Ένας μπάρμαν Πουαρό στην Τοσκάνη

C
Μαρία Αλτίκη

Ένας μπάρμαν Πουαρό στην Τοσκάνη

Οι Εκδόσεις Καλέντης μάς συστήνουν τον Μάρκο Μαλβάλντι και την «Παρτίδα για πέντε» («La briscola in cinque»), το μυθιστόρημα με το οποίο ο Ιταλός συγγραφέας εγκαινίασε το 2007 τη σειρά, «Μπαρ Λούμε – Εγκλήματα στην Τοσκάνη» που σήμερα περιλαμβάνει εφτά τίτλους.

Ο Μαλβάλντι, με φανερές επιρροές από τον Αντρέα Καμιλέρι αλλά και από τους θρυλικούς «Εντιμότατους φίλους μου» («Amici miei») του Μάριο Μονιτσέλι, τοποθετεί τις ιστορίες του σε ένα παραλιακό θέρετρο κοντά στο Λιβόρνο, την πλασματική πόλη Πινέτα. Εκεί έχει το μπαρ του ο Μάσιμο Βιβιάνι, κεντρικός ήρωας των βιβλίων. Το Bar Lume (barlume σημαίνει αμυδρό φως ή, σε ελεύθερη μετάφραση, ένδειξη, ίχνος), εκτός από πόλος έλξης των τουριστών που πηγαίνουν εκεί για να απολαύσουν έναν καφέ στη δροσιά, είναι και το στέκι μιας παρέας ηλικιωμένων.

Η παρέα αποτελείται από τον παππού του Μάσιμο, τον Αμπέλιο Βιβιάνι, ετών 82, συνταξιούχο σιδηροδρομικό υπάλληλο, τον Άλντο Γκρίφα, ετών 80, ιδιοκτήτη του εστιατορίου Βοκάκιος, τον Τζίνο Ριμεντιότι, ετών 75, συνταξιούχο ταχυδρομικό υπάλληλο, και τον Πιλάντε Ντελ Τάκα, ετών 74, υπέρβαρο συνταξιούχο δημοτικό υπάλληλο. Οι ηλικιωμένοι θαμώνες συναντιούνται καθημερινά περνώντας την ώρα τους κουβεντιάζοντας, κάνοντας κουτσομπολιό για τα γεγονότα της πόλης, ανταλλάσοντας φαρμακερές ατάκες, αλλά και διατυπώνοντας εικασίες για τα διάφορα προβλήματα που προκύπτουν. Όταν μένει χρόνος, παίζουν καμιά παρτίδα χαρτιά, συνήθως Μπρίσκολα:

Στην Μπρίσκολα οι παίκτες, με κάποιες ανεπαίσθητες συμβατικές κινήσεις (π.χ., κλείσιμο ματιού, ανασήκωμα ώμων, φούσκωμα μάγουλου κ.ά.) που η καθεμιά τους υπονοεί ένα συγκεκριμένο φύλλο της τράπουλας, ενημερώνουν τον συμπαίχτη τους για τα αντίστοιχα χαρτιά που κρατάνε στα χέρια τους ή μπορεί και να μπλοφάρουν κιόλας.

Στην «Παρτίδα για πέντε» ο συγγραφέας ξεκινά την ιστορία του ένα αυγουστιάτικο πρωινό, όταν ένας νεαρός παίρνοντας τον δρόμο για το σπίτι, μεθυσμένος μετά από νυχτερινή έξοδο με τους φίλους του, βρίσκει μέσα σε έναν κάδο σκουπιδιών, στο πάρκο Μπελβεντέρε, το άψυχο σώμα μιας κοπέλας. Το κινητό του δεν έχει μπαταρία, οπότε σπεύδει στο πιο κοντινό μπαρ για να ειδοποιήσει την αστυνομία. Αυτό τυχαίνει βέβαια να μην είναι άλλο από το Bar Lume. Λόγω της μέθης, η αστυνομία παίρνει την καταγγελία του για φάρσα. Μην μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, ζητά τη βοήθεια του ιδιοκτήτη του μπαρ, του Μάσιμο Βιβιάνι. Η αστυνομία ενημερώνεται και στο σημείο καταφθάνουν ο ιατροδικαστής Βάλτερ Κάρλι και ο αστυνόμος Βινίτσο Φούσκο. Ο Κάρλι αναγνωρίζει στο πρόσωπο του θύματος, τη 19χρονη Αλίνα Κόστα. Τα νέα για το αποτρόπαιο έγκλημα κυκλοφορούν πιο γρήγορα και από τον άνεμο και ταράζουν τους κατοίκους της Πινέτα. Ο Μάσιμο εμπλέκεται άθελα του στην υπόθεση και, μην έχοντας καμία εμπιστοσύνη στον ανίκανο αστυνόμο Φούσκο, αρχίζει να ψάχνει τον υπεύθυνο για τη δολοφονία.

