Το φαινόμενο της λήθης

L
Νίκος Ψαρρός

Το φαινόμενο της λήθης

«Από τι ζει ο άνθρωπος;» αναλογίζεται ο άρχοντας του εγκλήματος Μακxίθ στο προοίμιο του δεύτερου φινάλε της Όπερας της Πεντάρας του Μπρέχτ. «Από τι ζει ο άνθρωπος που κάθε μέρα τον άνθρωπο κλέβει, τον γδύνει, τον πνίγει και τον χτυπά; Από αυτό ζει ο άνθρωπος, πως, πέρα ώς πέρα, ότι είναι άνθρωπος μπορεί να ξεχνά!»

Αυτό το πικρό μήνυμα κρύβει μια βαθιά αλήθεια. Την αλήθεια ότι η «ανθρωποσύνη» είναι αποτέλεσμα μιας διανοητικής διαδικασίας και όχι ένα απλό βιολογικό χαρακτηριστικό ενός είδους παράξενων ζώων που κατάφεραν με τη βοήθεια της τυφλής τύχης να αναρριχηθούν στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας του πλανήτη. Για να γίνει ο άνθρωπος άνθρωπος πρέπει να καταλάβει ότι είναι κάτι, και τι είναι αυτό το κάτι. Και πρέπει επίσης να καταλάβει ότι πρέπει να ζει πάντα σύμφωνα με αυτή τη γνώση για να μπορεί να παραμείνει άνθρωπος. Εάν το λησμονήσει αυτό, παύει να είναι άνθρωπος και επιστρέφει στην κτηνώδη κατάσταση των δαρβίνειων προγόνων του, από την οποία απελευθερώθηκε επειδή απέκτησε και κάνει χρήση της δύναμης της νόησης.

Όπως επισημαίνει πικρόχολα ο ποιητής και όπως επιβεβαιώνει η εμπειρία είναι εύκολο να ξεχάσει ο άνθρωπος αυτή τη γνώση στον καθημερινό του αγώνα για επιβίωση. Ο κύριος λόγος, εξηγεί ο Μακχίθ στο κοινό του, είναι η εξαθλίωση και η πείνα – πρώτα έρχεται το φαΐ και ύστερα το ήθος. Όπως όμως μας δείχνουν τα ολοένα αυξανόμενα περιστατικά κτηνώδους βίας στα οποία πρωτοστατούν όχι οι φτωχοί και πεινασμένοι, αλλά οι «νοικοκυραίοι» και οι «πολιτικοποιημένοι» –άνθρωποι δηλαδή που οπωσδήποτε δεν βρίσκονται στην κατάσταση εξαθλίωσης που επικαλείται ο Μακχίθ για να δικαιολογήσει τα εγκλήματά τους–, ακόμα και με γεμάτο στομάχι υπάρχουν αρκετοί λόγοι που κάνουν κάποιον να ξεχάσει ότι είναι άνθρωπος: ο πόθος, η ζήλια, η πλεονεξία, η αλαζονεία, και κυρίως ο φόβος και το μίσος. Όμως ο πιο ύπουλος εχθρός της γνώσης για το τι είναι άνθρωπος είναι ο ίδιος ο ανθρώπινος νους με την τάση του να εξυψώνει τη συνήθεια και να την ταυτίζει με τη γνώση τού τι είναι άνθρωπος.

Η συνήθεια βέβαια είναι κατ’ αρχήν κάτι καλό και θετικό γιατί μας βοηθά στο να επικεντρώνουμε την προσοχή και τις δυνάμεις μας στο σημαντικό και το νέο, ξέροντας ότι μπορούμε να εμπιστευτούμε τις ρουτίνες που τρέχουν στο παρασκήνιο της καθημερινότητάς μας και φροντίζουν για την ομαλή διεκπεραίωσή της. Η συνήθεια δεν είναι ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής, παρά μόνον ένα εργαλείο για την επίτευξη αυτού του σκοπού, που δεν είναι άλλος από την απόκτηση μιας όσο πιο καλής γνώσης τού τι είναι ο άνθρωπος. Αυτός όμως που για οποιονδήποτε λόγο χάνει τον σκοπό αυτό από τα μάτια του, και τον αντικαθιστά με τη συνήθεια, είναι αυτός που θεωρεί την προσωπική του άποψη, το προσωπικό του δόγμα, αυτό που του φαίνεται, απόλυτη αλήθεια – είναι ο δογματικός και ο φανατικός, ο άνθρωπος που βρίσκεται σε πνευματική αδράνεια.

