George R.R. Martin, «Το Όνειρο του Μισισιπή»

C
Κυριάκος Αθανασιάδης

George R.R. Martin, «Το Όνειρο του Μισισιπή»

Η πρόζα του Τζορτζ Ρ.Ρ. Μάρτιν είναι σαν τις μορφές τού Μποτέρο, γεμάτη καμπύλες, χορταστική, τρυφερή και πλούσια: πληθωρική. Και ο Μισισιπής του —ομιχλώδης, παράξενος, σκοτεινός και γεμάτος παγίδες, νεκρές ρίζες δέντρων και σαπισμένα κουφάρια πλοίων που οι φτερωτές τους μπορούν ανά πάσα στιγμή να σε αγκαλιάσουν— είναι ένα παραισθητικά γοητευτικό σκηνικό που θέλεις να χαθείς μέσα του. Ή, ακόμη καλύτερα, να χωθείς στις μικρές πόλεις και στους οικισμούς που γαντζώνονται στις δύο πλευρές της κοίτης του και ζούνε από αυτόν — ή στην ίδια τη Νέα Ορλεάνη: είμαστε στα 1857, μια μεταιχμιακή εποχή όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν, και όπου τα πάντα μπορεί όντως να συνέβησαν. Εκεί, μέσα στις σκιές, στα βελούδα και στις λάσπες, ζουν όλες οι φυλές του Ισραήλ: πλούσιοι και φτωχοδιάβολοι, πόρνες και απελεύθεροι σκλάβοι, μαύροι και μιγάδες, λευκοί και ξένοι, αριστοκράτες και φονιάδες με μαχαίρια κρυμμένα στην πλάτη. Και εκεί διαλέγουν να κυνηγήσουν τα βαμπίρ, καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο Urban Fantasy αλλά και Τρόμου παράλληλα, με ένα ιστορικό δράμα και με μια καθαρόαιμη (ας μας συγχωρεθεί το λογοπαίγνιο) ιστορία βρικολάκων:

Ζωντανοί-νεκροί, απέθαντοι, πλάσματα δίχως ψυχή, που τριγυρίζουν τη νύχτα καταδικασμένα σε αιώνια περιπλάνηση. Κοιμούνται σε φέρετρα γεμάτα με χώμα από τον τόπο τους, κρύβονται από το φως της μέρας και από τον σταυρό, και κάθε νύχτα ανασταίνονται και πίνουν το αίμα των ζωντανών. Μπορούν επίσης να μεταμορφώνονται. Παίρνουν μορφή  νυχτερίδας ή λύκου. […] Μολονότι μοιάζουν πολύ με τους κοινούς ανθρώπους, σαν εσένα κι εμένα, δεν έχουν ψυχή και γι’ αυτό δεν σχηματίζουν είδωλο στους καθρέφτες. Ο αγιασμός τούς καίει, το ασήμι είναι γι’ αυτούς ανάθεμα, και το φως του ήλιου τούς διαλύει, αν η ανατολή τούς προλάβει έξω από το φέρετρό τους. μπορείς να τους ξεκάνεις οριστικά μόνο αν τους κόψεις το κεφάλι ή αν μπήξεις μια ξύλινη σφήνα στην καρδιά τους.

Έχουμε όμως να κάνουμε και με μια γοητευτική (και, ξανά: πληθωρική) αφήγηση για τα ατμόπλοια, για τον πλούτο τους, την ιστορία τους και τους ανταγωνισμούς τους. Και με ένα μυθιστόρημα με πολλούς και έξοχους πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές, που ανάμεσά τους —αν εξαιρέσουμε το ίδιο το Φίβερ Ντριμ που είναι μια μαγεία από μόνο του— ξεχωρίζει (ακόμη και συγκρινόμενος με τους ευγενείς, διψασμένους βρικόλακες, τα τέρατα αυτά και τους σκοτεινούς, πανάρχαιους ήρωες) ο καπετάνιος του Φίβερ Ντριμ, του γρηγορότερου ατμόπλοιου στο ποτάμι, ο Άλμπερτ Μαρς, που είναι ο ίδιος ο Μάρτιν, ένα φανταστικό πορτρέτο του συγγραφέα, ένα σχεδόν ρεαλιστικό και όχι και τόσο alter ego, φτυστός στη μορφή, στην κοψιά, στο ντύσιμο, στον χαρακτήρα, στα όνειρα που κάνει, στη σχέση του απέναντι στην Τέχνη και τη Φαντασία — ακόμη και στη σχέση του με το (καλό και πολύ) φαγητό. Τον καπετάνιο Μαρς δεν μπορείς παρά να τον αγαπήσεις, και να τον νιώθεις όταν πολεμά για να μάθει και για να ζήσει, ή απλώς όταν πασχίζει να γίνει ο πρώτος στον Μισισιπή, ή να επιβιώσει. Έχουμε να κάνουμε με ένα πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεότερη ηλικία, που ξεδιπλώνεται αγέρωχα και ορμητικά μέσα σε μια υπνωτιστική, ράθυμη ιστορία καυτού αίματος και αφύσικα μυτερών κυνοδόντων.

Όμορφη, πολύ όμορφη έκδοση αυτού του stand alone βιβλίου του Μάρτιν, έξοχα μεταφρασμένου από τη Γωγώ Αρβανίτη. Δεν θα δείτε (πολλά) σουβλερά δόντια να πετιούνται από τις σκιές για να σκίσουν φλέβες και σάρκες, αλλά θα αισθάνεστε τις ίδιες τις σκιές να σας κοιτάνε. Κι αυτό είναι τρομακτικό, πολύ.

Όπως τρομακτικό είναι που, το βράδυ, καθώς δεν μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις στο κρεβάτι σου το «Όνειρο του Μισισιπή», νιώθεις τόση ταύτιση (τόση ενσυναίσθηση) με πρόσωπα του βιβλίου που κανονικά θα έπρεπε να σε απωθούν, όπως με τον (τερατωδώς υπέροχο) Ξινό Μπίλι, για παράδειγμα.  

Οι Εκδόσεις Μεταίχμιο έχουν εκδώσει άλλα τρία μυθιστορήματα του σπουδαίου συγγραφέα του Τραγουδιού της φωτιάς και του πάγου, που όλοι γνωρίζουμε σαν Game of thrones.