Επαναστατικές ιδιωτικοποιήσεις και αστικοί μύθοι

P
Ιωάννης Μουστάκης

Επαναστατικές ιδιωτικοποιήσεις και αστικοί μύθοι

Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της σύντομης προεκλογικής περιόδου, πρωτοκλασάτα στελέχη και επίδοξοι πολιτευτές του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να υποστηρίξουν τα κυβερνητικά πεπραγμένα στο πεδίο των ιδιωτικών επενδύσεων, υπερασπίζονταν με πρωτοφανή ζέση για πρόσωπα ριζοσπαστικών καταβολών το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που κλήθηκαν να περατώσουν. Πρόδηλα συντεταγμένοι πίσω από το κομματικό αφήγημα του «μεγάλου ατού» του Αλέξη Τσίπρα, διεκδικούσαν την αποκλειστική κηδεμονία της ατζέντας των ιδιωτικοποιήσεων, ωσάν να μην αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος (και) του τρίτου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής (2015-2018) και να επρόκειτο ανέκαθεν για προγραμματική θέση του κόμματος. Χωρίς κανέναν ενδοιασμό οικειοποιήθηκαν σχέδια αποεθνικοποιήσεων που είχαν δρομολογηθεί –και ως ένα βαθμό υλοποιηθεί– από προηγούμενες κυβερνήσεις, για να καμουφλάρουν την κραυγαλέα ανεπιτυχία τους στην προσέλκυση επενδύσεων. Όσο δε για τον ασπασμό και με τον πολιτικό χαρακτήρα των ιδιωτικοποιήσεων, που συνάδει με ενθάρρυνση του ανταγωνισμού, δεν προξενεί καμία εντύπωση η μεταστροφή· συνιστά μία μόνο από τις πολλές ιδεολογικές ταπεινώσεις της Αριστεράς που ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο πρόθυμα αντάλλαξε με πόστα εξουσίας. Η πυκνότητα του πολιτικού χρόνου, ομολογουμένως, ανάγκασε τους εκπροσώπους της απερχόμενης κυβέρνησης να σωρεύσουν ανακρίβειες ολκής στον αποτιμητικό των έργων τους λόγο, με απώτερο σκοπό την καπήλευση των κατορθωμάτων που στην πρόσφατη ιστορία είχαν λοιδορήσει μετά βδελυγμίας.

Πίσω στο μακρινό 2011, υπό την πίεση των Ευρωπαίων δανειστών που είχαν παράσχει πακέτο οικονομικής στήριξης μόλις τον προηγούμενο χρόνο στην Ελλάδα, συστάθηκε το ΤΑΙΠΕΔ με αρμοδιότητα τη διαχείριση της εφαρμογής του πλάνου ιδιωτικοποιήσεων δημόσιων περιουσιακών στοιχείων ύψους €50 δις μέχρι το τέλος του 2015. Έως και τον σχηματισμό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το ΤΑΙΠΕΔ είχε επιτύχει όγκο αποκρατικοποιήσεων αξίας  €7,7 δις, με εισπραγμένες προσόδους που ανέρχονταν στα €3,1 δις. Ναυαρχίδες του υλοποιηθέντος σκέλους του προγράμματος ήταν: η πώληση του 66% –ήτοι €400 εκ.– της ΔΕΣΦΑ στην αζέρικη Socar (2013), η πώληση του 33% –ήτοι €712 εκ.– του ΟΠΑΠ στην τσεχικών συμφερόντων Emma Delta Ltd (2013), η πώληση της Ελληνικόν ΑΕ έναντι τιμήματος €915 εκ. στο επενδυτικό σχήμα υπό την Lamda Development (2014), και η σύμβαση παραχώρησης 14 περιφερειακών αεροδρομίων για εκμετάλλευση κατόπιν προσφοράς €1,2 δις από τη γερμανική Fraport (2014). Εξίσου σημαντικές υπήρξαν: η επενδυτική συμφωνία αξίας €224 εκ. μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Cosco (2014) για την κατασκευή και εκμετάλλευση του προβλήτα ΙΙΙ στο λιμάνι του Πειραιά, αλλά και η πραγμάτωση επένδυσης από την Philip Morris στο Αγρίνιο (2013). Μπορεί η διαδικασία των αποκρατικοποιήσεων να ήταν βραδεία και να απέφερε μόλις ένα μέρος του προβλεπόμενου στόχου, αλλά θα πρέπει το αποτέλεσμά της να λογίζεται ως επίτευγμα δεδομένων των συνθηκών. Όλες οι συμφωνίες έλαβαν χώρα εν μέσω βαθιάς ύφεσης για την ελληνική οικονομία, γενικευμένης αβεβαιότητας για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, και σφοδρών αντιδράσεων από συντεχνιακά συμφέροντα, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να είναι διστακτικοί για τοποθετήσεις στην Ελλάδα.

Το τοξικό επενδυτικό περιβάλλον της πενταετίας 2011-2014 διαμορφώθηκε εν πολλοίς από την αντιπολιτευτική εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ, που όταν δεν ασχολείτο με ανοίκειες ασκήσεις «επαναστατικής γυμναστικής», όπως οι τραμπουκισμοί, οι απειλές, οι προπηλακισμοί και οι ύβρεις κατά της εγχώριας και διεθνούς επενδυτικής κοινότητας (παραπομπές: [1], [2], [3], [4]), φρόντιζε επιμελώς να κρατά εν εγρηγόρσει τα κατώτερα ένστικτα κρατικοδίαιτων συνδικαλιστικών ομάδων, προκειμένου να δρουν συντηρητικά στα τρομολαγνικά σενάρια περί επέλασης των ιδιωτικών συμφερόντων (παραπομπές: [1], [2], [3], [4]). Όλα αυτά, βέβαια, διήρκησαν μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2015, οπότε και η αποκαθαρμένη από τροχοπέδες κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα εναγκαλίστηκε σφιχτά με ό,τι αρειμανίως πολεμούσε στο παρελθόν. Η καινούργια εποχή του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων μονομιάς μπολιάστηκε με περίσσεια κοινωνικής δικαιοσύνης και εξαγνίστηκε από τη μνημονιακή αναλγησία, ή τουλάχιστον έτσι όφειλαν να ισχυρίζονται από τότε και στο εξής οι νέοι διεκπεραιωτές. Υπήρξε μάλιστα τέτοια η σπουδή τους να ενστερνιστούν την πολιτική των ιδιωτικών επενδύσεων, που ιδιοποιήθηκαν και όλα σχεδόν τα παραπάνω έργα, έργα που είτε είχαν ολοκληρωθεί είτε είχαν ωριμάσει κατά τη διάρκεια προηγούμενων διακυβερνήσεων (παραπομπές: [1], [2]). Η εξουσιομανία υπήρξε τελικά τόσο ασυγκράτητη, που καμία ηθική δέσμευση δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον ατιμωτικό για τη ριζοσπαστική Αριστερά αναπροσανατολισμό στα οικονομικά της αγοράς.

Για να αναδειχθεί το μέγεθος της φαυλότητας, όμως, δεν αρκεί να υπογραμμιστεί μόνο η ιδεολογική παραδοξότητα· πρέπει να καταγραφεί επίσης η οικονομική αδαημοσύνη και η απορρέουσα από αυτή βλάβη για το δημόσιο συμφέρον. Ενδεικτικά της ανεπανάληπτης διαχειριστικής ανικανότητας στο μέτωπο των επενδύσεων είναι τα παρακάτω γεγονότα: Η πώληση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ με ύψος τιμήματος μόλις €45 εκ. (2014), έναντι –της προκλητικά χαμηλής, κατά Γ. Σταθάκη– προσφοράς €300 εκ. που επεξεργαζόταν η συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου (2013). Η πρόταση παράτασης της σύμβασης παραχώρησης του «Ελ. Βενιζέλος» από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έναντι τιμήματος €484 εκ., που αντικαταστάθηκε από νέα προσφορά ύψους €1,1 δις, αφού πρώτα η αρχική είχε απορριφθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως εξαιρετικά χαμηλή (2018). Η εξαγορά του πλειοψηφικού πακέτου του λιμανιού του Πειραιά από την Cosco με τίμημα €368,5 εκ., που κρίθηκε κατά γενική ομολογία ασύμφορη, ιδίως δε σε σύγκριση με την επένδυση υποδομής επί της προηγούμενης κυβερνήσεως (2016) –μόλις 65% υψηλότερη προσφορά για ζωτικότερης σημασίας επένδυση. Η ακύρωση του νόμου για την πώληση της «μικρής ΔΕΗ», που αναμενόταν να αποφέρει έσοδα της τάξης των €1,5-2 δις (2014), και η υποκατάστασή του με το αποτυχημένο μέτρο των δημοπρασιών λιγνιτικής ισχύος, που κόστισε πάνω από €1 δις στην εταιρία, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΔΕΗ (2019).

Η λίστα δεν είναι επ’ ουδενί εξαντλητική, ούτε σχετικά με τις καταγεγραμμένες ζημίες που προκάλεσαν οι ανερμάτιστοι χειρισμοί ούτε αναφορικά με τις μοναδικές ευκαιρίες που απώθησαν οι ιδεοληπτικές επιλογές. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε ποτέ να συμφιλιωθεί –ούτε κατ’ επίφαση– με το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας και τα οφέλη της ιδιωτικής εκμετάλλευσης, καθώς εναντιώνονται στην περιοριστική του αντίληψη περί απόλυτου ελέγχου των παραγωγικών πόρων από ένα παρεμβατικό κράτος. Ήταν ο αξιακός πυρήνας του που φόρτιζε την κάθε δημόσια δράση με περιφρόνηση, απαξία και χλεύη για ό,τι προήγε την απελευθέρωση δέσμιων οικονομικών δυνάμεων. Μέχρι που η επαφή με την εξουσία επέφερε την πολιτικά μοιραία σχάση, και έτσι εκλύθηκαν τεράστιες ποσότητες χυδαίου οπορτουνισμού, επικίνδυνης ασχετοσύνης και κακοχωνεμένου αβανγκαρντισμού. Η παρακμή του φαινομένου δυστυχώς δεν σηματοδοτεί και τη λήξη του, αφού τα απόβλητά του θα συνεχίζουν να λιμνάζουν στο εγγύς μέλλον – αλλά τουλάχιστον με την επανάσταση οικτρά απομυθοποιημένη.