Ένα σκανδιναβικό neo-polar

C
Γρηγόρης Αζαριάδης

Ένα σκανδιναβικό neo-polar

Ο Jens Lapidus ξαναχτυπά… Μετά την πανηγυρική είσοδό του στον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος με την «Τριλογία της Στοκχόλμης», ο πολλά υποσχόμενος Σουηδός συγγραφέας μάς φέρνει την «Πρώτη μούρη» (Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελίδες 664, σε μετάφραση του Γρηγόρη Κονδύλη). Από τα προηγούμενα έργα του, είχα διακινδυνεύσει τον χαρακτηρισμό του Lapidus ως του επικρατέστερου επιγόνου του Νέσμπο και της γενιάς του. Και ο επίμονος Jens φροντίζει να με δικαιώνει. Από κάθε πλευρά, μπορώ να πω.

Η πλοκή του μυθιστορήματος είναι συναρπαστικά πολυεπίπεδη. Ο συγγραφέας χειρίζεται με άνεση πλέον αυτά τα διαφορετικά επίπεδα, χωρίς πάντως να μπλέκει σε πολλές παράλληλες ιστορίες, που ενέχουν τον κίνδυνο αποπροσανατολισμού του αναγνώστη. Υπάρχει η ιστορία του Νίκολα, αγαπημένου ανιψιού του Τέντυ Μάκσουμιτς, βασικού χαρακτήρα του Lapidus μαζί με τη δικηγόρο Έμελι Γιάνσον. Ο νεαρός αντιμετωπίζει το δίλημμα της ένταξης στην κοινωνία του «νόμου και της τάξης» της χώρας ή στην πιθανότητα σταδιακής ανόδου στην ιεραρχία του οργανωμένου εγκλήματος, κατ’ εικόνα και ομοίωση του αγαπημένου του θείου Τέντυ.

Από την πλευρά του, ο Τέντυ, ανταποκρινόμενος στην έκκληση της διαχρονικής του αγαπημένης Έμελι, θα βρεθεί χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει σε μια ανελέητη μάχη με πανίσχυρους, αόρατους μηχανισμούς και πρόσωπα από το σκοτεινό παρελθόν, που στοιχειώνουν τη ζωή του. Οι εφιάλτες που τον κυνηγούν από τις προηγούμενες περιπέτειες (λίαν ευφυής η έμπνευση του συγγραφέα και η υλοποίησή της από εμπορικής πλευράς) αναβιώνουν και δημιουργούν μια σχεδόν καφκική ατμόσφαιρα, απ’ όπου δεν φαίνεται κανείς δρόμος διαφυγής.

Κι ακόμη, υπάρχει η συμπαθέστατη ιρανικής καταγωγής Ροξάνα και η αχώριστη παρέα των νεαρών φίλων της, όπου η αρχικά τυχαία εμπλοκή τους στον χώρο των ναρκωτικών θα πυροδοτήσει μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση, που φέρνει στο μυαλό μια υποψία επιρροής από το μυθικό «Braking bad».

Ο Νίκολα θα αναζητήσει απεγνωσμένα εκδίκηση γιά την ύποπτη δολοφονία του κολλητού του Σάμον, η Ροξάνα θα παλέψει να βρει χρήματα για να πληρώσει κάποιος νονούς ναρκωτικών, ο Τέντυ με την Έμελι θα προσπαθήσουν με όλες τους τις δυνάμεις να οδηγήσουν στη δικαιοσύνη τους έκφυλους διεφθαρμένους που εκμεταλλεύονται νεαρά θύματα του trafficking. Σκληρές εικόνες αναβλύζουν στις σελίδες του μυθιστορήματος. Πόνος, αλληλεγγύη, προδοσία, ψέματα, και παραδίπλα αγώνας γιά μια καλύτερη ζωή, έναν λίγο πιο φωτεινό κόσμο.

Οι τρείς παράλληλες ιστορίες περιγράφονται με τον γνωστό, προσωπικό τρόπο του συγγραφέα. Κάποιες στιγμές πολύ σκληρός, κάποιες περισσότερο ανθρώπινος, αλλά πάντα ρεαλιστικός, ο Lapidus έχει το μεγάλο πλεονέκτημα να χτίζει τη σωστή ατμόσφαιρα. Ξέρει με μεγάλη ακρίβεια τον χώρο όπου κινούνται οι ήρωες του. Προφανώς τον έχει ζήσει στη διάρκεια της σύντομης αλλά πολυτάραχης νομικής του καριέρας, καθώς έχει εκπροσωπήσει ως συνήγορος υπεράσπισης κάποιους σημαίνοντες εγκληματίες στη χώρα του.

Πραγματικά, και στην «Πρώτη μούρη» ο Lapidus ζωγραφίζει μια απόλυτα πειστική εικόνα του υποκόσμου και της κυριαρχίας των μειονοτικών οργανωμένων συμμοριών. Η γιουγκοσλαβική μαφία, η αντίστοιχη συριακή, ο πόλεμος επιβίωσης, επικράτησης και ανάπτυξης των «δραστηριοτήτων» τους περιγράφονται με απόλυτα ρεαλιστικό τρόπο. Και, παράλληλα, ο συγγραφέας, διευρύνοντας τη βάση της κοινωνικής του κριτικής, δεν διστάζει να «σχολιάσει» με μαύρες γραμμές την ισχυρή οικονομική τάξη της σουηδικής μπουρζουαζίας. Η υψηλή κοινωνία της χώρας παρουσιάζεται βουτηγμένη στη διαφθορά, από παράνομες οικονομικές συναλλαγές μέχρι αρρωστημένα κυκλώματα παιδοφιλίας.

