Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης [6]

C
Χρήστος Γραμματίδης

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης [6]

ΑΤΙΘΑΣΕΣ (MUSTANG), Deniz Gamze Erguven (Γαλλία-Τουρκία-Γερμανία-Κατάρ, 2015, 94΄)

Ως μια ταινία για τα κορίτσια στην εφηβεία, ειπωμένη από την σκοπιά εφήβων κοριτσιών, το ντεμπούτο της Ντενίζ Γκαμζέ Έργκιουβεν ξεχωρίζει αμέσως μέσα στο εν πολλοίς ανδροκρατούμενο σύγχρονο σινεμά: οι ανησυχίες του φιλμ είναι ευδιάκριτα «θηλυκές», αλλά το νόημά του, παρότι ειδικό, είναι καθολικό. Σε ένα απομονωμένο τουρκικό χωριό στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας, πέντε ορφανές αδελφές μεγαλώνουν με τη γιαγιά και τον θείο τους σε μια ατμόσφαιρα σεξουαλικής, θρησκευτικής και ιδεολογικής καταπίεσης. Τιμωρούνται σωματικά και λεκτικά επειδή χορεύουν αθώα με τους συμμαθητές τους, μένουν υπό αυστηρό κατ’ οίκον περιορισμό κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, αναγκάζονται να υφίστανται τεστ παρθενίας καθώς οι κηδεμόνες τους λυσσάνε να κανονίσουν τον γάμο τους με αγόρια του χωριού. Σε μια από τις πρώτες σεκάνς, μια από τις αδελφές περιγράφει το σπίτι τους όχι ως κατοικία ή καταφύγιο αλλά σαν «εργοστάσιο συζύγων». Παράξενη και ενδιαφέρουσα, η πρώτη πράξη του φιλμ εξελίσσεται σαν ένα «Αυτόχειρες παρθένοι» με πολιτισμικές αιχμές, ή ίσως σαν ένας λιγότερο οξύς και πιο βουκολικός «Κυνόδοντας». Τα κορίτσια αποδεικνύονται ικανά να κοροϊδεύουν τους μεγαλύτερους και να κάνουν τις νεανικές τους περιπέτειες και κασκαρίκες. Μία από τις καλύτερες σεκάνς του φιλμ δείχνει τις αδελφές να καταφέρνουν με δωροδοκίες και ψέματα να διασχίσουν την πόλη και να μπουν σ’ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου να δουν ένα ματς, μια σκηνή που φέρνει στο νου το «Offside» του Τζαφάρ Παναχί. Αλλά η Έργκιουβεν φαίνεται να ενδιαφέρεται λιγότερο για το πολιτικό και περισσότερο για το προσωπικό, εστιάζοντας στις οικογενειακές και ψυχολογικές επιπτώσεις όσων βιώνουν τα κορίτσια και στις προσπάθειές τους για εξέγερση (οι ενήλικες, αντίθετα, παραμένουν ουσιαστικά καρικατούρες). Κάθε κορίτσι αντιδρά με διαφορετικό τρόπο στην τυραννική μεταχείριση, και η αφήγηση κινείται ανάλογα από την κωμωδία στην τραγωδία (και, στην περίπτωση των δύο νεότερων και πιο ανήσυχων αδελφών, φτάνει σε μια μεταμορφωτική αυτοσυνείδηση, σε μια épiphanie). Σε κάθε περίπτωση, όταν το χειρότερο που μπορεί να πει κανείς για μια ταινία πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη είναι ότι μοιάζει με άλλες, καλύτερες ταινίες (χωρίς να τις μιμείται), αυτό μάλλον αποτελεί καλό οιωνό για το μέλλον της Έργκιουβεν.

 

ΕΝΑΝ ΟΡΟΦΟ ΠΙΟ ΚΑΤΩ (UN ETAJ MAI JOS / ONE FLOOR BELOW), Radu Muntean (Ρουμανία-Γαλλία-Γερμανία-Σουηδία, 2015, 93΄)

Ο όρος «νουβέλ βαγκ» μπορεί να μοιάζει λίγο αυθαίρετος, ακόμη και άκομψος, όταν αναφέρεται στο πολυποίκιλο σύνολο των πρόσφατων ρουμανικών φιλμ, αλλά είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε πόσο συχνά τα ντοστογιεφσκικά θέματα της ηθικής, της ενοχής και της εγκληματικότητας εμφανίζονται ως οι κεντρικές ανησυχίες αυτών των έργων. Στο επίκεντρο αυτών των αφηγήσεων βρίσκεται ένα discours που βασίζεται στη μνήμη και που μιλά για τη σχέση ανάμεσα στο παρόν και το κομουνιστικό παρελθόν, μιλά για την τρομερή εκείνη κατάσταση που παρήγε μια κουλτούρα του φόβου, η οποία, συν τω χρόνω, ενσωματώθηκε πλήρως στην καθημερινή ζωή. Το πιο πρόσφατο φιλμ του Ράντου Μουντέαν δείχνει πως δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά για να εξετάσουμε αυτή τη συλλογική συνείδηση: αν κατέβουμε «Έναν όροφο πιο κάτω», είναι αρκετό για να βρούμε ένα σοβαρό ηθικό δίλημμα. Ο Σάντου Πατράσκου ανήκει στον μέσο όρο, είναι ένας απλός υπάλληλος. Επιστρέφοντας στο διαμέρισμά του ένα βράδυ, κρυφακούει ένα βίαιο καβγά μεταξύ τής από κάτω γειτόνισσας Λάουρα και του παντρεμένου γκόμενού της Βάλι. Η Λάουρα βρίσκεται νεκρή την επόμενη μέρα — πιθανότατα δολοφονήθηκε. Ο Πατράσκου δεν λέει κουβέντα. Πρόκειται για ένα μινιμαλιστικής αισθητικής και σχολαστικής κατασκευής δράμα. Σε όλη την ταινία, η κάμερα είναι κολλημένη στον πρωταγωνιστή. Είμαστε παρέα με τον Πατράσκου, αυτό το απολύτως φυσιολογικό άτομο, όλη την ώρα, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ποιος είναι ο λόγος που δεν αποκαλύπτει τίποτα για όσα άκουσε. Πού μπορεί κανείς να τραβήξει τη διαχωριστική γραμμή σε σχέση με το «κάνω τα στραβά μάτια»; Είτε με όρους προσωπικής είτε με όρους κοινωνικής ευθύνης, το ερώτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της ηθικής τού φιλμ: τα συνήθη, κοινώς αποδεκτά πρότυπα μπορεί να αποδειχθούν ανέφικτα, απλησίαστα σ’ έναν γκρίζο κόσμο γεμάτο με λανθάνοντα φόβο και βία. Πολύ καλό φιλμ, πολύ ωραίο σινεμά.