Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης [2]

C
Χρήστος Γραμματίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης [2]

AN, Naomi Kawase (Ιαπωνία-Γαλλία-Γερμανία, 2015, 113΄)

Στο φιλμ «Αν» (καμία σχέση με το δικό μας «αν»), η Ναόμι Καουάσε αφήνει την άπλα του ωκεανού με τον οποίο ασχολήθηκε στο φιλόδοξο «Still the Water» και μεταφέρεται στην πολύ πιο απομονωμένη τοποθεσία μιας κουζίνας στο Τόκιο. Ο τίτλος του φιλμ σημαίνει στα ιαπωνικά τη γλυκιά πάστα κόκκινων φασολιών που χρησιμοποιείται ως γέμιση για τις τηγανίτες dorayaki και η ταινία εστιάζει στον Σεντάρο, ιδιοκτήτη ενός μικρού αρτοποιείου που ψάχνει για υπάλληλο. Μια μέρα, εμφανίζεται η Τόκουε, μια μυστηριώδης ηλικιωμένη γυναίκα, και πείθει τον Σεντάρο να την προσλάβει. Φέρνει μαζί της, όχι μόνο τη μυστική συνταγή της για μια υπέροχη γέμιση για τηγανίτες, αλλά και ένα πλεόνασμα συλλογισμών για τη σχέση ζωής και φύσης. Φαίνεται να διαθέτει το κοκαλάκι της νυχτερίδας, αφού η επιχείρηση του Σεντάρο αρχίζει να ανθίζει σχεδόν εν μιά νυκτί. Ο Σεντάρο και η Τόκουε γίνονται φίλοι, και σύντομα η ντροπαλή νεαρή Γουακάνα, τακτική πελάτισσα του μαγαζιού, θα γίνει μέλος της παρέας. Το «Αν» είναι μια ακόμη διερεύνηση των θεμάτων που αγαπά η Καουάσε: η οικογένεια, η παράδοση και η φύση ως πηγή της αιώνιας αλήθειας. Ο χαρακτήρας της Τόκουε (που μιλάει με τα φασόλια, ομολογεί την απόλαυση που βρίσκει στη σκέτη, καθαρή πράξη της αναπνοής, και γενικά λειτουργεί σαν την καλή νεράιδα αυτής της ιστορίας — μια νεράιδα που έχει ένα μυστικό) στην πραγματικότητα έχει τις χάρες του, αλλά στην Καουάσε λείπει η φινέτσα που απαιτείται γι’ αυτό το είδος δράματος, στο οποίο η στόχευση προς μια «ποιητική» ατμόσφαιρα πρέπει, για να λειτουργήσει, να είναι πολύ μετρημένη και προσεκτικά δομημένη. Παρά τις σκόρπιες αρετές του (κυρίως την όμορφη φωτογραφία), το «Αν» είναι επίπεδο σαν τηγανίτα και δεν διαθέτει και τη νόστιμη γέμιση: προσπαθεί να είναι ένα συγκινητικό, διεισδυτικό πορτρέτο τριών χαμένων ανθρώπων που ψάχνουν να βρουν μια κατεύθυνση στη ζωή τους, αλλά η τάση της Καουάσε προς το εύκολο μελό ισοπεδώνει τα πάντα στο πέρασμά της.

ΦΡΕΝΙΤΙΔΑ (ABLUKA / FRENZY), Emin Alper (Τουρκία-Γαλλία-Κατάρ, 2015, 119΄)

