Επιλέγοντας μνήμες

D
Μιχάλης Μούτσελος

Επιλέγοντας μνήμες

«Οι Γερμανοί είμαστε οι μόνος λαός που έχει στήσει ένα μνημείο ντροπής στο κέντρο της πρωτεύουσας», δήλωσε πριν δύο περίπου μήνες ο Björn Höcke, επικεφαλής του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland - AfD) στο κρατίδιο της Θουριγγίας. Αναφερόταν στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο κέντρο του Βερολίνου. Και συνέχισε: «Δεν χρειαζόμαστε τίποτα λιγότερο από μία στροφή 180 μοιρών στην πολιτική μνήμης» (Erinnerungspolitik). Το AfD είναι το πρώτο ακροδεξιό-λαϊκιστικό κόμμα που θα μπει στη γερμανική Βουλή μετά τις φετινές εκλογές. Κανείς δεν θέλει να συνεργαστεί μαζί του, αν και το ποσοστό του στις δημοσκοπήσεις φτάνει το 10%. Και, μολονότι το AfD έχει μικρές ελπίδες να κυβερνήσει, θα μείνει ευχαριστημένο αν, με δηλώσεις όπως η παραπάνω, λειτουργήσει ως πολιορκητικός κριός σε ζητήματα όπου μέχρι τώρα επικρατούσε σχετική συναίνεση και πολιτική ορθότητα. Ένα από αυτά είναι πώς αντιμετωπίζουν το παρελθόν τους οι Γερμανοί.

Οι Γερμανοί είναι πλέον παγκόσμιοι πρωτοπόροι σε αυτό που οι ίδιοι αποκαλούν Vergangenheitsbewältigung, δηλαδή την προσπάθεια να αναγνωριστούν βιωματικά και συνειδησιακά ιστορικά σφάλματα, με αποκορύφωμα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Μερικά παραδείγματα: στα γερμανικά σχολεία οι μαθητές μαθαίνουν την ιστορία του Εθνικοσοσιαλισμού τρεις φορές (το ίδιο κάνουμε στην Ελλάδα με την Αθήνα του Περικλή). Σχολικές εκδρομές σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι σχεδόν καθολικό φαινόμενο. Το θέμα της ντροπής, της οδύνης και της ευθύνης απέναντι στα θύματα του γερμανικού εθνικισμού και στη μνήμη όσων συνέβησαν επανέρχεται με συχνές αναφορές στα ευπώλητα των βιβλιοπωλείων, σε πολυσέλιδα αφιερώματα εφημερίδων και περιοδικών (ακόμη και των πιο λαϊκών όπως η Bild), σε εκκλησιαστικά κηρύγματα και σε αμέτρητες πολιτικές εκδηλώσεις μνήμης. Στο Βερολίνο, εκτός από το Μνημείο Ολοκαυτώματος, το Μνημείο της Τοπογραφίας του Τρόμου και η μισοκατεστραμμένη Εκκλησία του Γουλιέλμου στην κεντρική λεωφόρο Ku-damm υπενθυμίζουν τη φρίκη και τις συνέπειες του Ναζισμού.

Στη μεσαίου μεγέθους πόλη όπου ζω, ο επισκέπτης συναντά μια γρανιτένια στήλη αφιερωμένη στα θύματα των Ναζί με το που βγει από τον σιδηροδρομικό σταθμό. Μία από τις κεντρικότερες πλατείες-μνημεία της πόλης βρίσκεται στο μέρος όπου καταστράφηκε η εβραϊκή Συναγωγή στην Kristallnacht. Κάθε χρόνο στις 9 Νοεμβρίου εκατοντάδες κάτοικοι της πόλης (όπως και σε όλη τη Γερμανία) μαζεύονται με αναμμένα κεριά και θυμούνται σιωπηλά το συντονισμένο πογκρόμ κατά των Εβραίων. Μία κεντρική οδός της πόλης ονομάζεται Judenstrasse. Τα δύο τελευταία χρόνια έχω δει στον τοπικό κινηματογράφο δύο μεγάλες γερμανικές παραγωγές με θέμα τις προσπάθειες να ανοιχτούν τα αρχεία του Ολοκαυτώματος μετά τον πόλεμο και να αποδοθούν ευθύνες. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιοι ήταν οι «καλοί» —οι ιστοριοδίφες— και ποιοι οι «κακοί» — αυτοί που σιωπούσαν. Είναι φανερό ότι Γερμανοί δεν έχουν την ηθική πολυτέλεια να ξεχνούν.