Η μεγάλη πλειονότητα των σύγχρονων Σκανδιναβών αστυνομικών συγγραφέων υιοθετεί τις αρχές τού λίαν αποτελεσματικού εκδοτικού μάρκετινγκ: όλοι τους γράφουν με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Τουτέστιν, ακολουθούν τα ίδια μοτίβα της πλοκής και στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στον καταιγιστικό τηλεοπτικό ρυθμό της αφήγησης. Μερικοί όμως ξεχωρίζουν από τον σωρό. Χωρίς να αποκλίνουν σε μεγάλο βαθμό από την επιτυχημένη εμπορική συνταγή, δημιουργούν τις προϋποθέσεις γιά την καθιέρωση ενός προσωπικού στιλ γραφής. Ξεχωρίζουν και ανοίγουν την προοπτική ενός μέλλοντος με ονοματεπώνυμο. Πιστεύω ότι ο Lapidus ανήκει στην τελευταία κατηγορία.

Πέρα από την κλασική προσέγγιση του whodunit και τη συνακόλουθη συνεχή αναζήτηση του ενόχου, ο συγγραφέας δημιουργεί μια διάχυτη αίσθηση θρίλερ, όπως εκφράζεται μέσα από τη συνεχή και αδιάλειπτη κλιμάκωση της έντασης, που παραπέμπει στη δράση μιας καλοσχεδιασμένης σύγχρονης τηλεοπτικής σειράς. Πράγμα που επιβεβαιώνεται από την απόφαση να μεταφερθεί το μυθιστόρημα στην μικρή οθόνη. Εδώ κυριαρχεί η αίσθηση του «τι γίνεται στην επόμενη σκηνή». Όσο απίθανα κι αν φαίνονται αυτά που συμβαίνουν, ο αναγνώστης δεν έχει τον χρόνο να εξετάσει την αληθοφάνειά τους. Σε τελική ανάλυση, δεν τον απασχολεί. Το μόνο που τον τραβάει από το μανίκι είναι τι θα ακολουθήσει. Αποτέλεσμα; Ένα αντιπροσωπευτικό page turner μυθιστόρημα.

Από τα δυνατά σημεία του Lapidus η ανάγλυφη σκιαγράφηση των χαρακτήρων του. Τα διλήμματα και η ταλάντευση ανάμεσα στην ένταξη στην πλευρά του νόμου ή στη γοητεία της οικογενειακής παράδοσης και την ανέλιξη στην ιεραρχία της γιουγκοσλαβικής μαφίας, τόσο γιά τον Τέντυ Μάκσουμιτς όσο και τον προστατευόμενο ανιψιό του Νίκολα, περιγράφονται παραστατικά. Η πίστη στην οικογένεια και τις παλιές φιλίες, η αίσθηση της τιμής, κατάλοιπο από την εποχή όπου οι γκάνγκστερ έμοιαζαν με τζέντλεμαν, και η επιμονή τους να φτάσουν μέχρι το τέλος με οποιοδήποτε κόστος αναδύονται μέσα από την καθημερινή πρακτική τους. Δίπλα τους, η Έμελι Γιάνσον είναι το κλασικό παράδειγμα «σκεπτόμενου» πολίτη, που, παρά τις αμφιβολίες γιά την ηθική του συστήματος της χώρας, προσπαθεί να υπηρετήσει πιστά την απόδοση της δικαιοσύνης. Και στην «Πρώτη μούρη» έχουμε και την εμφάνιση της Νίνας Λέι, μιας σίγουρα αντισυμβατικής αστυνόμου, που διαδραματίζει έναν πολύ ενδιαφέροντα και σκοτεινό ρόλο.

Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, υπάρχει κάτω από τις γραμμές ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον στοιχείο, που συνειδητά ή όχι παραπέμπει στις αρχές του neo-polar. Ω, ναι… Η επικίνδυνη προσπάθεια φλερταρίσματος στα λεπτά όρια ανάμεσα στην παρανομία και την πλήρη ένταξη στην ευνομούμενη κοινωνία. Τα όρια είναι εδώ, υπάρχουν, αλλά ο συγγραφέας αποφεύγει να πάρει θέση. Επιτρέπει στους ήρωές του να αυτονομηθούν και να πάρουν τις αποφάσεις τους, για την διάρκεια των οποίων κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος.

Σε τελική ανάλυση, με την «Πρώτη μούρη» ο Lapidus επιβεβαιώνει ότι μπορεί να αποτελέσει τη σοβαρότερη υποψηφιότητα διαδοχής του βασιλιά της εμπορικής σκανδιναβικής αστυνομικής σχολής, γνωστού και ως Jo Nesbo. Θα τον βοηθήσει σημαντικά, πιστεύω, η διεύρυνση του σκηνικού των μυθιστορημάτων του και λίγο πιο μακριά από τον υπόκοσμο και τη νύχτα της Στοκχόλμης. Οψόμεθα!

Να μην παραλείψω να γράψω δυο λόγια γιά τη μετάφραση του Γρηγόρη Κονδύλη. Υποδειγματική. Έχει κατορθώσει να μεταφέρει πιστά την ιδιάζουσα τολμηρή γλώσσα του συγγραφέα.