 Ο τουρκικός κινηματογράφος ζει σήμερα κάτω από τον αστερισμό του Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Το φιλμ «Φρενίτιδα» βάζει ένα νέο όνομα στο τραπέζι. Το ντεμπούτο του Εμίν Αλπέρ «Πέρα απ' το λόφο» ήταν ένα οικογενειακό δράμα που εξέταζε την καταπιεσμένη βία ως κοινωνιολογική παραβολή. Το τωρινό δεύτερο φιλμ του είναι μια μεταφορική μελέτη της τρέλας, της παράνοιας ως έκφρασης ενός εχθρικού κοινωνικοπολιτικού συστήματος που τρέφεται από την τρομοκράτηση των πολιτών. Αν κάτι μπορεί σίγουρα να ειπωθεί για τον Αλπέρ, είναι ότι εμφανίζεται συνεπής. Ο θεοφοβούμενος και απλός Καντίρ μένει εφτά χρόνια στη φυλακή. Στη συνέχεια, του ανατίθεται μια άκρως απόρρητη δουλειά από τις τουρκικές ειδικές δυνάμεις και απελευθερώνεται για να εργαστεί ως πληροφοριοδότης. Ο Καντίρ επανασυνδέεται με τον αδελφό του Άχμεντ, η σύζυγος και τα παιδιά του οποίου τον έχουν εγκαταλείψει. Η δουλειά του Άχμεντ είναι να πυροβολεί αδέσποτους σκύλους, οι οποίοι εδώ υπηρετούν μια αντίστροφη συμβολική λειτουργία από εκείνη που είχαν στο φιλμ «Λευκός Θεός» του Κορνέλ Μουντρούτσο: εκεί ξεσηκώθηκαν, εδώ θερίζονται. Η ταινία προσφέρει το πορτρέτο ενός έθνους υπό κατασκευή, περικυκλωμένου από τη βαρβαρότητα. Ο διάλογος σε μια σκηνή περιγράφει μια ολόκληρη κοινότητα (ενν. μια χώρα) που αναγκάζεται να κρυφτεί στα σπίτια της για να αποφύγει τη βία στους δρόμους. Το στυλ του Αλπέρ είναι να ξεκινά ρεαλιστικά και, στη συνέχεια, να φτάνει στη σχιζοφρένεια — είναι δύσκολο να πει κανείς πού τελειώνουν οι βάναυσες κοινωνικές συνθήκες και πού αρχίζει η όλο και πιο ταραγμένη φαντασία του Καντίρ. Το αστυνομικό κράτος βαραίνει επάνω στο μυαλό του ήρωα, ενώ η παθολογία απεικονίζεται τόσο μακροσκοπικά όσο και στις λεπτομέρειες. Η σχέση των δύο αδερφών είναι τραγική: όταν ο Άχμεντ πρέπει να κρυφτεί, ο Καντίρ πρέπει να τον βρει και να τον καταδώσει. Η άγνοια και η υποταγή μολύνουν τη δυναμική της οικογένειας. Ο τρόμος είναι παντού. Πρόκειται για μια δυνατή ταινία με πολύ σύγχρονο όραμα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΟΥ ΑΔΕΛΦΗ (MIN LILLA SYSTER / MY SKINNY SISTER), Sanna Lenken (Σουηδία-Γερμανία, 2015, 95΄)

Είναι εντυπωσιακή η σοβαρότητα και η σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η Σάνα Λένκεν το θέμα της. Στιγμές-στιγμές, η σχέση μεταξύ της Στέλλας και της αδελφής της, της Κάτια, θυμίζει Κατρίν Μπρεγιά. Η Στέλλα είναι η νεότερη, κάπως βαρύτερη αδελφή της Κάτια, μιας ανταγωνιστικής αθλήτριας, η έμμονη της οποίας με την άσκηση, η μανιακή δίαιτα και οι πολύ συχνές επισκέψεις στην τουαλέτα αρχίζουν να δείχνουν στη Στέλλα ότι κάτι πάει λάθος. Η Λένκεν περιπλέκει τα πράγματα βάζοντας τους γονείς των παιδιών να είναι ψυχαναγκαστικοί και να τα αγνοούν με τον δικό τους τρόπο (χωρίς να καταντούν καρικατούρες). Αυτό σημαίνει ότι η Στέλλα και η Κάτια παραπαίουν μεταξύ του να μεγαλώνουν η κάθε μια μόνη της και του να μεγαλώνει η μία την άλλη. Όταν αυτή η δυσλειτουργία γίνεται εμφανής (η Κάτια ντροπιάζει τη Στέλλα, σωματικά και σεξουαλικά, κάθε φορά που τα μυστικά της διατρέχουν τον κίνδυνο να αποκαλυφθούν), δημιουργείται μια δυναμική που μοιάζει ταυτόχρονα οικεία και διεστραμμένη. Η επιθυμία της Στέλλας για τον προπονητή πατινάζ της Κάτια προσφέρει εύκολο υλικό για κοριτσίστικο ρεζίλεμα. Και η σύγχυση της Στέλλας εντείνεται καθώς παρατηρεί σαστισμένη την προσοχή που λαμβάνει η Κάτια από τους άντρες, παρότι ξέρει ότι αυτή η προσοχή κερδίζεται για την Κάτια μέσα από την αυτοκαταστροφή. Η μικρή που παίζει τη Στέλλα, η Ρεμπέκα Γιόζεφσον, είναι η εγγονή του σπουδαίου Έρλαντ Γιόζεφσον (έπαιξε σε φιλμ του Μπέργκμαν και του Ταρκόφσκι). Είναι πολύ καλή στο ρόλο, αποδίδοντας τον συνδυασμό φθόνου και απώθησης που απαιτεί ο χαρακτήρας της Στέλλας. Ένας χαρακτήρας που έχει να πει πολλά για τον πολιτισμικό ορισμό της θηλυκότητας, τον μισογυνισμό και την εσωτερίκευση της κτηνωδίας του από τα θύματά της.

