Για ποιο σκοπό υπάρχει η Ελλάδα;

L
Νίκος Ψαρρός

Για ποιο σκοπό υπάρχει η Ελλάδα;

Το μακρινό 1998 έγραψα ένα μικρό κείμενο που προλόγιζε μια ανθολογία ελληνικής ποίησης που δημοσιεύτηκε στο γερμανικό λογοτεχνικό περιοδικό Akzente με τίτλο «Wozu Griechenland?» που θα μπορούσε να μεταφραστεί: «Για ποιο σκοπό υπάρχει η Ελλάδα;» Ήταν μια σύντομη περιγραφή της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, που τελείωνε με αυτό το συμπέρασμα:

«Για ποιο σκοπό λοιπόν υπάρχει η Ελλάδα; Η μόνη απάντηση που βγάζει νόημα από πολιτισμική και ιστορική σκοπιά είναι: Η Ελλάδα ιδρύθηκε για να υλοποιηθεί το όνειρο μιας «δικής μας» κρατικής υπόστασης για το «δικό μας» έθνος. Και ενώ αυτό το όνειρο γινόταν στο πέρασμα έξι γενεών σιγά-σιγά πραγματικότητα, δημιουργήθηκε ταυτόχρονα – σχεδόν σαν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία– το έθνος και ο πολιτισμός, για χάρη του οποίου εκπονήθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή όλο αυτό το σχέδιο. Αναπολώντας τις έξι γενιές νεοελληνικής ύπαρξης και κοιτώντας τη σημερινή κατάσταση, μπορούμε να πούμε χωρίς καμιά σκιά υποψίας ενός αδιόρθωτου εθνικισμού ότι το σχέδιο άξιζε τον κόπο. Γιατί οι «Έλληνες» κατάφεραν όχι μόνο να κατασκευάσουν μια καινούργια διοικητική μονάδα για ένα κομμάτι γης, αλλά και μια καινούργια κουλτούρα, μια καινούργια εκδοχή της πραγματικότητας, και να δώσουν ζωή σε μια καινούργια περιγραφή αυτής της πραγματικότητας με τη μορφή της τέχνης και της λογοτεχνίας που τεκμηριώνεται σε αυτήν την ανθολογία».

Η εξιστόρηση των γεγονότων σε αυτό το κείμενο μπορεί να φαίνεται από σημερινή σκοπιά παρωχημένη και ελλιπής, όμως είμαι της γνώμης ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα τότε ισχύει και έχει μάλιστα επιβεβαιωθεί από τα γεγονότα της εικοσαετίας που διαμεσολάβησε: Η σύγχρονη Ελλάδα, αυτό το χωροχρονικά συνεχές και εξελισσόμενο αμάλγαμα πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης, νομικού συστήματος, πολιτισμικού χώρου, γλώσσας, εθνικής συνείδησης και θρησκευτικού περιβάλλοντος που εμφανίστηκε στο προσκήνιο της ιστορίας την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα, δεν είναι ούτε το αποτέλεσμα μιας ιστορικής τελεολογίας, ούτε η εκπλήρωση ενός «εθνικού πόθου», ούτε η «φυσική» τελείωση του «έθνους» ως συλλογικού όντος, αλλά ένα μέσον, ένας δρόμος. Ένας ιδιαίτερος και πολύτιμος ίσως δρόμος, ένας δρόμος που χωρίς αυτόν όλοι εμείς που γιορτάζουμε τα διακοσιοστά γενέθλιά του δεν θα υπήρχαμε καν για να τα γιορτάσουμε. Αλλά παρ’ όλα αυτά ένας δρόμος, ένα μέσον.

Αν όμως η Ελλάδα είναι μέσον, ποιος είναι τότε ο σκοπός; Ο σκοπός είναι η υλοποίηση της ανθρώπινης ύπαρξης στα πλαίσια μιας καλής, δίκαιης και ειρηνικής ζωής.

Αν όμως είναι αυτός ο σκοπός, γιατί υπάρχουν πολλές χώρες και πολλά έθνη, γλώσσες, κουλτούρες, ήθη και έθιμα; Η απάντηση είναι απλή: για τον ίδιο λόγο που δεν αρκούμαστε σε μια μάρκα αυτοκινήτων, ένα είδος ντυσίματος, ένα σχέδιο κατοικίας, ένα είδος τροφής, ένα τραγούδι, ένα μύθο, ένα όνομα, μια σκέψη. Γιατί το να είσαι άνθρωπος απαιτεί να είσαι το διαφορετικό στο ίδιο.