Όλο αυτό δεν είναι φυσικά τυχαίο και δεν συνέβη, όπως λέγεται μερικές φορές, αποκλειστικά επειδή οι νικητές το επέβαλαν. Τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 το να σπουδάζεις ιστορία στη (Δυτική) Γερμανία και να ερευνάς τις σκοτεινές ατραπούς της ήταν για τους νέους επαναστατική πράξη χειραφέτησης από τη σιωπή των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, κάτι σαν να είσαι υπαρξιστής/αριστερός ακτιβιστής στη Γαλλία. Οι τότε φοιτητές έγιναν οι πνευματικές ελίτ των τεσσάρων επόμενων δεκαετιών και το πνεύμα της αναδίφησης εμπότισε τη γερμανική πνευματική παραγωγή και στη συνέχεια την επίσημη πολιτική. Φτάσαμε έτσι σήμερα τα διεθνή στάνταρ στην πολιτική μνήμης να τίθενται από ένα λαό που τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια της ανοικοδόμησης έπασχε από συλλογική αμνησία. Τώρα, χώρες όπως η Νότια Αφρική έχουν δανειστεί πρακτικές μνήμης και συμφιλίωσης από τη Γερμανία, ενώ η Κίνα προτρέπει τους Ιάπωνες να μιμηθούν τους Γερμανούς και να αναγνωρίσουν τα δικά τους εγκλήματα στη Μαντζουρία. Πιο κοντά σε εμάς, το νέο μουσείο Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη θα χρηματοδοτηθεί κατά το ήμισυ από τη γερμανική κυβέρνηση. Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος να αμφισβητήσει ότι έχουμε πολλά να μάθουμε από τους Γερμανούς στο πώς κοιτάμε πίσω σε τραγικές και διχαστικές στιγμές της δικής μας ιστορίας, όπως ο Εμφύλιος Πόλεμος.

Παρ’ όλα αυτά, το AfD έχει καλές πιθανότητες να πετύχει ρήγματα στη συναίνεση του τι και πώς θα θυμούνται οι Γερμανοί το παρελθόν τους. Δεν είναι τόσο επειδή η συναίνεση της μνήμης περιορίζεται στους κύκλους των γερμανικών ελίτ, ούτε επειδή η έλευση των προσφύγων οδηγεί αυτομάτως σε εθνικιστικές αναθεωρήσεις. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι τα θεμέλια της Erinnerungspolitik δεν ήταν ποτέ εντελώς στέρεα, ενώ οι θιασώτες της βρίσκονται συχνά αντιμέτωποι με τις δικές τους αντιφάσεις.

Καταρχάς, είναι δύσκολο ο πατριωτισμός μιας χώρας να βασίζεται σε ένα μείγμα που περιλαμβάνει μόνο την οικονομική ευρωστία, την κοινή γλώσσα, το σεβασμό προς το Σύνταγμα και τους νόμους (αυτό που Γερμανοί πολιτικοί φιλόσοφοι ονομάζουν Συνταγματικό Πατριωτισμό και θέλουν να δουν και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης) και τη συνειδητή προσπάθεια να ξεπεραστούν τα λάθη του παρελθόντος. Το AfD επισημαίνει προσεκτικά αλλά επίμονα ότι χρειάζεται να δοθεί έμφαση και στις θετικές συνιστώσες της γερμανικής ιστορίας, τους επιστήμονες, τους μουσικούς, τους στοχαστές και τους φιλοσόφους της.

Έπειτα, η ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης συνεπάγεται την ελευθερία επιλογής της μνήμης. Οι ίδιες δημοκρατικές, φιλελεύθερες δυνάμεις που προώθησαν μία συγκεκριμένη οπτική του γερμανικού παρελθόντος έχουν ξοδέψει άφθονο κρατικό χρήμα για να την επιβάλουν σε μουσεία, σχολικά εγχειρίδια και δημόσια μνημεία. Σε μία εποχή όπου η προοδευτικότητα ενός μουσείου κρίνεται από το εύρος των μαρτυριών από απλούς ανθρώπους, γιατί, ρωτά το AfD, πρέπει η συλλογική μνήμη των Γερμανών να καθορίζεται μόνο από τις αναμνήσεις όσων επέζησαν του Ολοκαυτώματος, και όχι, για παράδειγμα, των εκατομμυρίων Γερμανόφωνων που εκδιώχθηκαν τη δεκαετία μετά τον πόλεμο;

Από την άλλη μεριά, η ενδοσκόπηση και διστακτικότητα των Γερμανών δίνουν όλο και περισσότερο την ευκαιρία σε ξένους πολιτικούς (από τον Ερντογάν μέχρι τον Γιάνη Βαρουφάκη) να κάνουν κήρυγμα στη χώρα ανακαλύπτοντας τη σκιά του γερμανικού παρελθόντος στο παρόν, εξάπτοντας έτσι τα αμυντικά και αναθεωρητικά αντανακλαστικά των απλών Γερμανών. Και, τέλος, η κουλτούρα και πολιτική της μνήμης δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένες στην Ανατολική Γερμανία, όπου η επίσημη ιδεολογία του αντι-φασισμού δεν έδινε τόση έμφαση στη συναίσθηση της ατομικής ή της οικογενειακής ευθύνης. Δεν είναι τυχαίο ότι η ρητορική του AfD τυγχάνει μεγαλύτερης αποδοχής στα ανατολικά κρατίδια, όπου η επίσημη πολιτική μνήμης ερμηνεύεται από κάποιους ανατολικούς ως αυτομαστίγωμα των Δυτικογερμανών.

Προς το παρόν, ο σάλος που προκάλεσαν οι δηλώσεις του Höcke, ακόμη και εντός του AfD, δείχνουν ότι η συναίνεση γύρω απο «τα δώδεκα εκείνα χρόνια» της γερμανικής ιστορίας είναι συμπαγής. Βέβαια, μόλις το 2010, η ύπαρξη επιτυχημένου ακροδεξιού και αντι-ευρωπαϊκού κόμματος στη Γερμανία ήταν αδιανόητη. Σχεδόν όσο αδιανόητο φαίνεται στους σημερινούς Γερμανούς ότι η πρώτη μεταπολεμική γενιά των παππούδων τους αρκούνταν στη διατύπωση ότι «όλοι ήμαστε θύματα του καθεστώτος».