ΤΑΥΡΟΣ ΑΠΟ ΝΕΟΝ (BOI NEON / NEON BULL), Gabriel Mascaro (Βραζιλία-Ουρουγουάη-Ολλανδία, 2015, 101΄)

Επεκτείνοντας τον αισθησιακό νεορεαλισμό του προηγούμενου φιλμ του «Άνεμοι του Αυγούστου», ο Γκαμπριέλ Μασκάρο μάς μεταφέρει εδώ στα παρασκήνια του κυκλώματος των βακεγιάδας, στα βορειοανατολικά της Βραζιλίας. Η βακεγιάδα είναι ένα είδος σπορ που συνδυάζει ροντέο και ταυρομαχίες: δυο καβαλάρηδες προσπαθούν να ρίξουν κάτω έναν άγριο ταύρο. Το φιλμ ανοίγει με μερικούς καουμπόηδες που ετοιμάζουν τους ταύρους για το ροντέο, φροντίζουν τις ουρές τους, σημαδεύουν τα ζώα, βρίζουν. Έχουν κατασκηνώσει δίπλα στην αρένα με μια μητέρα και μια κόρη που ζουν στο φορτηγάκι τους, και σκηνή-σκηνή αρχίζει να αναδύεται μια περίεργη οικογενειακή μονάδα, σαν μια πιο ήσυχη, πιο σκονισμένη εκδοχή του «Η Αλίκη δεν μένει πια εδώ» του Σκορτσέζε. Εξισορροπώντας το εθνογραφικό ενδιαφέρον με μια κωμική αίσθηση των κοινωνικών σχέσεων, ο «Ταύρος από νέον» προσφέρει πολλές και ποικίλες τονικότητες για να αναδείξει τους χαρακτήρες του, ειδικά τον πρωταγωνιστή Ιρεμάρ, που η μάτσο συμπεριφορά του κρύβει ένα πάθος για τη μόδα (σκιτσάρει τα σχέδιά του πάνω στα γυμνά σώματα που απεικονίζονται σε τσοντοπεριοδικά). Όπως και στους «Άνεμους του Αυγούστου», ο Μασκάρο αναγνωρίζει τις αλληλεπικαλυπτόμενες κοινωνικές και δραματικές δυνατότητες που προσφέρουν οι τυχαίες συναντήσεις: ένας πλασιέ που πουλάει σέξι εσώρουχα, ένας σταβλίτης που τσιμπάει μερικά δολάρια για να βοηθήσει τους καουμπόηδες να μπουν κρυφά σε μια δημοπρασία και να κλέψουν το σπέρμα ενός επιβήτορα, ένας από τους εργάτες που απροσδόκητα ανταμείβεται όταν καταφέρνει να ρεγουλάρει μια νευρική φοράδα. Αυτή η τελευταία είναι μια πολύ αστεία σεκάνς, που δείχνει, ωστόσο, την παντελή έλλειψη ελέγχου από πλευράς των εργαζομένων: μια λέξη του αφεντικού, και ο εργάτης εξαφανίζεται. Ο σκηνοθέτης καδράρει τα σώματα το ένα κοντά στο άλλο: από τη μια το σεξ πλανάται στον αέρα, αλλά επίσης από την άλλη υποδηλώνεται σαφώς ότι οι άνθρωποι αναγκάζονται να αποδεχτούν το αμείλικτο γεγονός ότι από τον άλλο (και τον Άλλο) μας χωρίζουν αδιάβατα όρια.