Ένα παγωμένο απόγευμα

L
Ξένια Κουναλάκη

Ένα παγωμένο απόγευμα

Καμιά φορά πεθαίνουν διάφοροι διάσημοι κι εγώ στενοχωριέμαι σαν να πεθαίνουν δικοί μου άνθρωποι. Υποθέτω ότι θα φανώ τρομερό ψώνιο αν πω ότι έκλαψα με λυγμούς για τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και ότι πήρα την κολλητή μου φίλη για να της ανακοινώσω πένθιμα: «Είμαι χάλια, πέθανε ο Κισλόφσκι». Κάτι αντίστοιχο έπαθα αυτή την εβδομάδα με τον Χέλμουτ Σμιτ — το είπα με εξίσου μελό (και άρα ελαφρώς κωμικό) ύφος, νομίζω, στο Facebook για να διακηρύξω τη θλίψη μου.

Τον είχα δει τον Δεκέμβριο του 2011 στο Αμβούργο, σε ένα συνέδριο της «Zeit», της εβδομαδιαίας εφημερίδας της οποίας υπήρξε εκδότης επί 30 και πλέον χρόνια. Το θέμα ήταν η ελληνική κρίση χρέους. Ήταν λίγες ημέρες αφότου είχε αναλάβει ο Λουκάς Παπαδήμος την πρωθυπουργία. Οι περισσότεροι Γερμανοί άκουγαν Ελλάδα και παρουσίαζαν αλλεργικά συμπτώματα.

Μέσα στον Άγιο Μιχαήλ —ή «Μίχελ», όπως αποκαλούν οι Αμβουργέζοι την εμβληματική εκκλησία του 17ου αιώνα— είχε στηθεί μία σκηνή, κι εγώ είχα πιάσει από νωρίς στασίδι. Είχα κουβαλήσει υπολογιστή, αλλά, προτού καν εμφανιστεί ο Σμιτ, η μπαταρία είχε ήδη τελειώσει κι εγώ αισθανόμουν τεχνολογικά καθυστερημένη. Ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι και χρειαζόταν ακουστικό για να ακούσει τις ερωτήσεις που του έκανε ο συνομιλητής του. Φυσικά κάπνισε. Τραβούσε βαθιές ρουφηξιές μέσα στην εκκλησία. Κάπνιζε άλλωστε παντού, στο θέατρο, στην όπερα — η γυναίκα του, Λόκι, εξηγούσε κάποτε ότι οι ίδιοι οι γιατροί τον συμβούλευαν να μην το κόψει γιατί το σοκ για τον οργανισμό του θα ήταν τεράστιο.

Μου έκανε εντύπωση η άνεση με την οποία μαστίγωνε τη Γερμανία και την πολιτική της Μέρκελ και η κομψότητα με την οποία υπερασπιζόταν την Ελλάδα, χωρίς να εξοργίζει το ακροατήριο, που αποτελείτο κυρίως από γεράκια της γερμανικής οικονομίας, επιχειρηματίες και στελέχη κολοσσών με μηδενική ανοχή απέναντι στην ελληνική «ιδιαιτερότητα». Έλεγε αστεία με εκείνη την ευκολία που άνθρωποι κάποιας ηλικίας πετούν ατάκες χωρίς να μοιάζουν εξυπνακίστικες ή επιτηδευμένες, αλλά αποστάγματα σοφίας.

Όταν τελείωσε, ήμουν σχεδόν ερωτευμένη — μάλλον και όλοι οι υπόλοιποι· ή ίσως απλώς επιβεβαίωσαν τον έρωτά τους, γιατί τον αποθέωσαν όρθιοι. Τον ακολούθησα καθώς τον έβγαζαν από την πίσω πόρτα κάτι μαυροφορεμένοι φουσκωτοί. Σκέφτηκα να τον συγκινήσω κάνοντας του μια ερώτηση ως «Ελληνίδα δημοσιογράφος», αλλά συνειδητοποίησα ότι ήταν σχεδόν κουφός και πως θα ήταν μάλλον άβολο να αρχίσω να του μιλάω κι εκείνος να μην ακούει. Προτίμησα να ανάψω τσιγάρο στο πλατύσκαλο της εκκλησίας — για μένα ίσχυε ούτως ή άλλως κανονικά η απαγόρευση, την οποία εκείνος παραβίαζε. Οι μπράβοι κατέβασαν στα χέρια το καροτσάκι του, κι εκείνος υπέμενε στωικά τα τραντάγματα καθισμένος πάνω του. Έμοιαζε εύθραυστος και ανήμπορος, κι αυτή η εικόνα με συγκίνησε γιατί, λίγα μόλις λεπτά νωρίτερα, στη σκηνή, φαινόταν πανίσχυρος, γεμάτος αυτοπεποίθηση.

Όταν τον έβαλαν στη λιμουζίνα, σήκωσε λίγο το βλέμμα του και με κοίταξε που κάπνιζα το λευκό, λεπτό τσιγάρο μου. Νομίζω ότι μου έγνεψε — και, αν όχι, σίγουρα μου χαμογέλασε αχνά, συνωμοτικά: Εμείς οι καπνιστές δεν αντέχουμε πολλή ώρα χωρίς τσιγάρο. Κάτι τέτοιο.

Ήταν ένα παγωμένο σκοτεινό απόγευμα, στο Αμβούργο, όπου σκοτεινιάζει από τις τέσσερις. Είναι ασφαλώς μια πόλη-σκηνικό, φτιαγμένη για δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς.