Εξομολόγηση

L
Σταύρος Ασθενίδης

Εξομολόγηση

Να σηκωθείς ένα πρωί, να είναι Κυριακή, πριν από όλους στο σπίτι, να είναι ησυχία, πριν σε ρημάξουνε τα όνειρα, να νιφτείς, να βάλεις ρούχα άνετα, καθαρά, να ανάψεις τον φούρνο να ζεσταίνεται, πριν βάλεις καφέ, να διαλύσεις σε ένα κουπάκι με χλιαρό νερό ένα σβώλο μαγιά σαν μεγάλο καρύδι, πριν πιάσεις και κοσκινίσεις στη λεκάνη ένα κιλό αλεύρι κίτρινο, σκληρό, να ρίξεις λίγο αλάτι, όσο πιάσουν τα δάχτυλά σου, πριν κάνεις μια γούβα στη μέση στο βουναλάκι το αλεύρι, να ρίξεις λίγο-λίγο το νερό με τη μαγιά, να ξεκινήσεις να πιάνεις σιγά-σιγά αλεύρι και να το φέρνεις από τις άκρες προς τα μέσα ζυμώνοντας, στην αρχή απαλά, και ολοένα και πιο δυνατά, πιο έντονα, νερό να θυμάσαι μόνο να μη ρίξεις άμα δεις και τη ζύμη να σφίγγει, μόνο τα χέρια σου να βρέχεις, και να έχεις υπομονή, παίδεψε το ζυμάρι, φέρ’ το από έξω προς τα μέσα, δίπλωσέ το, πίεσέ το, μια με τη γροθιά σου, μια με το πίσω μέρος της παλάμης, ξαναδίπλωσέ το, αναδίπλωσέ το, βάλε τη δύναμή σου, βγάλε το νεύρο σου, τα νεύρα της βδομάδας όλης, βγάλε ό,τι σε παιδεύει, άσ’ το να το τραβήξει αυτή η ζωντανή ζυμαρένια μπάλα, γονιμοποίησέ τη, κι όταν νιώσεις έναν κόμπο ιδρώτα στο μέτωπό σου, όταν νιώσεις το ζυμάρι να γίνεται λείο στα χέρια σου, να αντιστέκεται στην πίεση σου και να ξαναπαίρνει τη μορφή του, σαν σώμα εφηβικό που θες να το παλέψεις, σταμάτα, σκέπασέ το με μια πετσέτα, ή ακόμη τύλιξέ το έτσι στη λεκάνη του με μια λινή κουβέρτα, σάρκα πολύτιμη, φτιάξε καφέ και περίμενε να εγκυμονήσει, να φουσκώσει, να διπλασιαστεί: μέχρι να αποσώσεις και το τσιγάρο και να τακτοποιήσεις τις σκέψεις που σε βασανίζουν, θα δεις πως είναι έτοιμο για τον επόμενο γύρο, αποφασιστικά μα απαλά θα αρχίσεις τότε πάλι να το διπλώνεις, θα το μαλάξεις να διώξει τον αέρα, θα το πλάσεις δίνοντάς του το σχήμα που θέλεις, και πριν το βάλεις στον καυτό φούρνο, θα του τραβήξεις δυο κοψιές με ακονισμένο μαχαίρι. Κάτσε τώρα, ησύχασε. Άσ’ τους να ξυπνήσουν από τη μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού. Ό,τι δεν μπόρεσες να τους πεις όλες τις μέρες που ’σουνα σκασμένος από τις έγνοιες, ό,τι ήθελες να εξομολογηθείς, έτσι θα τρυπώσει στα όνειρά τους.