Φόβος και παράνοια στο Θέατρο Τέχνης

C
Νικόλαος Ζήσιμος

Φόβος και παράνοια στο Θέατρο Τέχνης

Θυμάμαι τον τρόμο κι ας έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια: είχαμε πάει με τη μητέρα μου να δούμε μία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης. Δεν θυμάμαι καθόλου την παράσταση. Το μόνο που θυμάμαι είναι πως, την ώρα που άναψαν τα φώτα και αρχίσαμε να παίρνουμε τον δρόμο προς την έξοδο, ξαφνικά συνειδητοποίησα πως η μητέρα μου δεν ήταν δίπλα μου, κάτι που ώς τότε μου φαινόταν απολύτως αυτονόητο. Ένιωσα πως είχα χάσει τα πάντα: ήμουν μόνος ανάμεσα σε ξένους —ένας πεντάχρονος νάνος ανάμεσα σε δεκάδες γίγαντες, σε ηλικίες που μου φαίνονταν τάξης μεγέθους δεινοσαύρου—, σε ένα σημείο στην πόλη με παντελώς άγνωστες συντεταγμένες, χωρίς να έχω ιδέα πώς θα μπορούσα να γυρίσω σπίτι. Στεκόμουν λοιπόν μπροστά από τη σκηνή, εμφανώς απελπισμένος, όταν ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά μου σαν από μηχανής θεός ο Γιώργος Αρμένης, που έπαιζε στην παράσταση, με μάζεψε, με καθησύχασε και μου κράτησε συντροφιά ώσπου να με εντοπίσει λίγο αργότερα η μητέρα μου.

Αυτή είναι η πιο έντονη ανάμνηση που είχα ποτέ, όχι μόνο από το Θέατρο Τέχνης, αλλά από το θέατρο γενικά. Στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, ξαναπήγα στο Θέατρο Τέχνης αρκετές φορές, στο θέατρο γενικώς αρκετές περισσότερες, αλλά κάθε χρόνο και πιο λίγες — ώσπου σταμάτησα να πηγαίνω. Στην πορεία συνειδητοποίησα πως η αμεσότητα του θεάτρου δεν είναι για μένα. (Γενικά η αμεσότητα με ενοχλεί λίγο). Από την άλλη, ο ελεύθερος χρόνος λιγόστεψε, και προτιμώ να τον επενδύω σε άλλα πράγματα. Έχω την υποψία πως ίσως είμαι μια ειδική περίπτωση ενός γενικότερου φαινομένου: σε έναν κόσμο που ξοδεύει ολοένα και περισσότερο χρόνο μπροστά σε ολοένα και περισσότερες οθόνες, η επίσκεψη στο θέατρο τείνει να γίνει μια αναχρονιστική εκκεντρικότητα. Το ίδιο συμβαίνει με τη μουσική, ένα χώρο που μου είναι μακράν πιο οικείος: ποιος πηγαίνει σε ένα ρεσιτάλ ενός Έλληνα μουσικού στο Ωδείο Αθηνών, ή στο Ατενέουμ; Λίγοι, πολύ λίγοι. Οι περισσότεροι γνωρίζονται μεταξύ τους. Οι μεγαλύτεροι είναι δάσκαλοι των νεότερων. Ο σολίστ είναι συνάδελφος και φίλος αυτών που κάθονται στις δύο πρώτες σειρές· και καθηγητής αυτών που κάθονται πιο πίσω. Η νέα εποχή είναι γενναιόδωρη με τους early adopters, αλλά λυπάται ελάχιστα αυτούς που μένουν πίσω: για τους ανθρώπους που βγάζουν το ψωμί τους από τα παλιά μέσα, τα νέα δεδομένα είναι δύσκολα, η βάση της πυραμίδας (οι τέχνες είναι πυραμιδοειδείς οικονομίες, σαν το ποδόσφαιρο, με τους λίγους πολύ σπουδαίους στην κορυφή) βυθίστηκε στην άμμο. Και, σαν να μην έφτανε πως μέσα από τις οθόνες και τα καλώδια ο κόσμος αναδιανέμεται εις βάρος όσων βρέθηκαν σε δυσμένεια, ήρθε από πάνω η κρίση, και βιβλίο, θέατρο, μουσική κόπηκαν σύρριζα από τους ατομικούς και οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Λογικό: για έναν άνθρωπο που προσπαθεί να επιβιώσει αυτά τα πράγματα είναι πολυτέλειες.

Κι όμως, και το θέατρο —εννοώ τους ανθρώπους που βιοπορίζονται από αυτό— πρέπει να ζήσει, δεν υπάρχει αμφιβολία. Ακόμη κι αν χρειαστεί να κάνει συμβιβασμούς. Στην πραγματικότητα, αυτός είναι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει. Εξ ου και, όχι μόνο δεν θεωρώ παράταιρο το ενδεχόμενο ανέβασμα έργου του Πιτσιρίκου από το Θέατρο Τέχνης, αλλά πιστεύω πως ήταν θέμα χρόνου. Δεν βλέπω πίσω από την επιλογή κάποια υστεροβουλία ή μεθόδευση. Δεν νομίζω ότι υπάρχει καν επιλογή, εν προκειμένω. Πρόκειται για έναν αναπόδραστο συμβιβασμό με την πραγματικότητα. Ο Πιτσιρίκος είναι brand name πιασιάρικο, υπάρχει κόσμος τόσο τυφλωμένος που θα δει και θα επαινέσει ό,τι γράψει, όσο κακό, χυδαίο ή ποταπό και αν είναι. Θα κάνει ντόρο και, αν όλα πάνε καλά, θα φέρει και χρήμα στα ταμεία. Τηρουμένων των αναλογιών, έχουμε την περίπτωση μιας χρεοκοπημένης οικογένειας που, προσπαθώντας να επιβιώσει, δίνει τα χρυσαφικά της στον νεόπλουτο αργυραμοιβό.

(Απροπό: ο Κουν, ο ιδρυτής του Θεάτρου Τέχνης, έγραφε πως δεν πρέπει να κατεβάζεις την Τέχνη στο ανάστημά σου. Αυτό όμως είναι ανεδαφικό. Όχι γιατί είναι αδύνατον να αντισταθείς στον πειρασμό να το κάνεις αν βρεθείς στην ανάγκη, αλλά γιατί τελικά η τέχνη πάντα έχει ακριβώς το μπόι αυτών που τη δημιούργησαν. Τέχνη σε ξυλοπόδαρα δεν γίνεται).