει τα τεκταινόμενα, σχεδόν υπνωτιστικά, ή και ημερολογιακά, με ενάργεια, περιγραφικά· οι πολλοί δευτερεύοντες χαρακτήρες, που εμφυσούν ζωή και ρεαλισμό στο κείμενο: άνθρωποι εντελώς καθημερινοί, που παίρνουν άλλες διαστάσεις καθώς εντάσσονται ξαφνικά σε ένα πλαίσιο που απαιτεί από αυτούς να γίνουν κάτι άλλο, διατηρώντας παράλληλα ακέραια τα χαρακτηριστικά τους, όσο είναι αυτό δυνατόν· η αγάπη στην τέχνη, στο μεγάλο θέατρο, στην υψηλού επιπέδου μουσική, ακόμη και μέσα σε ένα περιβάλλον αφανισμού: κάτι φαινομενικά σουρεαλιστικό, που όμως γρήγορα αποκτά δικαιολογημένη βαρύτητα· μερικές (όχι λίγες) σελίδες έξαρσης και λαχτάρας, κορυφώσεις σε ένα κατά τα άλλα επί τούτου χαμηλών τόνων γραπτό· η αγάπη στα πολλά, καθημερινά, σχεδόν αόρατα πράγματα που συνιστούν εντέλει αυτό που λέμε ζωή: είτε πρόκειται για ένα μείζον επίτευγμα του πολιτισμού, είτε για κάτι πολύ ταπεινό, κυρίως μάλιστα αυτό — η Mandel λέει πως τίποτε δεν είναι δεδομένο, καθετί είναι λόγος για να λαχταράς τη ζωή, για να την ποθείς και για να σου λείπει· τα σοφά φλασμπάκ, η δομή του βιβλίου που περνά από το παρελθόν στο παρόν (που είναι ένα ανατριχιαστικό μέλλον) χωρίς να κουράζει και χωρίς —κυρίως αυτό— να γίνεται για λόγους εντυπωσιασμού, δηλαδή χωρίς λόγο: όλα, αργά ή γρήγορα, κλειδώνουν μεταξύ τους, συνθέτοντας ολοένα και περισσότερο τη μεγάλη εικόνα με έναν τρόπο πραγματικά εντυπωσιακό, σε ένα λογοτεχνικό κρεσέντο.

Ας μείνουμε λίγο σε αυτό το τελευταίο. Η Mandel παρεμβάλλει συνεχώς σκηνές από την περίοδο πριν την αδιανόητη καταστροφή (που αποδεκατίζει τον πληθυσμό της γης κατά ένα ποσοστό άνω τού 99%, καταστρέφοντας για πάντα όλες τις υπάρχουσες δομές, μαζί με τη συνακόλουθη, και αναπόφευκτη, βία που ξεσπά), παρέχοντάς μας λεπτομέρειες για τη ζωή των κύριων πρωταγωνιστών του δράματος —καλλιτεχνών και επιχειρηματιών, ή «απλών» ανθρώπων που ονειρεύονται να αλλάξουν τη ζωή τους προς το καλύτερο—, ξέροντας πως ό,τι πει έχει τον λόγο του που λέγεται, όπως θα διαπιστώσουμε τελειώνοντας —με συγκίνηση— το βιβλίο. Τα νήματα που συνδέουν τους ήρωές της φαίνονται όσο διαβάζουμε κάπως αχνά και θολά, αλλά εντέλει ενώνονται όλα σε ένα μεγάλο tableau vivant, έστω και μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο καταστροφής, ερήμωσης και θανάτου που περιγράφεται. Εντυπωσιακό, και δύσκολο να γίνει.

Η αγάπη της για το είδος είναι δεδομένη, όπως και η συναφής μελέτη της, και δεν κρύβεται: οι αναφορές σε συγγενή βιβλία είναι πολυάριθμες και ευδιάκριτες (από το αρχετυπικό «Κοράκι» του Στίβεν Κινγκ, ασφαλώς, μέχρι τον πένθιμο «Δρόμο» του Κόρμακ Μακάρθι), αλλά η Mandel μοχθεί για να δώσει κάτι ξεχωριστό, που δεν θα τεθεί άγαρμπα από τους αναγνώστες, ή από την κριτική, στη βάσανο της σύγκρισης. Και τα καταφέρνει.

Τα δύο ιδιαίτερα ευρήματά της —η Συμφωνία, η ομάδα των περιπλανώμενων ηθοποιών που ανεβάζει με επιμονή Σαίξπηρ στις μικρές, διάσπαρτες κοινότητες των επιζησάντων, και τα δύο τεύχη του κόμικς που έγραφε και σχεδίαζε πριν την καταστροφή μία από τις κεντρικές πρωταγωνίστριες του «Σταθμού Έντεκα»— είναι έξοχα. (Και κανείς θέλει να διαβάσει πραγματικά το κόμικς, ακόμη και αν ξέρει πως δεν έχει φτιαχτεί ποτέ στην πραγματικότητα. Θα ήταν όμως ενδιαφέρον να καταπιανόταν μαζί του στ’ αλήθεια κάποιος καλλιτέχνης, θα έκανε εξίσου μεγάλη επιτυχία με το μυθιστόρημα).

Ωραία η μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη, μια όμορφη έκδοση γενικά από τον Ίκαρο, ένα βιβλίο που προτείνεται ανεπιφύλακτα.