Η υπόθεση είναι περίπλοκη και οι ύποπτοι αρκετοί. Η έκλυτη ζωή του κοριτσιού οδηγεί σε διάφορες εικασίες και συμπεράσματα. Για τη διαλεύκανσή της, ο Μάσιμο, εκτός από τα διάφορα κουτσομπολιά που δίνουν και παίρνουν στη μικρή κοινωνία, θα στηριχτεί και στους κανόνες της Μπρίσκολα, που του διδάσκει η παρέα των ηλικιωμένων. Διερευνώντας την υπόθεση, πρέπει να βρει ποιος λέει την αλήθεια και ποιος μπλοφάρει.

«Ξέρεις ποια είναι η μαγκιά; Η μαγκιά ετούτης της υπόθεσης, αγαπητέ μου Μάσιμο, είναι πως όλο το χωριό ξέρει περισσότερα απ’ όσα ξέρει ο αστυνόμος. Πρώτον, επειδή ο Φούσκο είναι ένας βλάκας και μισός και δεύτερον γιατί, αν κάτι συμβεί στο χωριό ή σε κάποιον από το χωριό, πάντα υπάρχει κάποιος που ξέρει κατιτίς για δαύτο. Κάποιος που κάτι πήρε το μάτι του, μόνο που δεν ξέρει τι σημαίνει. Άκουσε και εμένα, Μάσιμο, ο Φούσκο κανονικά θα ’πρεπε να έρθει εδώ στο καφέ μπαρ και να μιλήσει με όσους περνάνε από δω, έπειτα να επισκεφτεί όλες τις γυναίκες στα σπίτια τους, ύστερα να πάει στην αγορά και τα λοιπά και τα λοιπά. Κανείς δεν πάει απευθείας σ’ αυτόν. Για να καταλάβεις, εγώ έφυγα από το σπίτι στις δύο και είκοσι και η γυναίκα μου ήταν ήδη στο τηλέφωνο μια ώρα και είκοσι λεπτά. Όταν γυρίσω, να ’σαι σίγουρος ότι θα μου κάνει το κεφάλι καζάνι με το έγκλημα». Ο Μάσιμο έβαλε τα γέλια. Ο Πιλάντε είχε δίκιο: το brainstorming των γιαγιάδων ήταν τόσο τρομερό, ώστε κανείς δεν θα γλίτωνε εκείνες τις μέρες από τις αναδιφήσεις των επίδοξων Μις Μαρπλ, λουφαγμένων στα σπίτια τους να τηλεφωνούν σε όποιον ξέρουν και δεν ξέρουν.

Ο συγγραφέας πρωτοτυπεί κάνοντας ήρωες των μυθιστορημάτων του συνηθισμένους ανθρώπους. Εδώ δεν έχουμε σούπερ μπάτσους που πνίγονται στο αλκοόλ. Ο Μάσιμο είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ιδιόρρυθμος μεν αλλά εύστροφος, μεθοδικός και επίμονος. Ένας οικείος χαρακτήρας, ισορροπημένος και ανθρώπινος, με φιλότιμο και συμπόνια. Ένας ήρωας με τον οποίο οι αναγνώστες θα ταυτιστούν άμεσα.

Είναι γύρω στα τριάντα, με σγουρά μαλλιά, μούσι, η φυσιογνωμία του αποπνέει κάτι το αραβικό.

Η τετράδα των ηλικιωμένων που τον πλαισιώνουν διαθέτουν βιτριολικό, πανέξυπνο χιούμορ που αποκλείεται να μη σας διασκεδάσει. Η μαεστρία στην πένα του φαίνεται στο υπέροχο χτίσιμο και τη σκιαγράφηση των ηρώων του, από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο, αλλά και στην απεικόνιση της κοινωνίας της μικρής πλασματικής παραθαλάσσιας πόλης που ξεπροβάλλει σελίδα τη σελίδα, ολοζώντανη.

Η «Παρτίδα για πέντε» ισορροπεί επιδέξια στη λεπτή γραμμή μυστηρίου και κωμωδίας. Θα σας κάνει να γελάσετε, ενώ ταυτόχρονα θα γυρίζετε τις σελίδες τη μια μετά την άλλη, αγωνιώντας για την κλιμάκωση της υπόθεσης. Οι περιπέτειες του Μάσιμο και των φίλων του είναι μπεστ-σέλερ στην Ιταλία και ήδη έχουν μεταφραστεί σε 10 γλώσσες. Πέρυσι έκαναν την εμφάνισή τους και στη μικρή οθόνη, σε μια μίνι τηλεοπτική σειρά με τον τίτλο «Murders at Barlume».