Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά;

C
Γιώργος Κυριαζής

Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά;

Στις αρχές Φεβρουαρίου, η αμερικανική δισκογραφική εταιρεία Thirdman Records του ταλαντούχου μουσικού και παραγωγού Jack White (ο οποίος έγινε ευρέως γνωστός ως κιθαρίστας των White Stripes) κυκλοφόρησε ένα διπλό δίσκο με παραδοσιακή μουσική της ελληνικής υπαίθρου — υλικό που είχε συλλέξει εδώ και πολλά χρόνια για το προσωπικό του αρχείο ο παραγωγός και ηχολήπτης Christopher King. Οι ηχογραφήσεις έγιναν από το 1907 ώς το 1960, σε διάφορα στούντιο της εποχής στην Αθήνα, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο, και αποτυπώθηκαν σε ακυκλοφόρητους δίσκους 78 στροφών, από όπου έγινε η ηχητική επεξεργασία για αυτήν εδώ την κυκλοφορία. Το δε εξώφυλλο είναι ένα σκίτσο του θρυλικού Robert Crumb. Τη συλλογή μπορείτε να την αγοράσετε, ή να την ακούσετε στο Spotify, αναζητώντας τη με τον τίτλο της, ο οποίος είναι «Why the Mountains Are Black». Εγώ την άκουσα, και είναι μια πολύ προσεγμένη δουλειά που ακούγεται πολύ ευχάριστα, άσχετα με το πόσο οικεία σάς είναι αυτά τα ακούσματα. Η επιλογή των κομματιών είναι καλή, η σειρά με την οποία έχουν μπει είναι καλή, η παραγωγή είναι καλή, όλο το πράγμα, τέλος πάντων, είναι καλό και αξιέπαινο, και αποτελεί σημαντική συνεισφορά ως ιστορικό ντοκουμέντο, ιδιαίτερα για ανθρώπους σαν κι εμένα, που λατρεύουν το παρελθόν.

Από την άλλη, βέβαια…

Η αλήθεια είναι ότι η συλλογή αυτή, από μουσική άποψη, δεν έχει να προσφέρει τίποτε καινούριο. Για το αμερικανικό κοινό, κάποια από αυτά τα κομμάτια έχουν έναν εξωτικό και διονυσιακό χαρακτήρα, εξ ου και στην παρουσίαση του δίσκου σε διάφορα ηλεκτρονικά έντυπα τονίζεται υπερβολικά η (κατά τη γνώμη μου άστοχη) ομοιότητά τους με την τρανς, το ρέιβ, την ελεύθερη τζαζ και τη μουσική θορύβου, αλλά οποιοσδήποτε έχει κάποια επαφή με αυτά τα ακούσματα δεν έχει λόγο να εντυπωσιαστεί. Τα συγκεκριμένα κομμάτια παίζονται και σήμερα, με τον ίδιο περίπου τρόπο, και μπορεί κανείς να τα ακούσει ζωντανά, αρκεί να φροντίσει να μάθει πού παίζονται. Δεν είναι δύσκολο — υπάρχουν πολλοί σύλλογοι σε όλη την Ελλάδα (ναι, ακόμη και στην Αθήνα) που ασχολούνται με την παραδοσιακή μουσική και τους παραδοσιακούς χορούς, όπου μπορείτε να ακούσετε και να μάθετε να χορεύετε κομμάτια σαν αυτά, και άλλα, ακόμη πιο εντυπωσιακά. Συχνά γίνονται γλέντια, όπου υπάρχει ζωντανή ορχήστρα από πάρα πολύ καλούς (και νέους) οργανοπαίκτες, οι οποίοι δεν παίζουν «πανηγυριώτικα», αλλά με σεβασμό σε αυτό που υπηρετούν. Και στην επαρχία, μάλιστα, μπορείτε να βρείτε και περιοχές όπου τα κομμάτια αυτά δεν αποτελούν απλώς φολκλόρ, ή υλικό για μελέτη, ή αφορμή για γλέντι, αλλά λειτουργούν βιωματικά, ενταγμένα στην καθημερινότητα της ζωής.

Ναι — η ελληνική μουσική παράδοση δεν είναι μουσειακό είδος, αλλά παραμένει ζωντανή, παρά τον εξευτελισμό που γνώρισε κατά το πρόσφατο παρελθόν εξαιτίας της υιοθέτησής της από τη χούντα ως μέσου ιδεολογικής επιβολής (θα θυμάστε βέβαια το απεχθές «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», ένα σύνθημα που καταβαράθρωσε και τις τρεις αυτές έννοιες), έναν εξευτελισμό που εν πολλοίς συνεχίζεται από τους νοσταλγούς της χούντας και κάθε είδους υπερσυντηρητικούς ή ακροδεξιούς. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όμως ότι η παράδοση δεν ανήκει σε αυτούς, αλλά σε όλους μας, ή τουλάχιστον σε όσους ενδιαφερόμαστε γι’ αυτήν — δεν είναι και υποχρεωτικό, δα.

Ας τη διεκδικήσουμε, λοιπόν.