Για τον δογματικό και τον φανατικό η γνώση για το τι είναι ο άνθρωπος είναι πεπερασμένη και ολοκληρωμένη. Ό,τι δεν ταιριάζει με το περιεχόμενό της δεν ανήκει στη σφαίρα του ανθρώπινου και μπορεί ή να αγνοηθεί ή να καταπολεμηθεί αν ενοχλεί. Και, επειδή τα περισσότερα πράγματα που δεν ταιριάζουν ενοχλούν, είναι σχεδόν νομοτελειακά αναμενόμενο ότι ο δογματικός και ο φανατικός βρίσκονται σε έναν διαρκή πόλεμο με ό,τι τους ενοχλεί. Και βρίσκουν την πηγή της όχλησης σχεδόν παντού: στον αλλοεθνή γείτονα που μιλά μια ακατάληπτη γλώσσα, ντύνεται παράξενα και όταν μαγειρεύει γεμίζει την πολυκατοικία με αποπνικτικές μυρωδιές, στον άστεγο επαίτη στον δρόμο που του χαλάει την μέρα, στον ανάπηρο που τολμά να του ζητήσει να τον αφήσει να καθίσει στο λεωφορείο, στο αδέσποτο ζώο που ψάχνει στον κάδο απορριμμάτων του να βρει κάτι φαγώσιμο, στο μωρό του γείτονα που έχει το θράσος να κλαίει τα μεσάνυχτα, στον οροθετικό που τολμά να δηλώσει δημόσια το πρόβλημά του και να ασκήσει κριτική στην αντιμετώπισή του από την πολιτεία και τους πολίτες, στον εξαρτημένο που του ζητά απεγνωσμένα βοήθεια, στον «αστό» που προσπαθεί να ζήσει μια «συμβιβασμένη» ζωή, και γενικά σε όποιον έχει μια άλλη άποψη για τον κόσμο και φυσικά σε κάθε άνθρωπο που προσπαθεί να μην είναι δογματικός και φανατικός.

Πώς μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το φαινόμενο της λήθης; Πώς μπορούμε να μην ξεχνάμε τι είναι ο άνθρωπος και το γεγονός ότι είμαστε άνθρωποι; Ο Μπρεχτ ως καλός προτεστάντης πιστεύει ότι μόνο μια ανώτερη δύναμη, ο έφιππος αγγελιαφόρος της νεοστεφθείσης βασίλισσας, μπορεί να μας απαλλάξει από τη φτώχεια, τον δογματισμό και τον φανατισμό, από τις αιτίες δηλαδή που μας καταδικάζουν στη μοίρα της λήθης της γνώσης τού ότι είμαστε άνθρωποι και της γνώσης τού τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι. Όμως, μας επισημαίνει στο τέλος της Όπερας της Πεντάρας ο κύριος Πίτσαμ, ο «νοικοκυραίος» αφέντης των ζητιάνων, ιμπρεσάριος των εξαθλιωμένων και αντίπαλο δέος του Μακχίθ, δεν ζούμε στον κόσμο του θεάτρου και της Θείας χάριτος, αλλά στην κοιλάδα των δακρύων που ονομάζουμε καθημερινή ζωή. Στην κοιλάδα αυτή σπάνια φτάνει ο έφιππος αγγελιαφόρος της βασίλισσας με τη χαρμόσυνη είδηση και γι’ αυτό πρέπει να είμαστε επιεικείς και ανεκτικοί με τους εξαθλιωμένους, τους πεινασμένους που μέσα στη μιζέρια τους ξεχνούν τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.

Σε ό,τι αφορά τη φύση του κόσμου, ο Μπρεχτ έχει δίκιο: δεν μπορούμε να περιμένουμε τη Θεία χάρη για να μας απαλλάξει από την τάση μας να ξεχνάμε τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι. Όμως η λύση δεν είναι να ανεχτούμε αυτούς που για οποιονδήποτε λόγο, είτε από εξαθλίωση είτε από συνήθεια, βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση, αλλά να εξαλείψουμε τους λόγους που οδηγούν σε αυτήν. Και εδώ διαπιστώνουμε ότι είναι πολύ πιο εύκολο να εξαλειφθεί ή τουλάχιστον να περιοριστεί σημαντικά η υλική ανέχεια από το να καταπολεμηθεί η πνευματική αδράνεια που πηγάζει από τη συνήθεια και οδηγεί στον δογματισμό και τον φανατισμό.