Αν η Ελλάδα είναι μέσον, τότε ποιοι είναι αυτοί που το δημιούργησαν; Και το έκαναν συνειδητά, προέβλεπαν τα σχέδιά τους ότι μετά από διακόσια χρόνια το δημιούργημά τους θα είχε αυτή τηνθέση σε αυτή την Ευρώπη; Η απάντηση εδώ είναι ότι η δομή και η μορφή ενός κράτους, μιας οποιασδήποτε μορφής κυριαρχίας σε έναν χώρο, είναι μόνο το έμμεσο αποτέλεσμα των σκοπών και των πράξεων των δημιουργών του. Στην περίπτωση της Ελλάδας, σημαίνει ότι αυτοί που επαναστάτησαν, και που κατάφεραν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία ανθρώπων που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ότι θα συμμετείχαν στην εξέγερση, προφανώς δεν είχαν σπαταλήσει καμία σκέψη για το ποιες θα ήταν οι μακρόχρονες συνέπειες των πράξεών τους. Αυτό που επιδίωκαν ήταν μια ζωή σύμφωνη με τις δικές τους προσδοκίες τους για δικαιοσύνη, ευδαιμονία και ειρήνη, προσδοκίες που όπως ξέρουμε από τις ιστορικές μαρτυρίες διέφεραν πολύ από τις δικές μας. Όμως, και εδώ έγκειται το μεγαλείο των πράξεών τους, το μονοπάτι που άνοιξαν για να φτάσουν στη δική τους εκδοχή της καλής, ελεύθερης, δίκαιας και ειρηνικής ζωής –στόχους που οι περισσότεροι από αυτούς δεν αξιώθηκαν να δουν να εκπληρώνονται– δεν χορτάριασε με το πέρασμα του χρόνου, αλλά στερεώθηκε, έγινε δρόμος και μετά πλατιά λεωφόρος πάνω στην οποία κινούμαστε εμείς διακόσια χρόνια αργότερα, με ταχύτητες που γι’ αυτούς θα φάνταζαν εξωκοσμικές, προς ένα μέλλον που μάλλον δεν θα ήταν σε θέση να το αναγνωρίσουν ως δικό τους μέλλον.

Τι μας συνδέει λοιπόν με αυτούς τους ανθρώπους, αν ισχύει πως όταν ξεκίνησαν τον αγώνα τους όχι μόνο δεν είχαν την αίσθηση ότι αποτελούν ένα έθνος με τη σημασία που δίνουμε στον όρο σήμερα αλλά μάλλον ούτε θα την αποδεχόντουσαν; (Θα πείτε, για το «γένος» γινόταν τότε ο λόγος, αλλά η ταύτιση αυτού του όρου με το «έθνος» είναι πολύ μεταγενέστερη).

Δύο πράγματα μας συνδέουν: η ανθρώπινη φύση που επιζητά πάντοτε να δημιουργήσει τη δική της εκδοχή της καλής, δίκαιης και ειρηνικής ζωής, και η απόφαση των εξεγερμένων να φροντίσουν ώστε όχι μόνο αυτοί αλλά κάθε άνθρωπος που πατάει το χώμα που θα διαφεντεύουν να μπορεί να το κάνει αυτό.

Γι’ αυτό και δεσμεύτηκαν, κάνοντας απαράβατο όρο του καταστατικού χάρτη της εξουσίας που εγκατέστησαν, ότι…

«Εις την Ελληνικήν Επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος· αργυρώνητος δε παντός γένους και πάσης θρησκείας, άμα πατήσας το Ελληνικόν έδαφος, είναι ελεύθερος και από τον δεσπότην αυτού ακαταζήτητος» (Νόμος της Επιδαύρου 1823, άρθρο 9).

Όσο τηρούμε αυτή την υποχρέωση, θα κινούμαστε στο μονοπάτι που εκείνοι άνοιξαν και θα το επεκτείνουμε στο μέλλον.