Γκαμπριέλ Ρουά, «Ο Δρόμος για το Αλταμόν»

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Γκαμπριέλ Ρουά, «Ο Δρόμος για το Αλταμόν»

Όσο για μένα, μου φάνηκε πώς δεν πέρασε ούτε μια μέρα κι έφτασε κόλας το ωραίο φθινόπωρο, που δεν με μελαγχολούσε τα χρόνια εκείνα. Οι μέρες μίκραιναν και γίνονταν συχνά μουντές, όμως εμείς διατηρούσαμε μια τρανή φωτιά στο σπίτι, τρώγαμε κολοκυθόπιτες, σπάγαμε φουντούκια και ξεφλουδίζαμε καλαμπόκια. Βάζαμε επίσης ντομάτες στα πρεβάζια των παραθύρων για να ωριμάσουν, και κάποιες μέρες ολόκληρο το σπίτι πλημμύριζε από τη μυρωδιά σαλαμούρας που σιγόβραζε σε μεγάλες χύτρες. Στην αυλή ακουγόταν το πριόνι του ξύλου να τραγουδάει το τραγούδι του, σε δυο τόνους, καθαρό κι ύστερα βαθύ όταν δάγκωνε το ξύλο, μου φαινόταν πως μας υποσχόταν χαρούμενα: «Σας πριονίζω ωραία κούτσουρα, ωραία κούτσουρα για όλο τον χειμώνα». Όλη την εποχή εκείνη, το σπίτι, σαν πλοίο έτοιμο να σαλπάρει, ή σαν πόλη που πρόκειται να πολιορκηθεί, γέμιζε προμήθειες : λαχαναρμιά, σιρόπι σφενδαμνιού από το Κεμπέκ, κόκκινα μήλα από τη Βρετανική Κολομβία, δαμάσκηνα από το Οντάριο.

Μανιτόμπα. Μια τεράστια, επίπεδη ή με ήπιους χαμηλούς λοφίσκους έκταση καναδικής γης αραιά κατοικημένης, κυρίως στα νότια και κοντά στα σύνορα με τις ΗΠΑ, πέντε φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα, με καλοκαίρια πολύ ζεστά και υγρά και χειμώνα ακραία βαρύ αλλά και με τις πιο πολλές ημέρες ηλιοφάνειας σε όλο τον Καναδά (που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη σε έκταση χώρα της γης). Η Γαλλοκαναδή Γκαμπρέλ Ρουά, γέννημα θρέμμα της Μανιτόμπα η ίδια, αφηγείται ιστορίες (τρεις στην ελληνική τους εκδοχή από τις πολύ καλές εκδόσεις Θίνες, τέσσερις στην καναδική ) στις οποίες η alter ego κεντρική της ηρωίδα, η Κριστίν, ως παιδί και αργότερα ως ενήλικη συνδέει —με τη δοκιμασμένη τεχνική της εξιστόρησης αναμνήσεων σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση— ανθρώπους και καταστάσεις που την όποια λεπτομέρεια των πεπραγμένων και την έντασή τους αντλεί ως μνήμες από το προσωπικό της παρελθόν στην πόλη όπου μεγάλωσε, τη Σαν Μπονιφάς, που τώρα είναι κομμάτι της πρωτεύουσας Γουίνιπεγκ, με φόντο την απέραντη και σχετικά φτωχή αγροτική και εργατική Μανιτόμπα του Καναδά εκείνων των εποχών, δίνοντάς μας το 1966 ένα βιβλίο που παραμένει ανθεκτικό ως τα σήμερα, πενήντα χρόνια μετά. Προφανώς αυτό συμβαίνει διότι η οξυδερκής Ρουά πιάνει καλά τον παλμό της ανθρώπινης φύσης μέσα στον χρόνο, παρατηρεί και παρακολουθεί διακριτικά τις συμπεριφορές της από την αρχή του βίου του λογοτεχνικού της υποκειμένου, και έτσι, κοιτώντας κι εμείς μέσα από τους ήρωές της του ’60, διακρίνουμε πώς, ό,τι κι αν γίνεται, όπως και αν προχωρά η ανθρώπινη ιστορία, όσα κι αν φέρνει ο χρόνος, η παιδική ηλικία είναι για τον καθένα μας το άλφα και το ωμέγα, η ξεχωριστή εκείνη εποχή που μας κάνει —επειδή έχουμε κατά τη διάρκειά της κοιτάξει με αθώα και έκπληκτα μάτια τον κόσμο— να κουβαλάμε ύστερα τις εντυπώσεις εκείνες μαζί με εικόνες και μνήμες ήχων για πάντα. Αν είμαστε τυχεροί τις χρησιμοποιούμε συνειδητά και ασυνείδητα σαν υλικό αρμονικής ενήλικης ζωής, αν όχι μιας ζωής με θέματα. Όπως και να ’χει όμως ζωής, και η ζωή είναι ωραία, κι αυτό σαν πανανθρώπινος κοινός παρονομαστής δεν αλλάζει. Δεν θα αλλάξει ακόμα κι αν, έτσι όπως πάμε, διαλύσουμε τον πλανήτη και μετοικήσουμε στο Διάστημα. Οι προσλήψεις που (θα) έχουμε σαν παιδιά (θα) μας καθορίζουν εσαεί.

Η Κριστίν της Ρουά, ειδικά στην τρίτη ιστορία, που σαν ενήλικη κόρη γριάς πια μητέρας ταξιδεύει μαζί της στον τόπο καταγωγής τους, είναι και κάνει αυτό ακριβώς: ένα σημαδάκι στον χρόνο, ένα ανθρώπινο πλάσμα που κινείται, πότε αρμονικά και πότε όχι, στην απεραντοσύνη του Σύμπαντος, είναι εμείς οι ίδιοι, όλοι οι άνθρωποι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, που βουτάμε στην παιδικότητά μας ξανά και ξανά και αντλούμε γνώση και δύναμη για να αντιμετωπίσουμε ό,τι έρθει σαν συνέχεια.

Σ’ αυτό το σημείο τα παραπάνω με βάζουν στον πειρασμό να αναφερθώ ξανά στην εκπληκτική και αναπόφευκτη συνομιλία των βιβλίων μέσα στον χρόνο, και επομένως και δική μας, ημών που τα διαβάζουμε, και να πω ότι η Ρουά συνομιλεί, ή και το ανάποδο, αφού εκείνη έχει προηγηθεί, με τη σπουδαία εν ζωή Γερμανίδα συγγραφέα Τζέννυ Έρπενμπεκ, που στο δικό της αριστουργηματικό διήγημα «Σκύβαλα» η θαυμάσια δομημένη ως χαρακτήρας νεαρή ηρωίδα μεγαλώνει με τη δυνατή και δυναμική γιαγιά της και βλέπει τον χρόνο να περνά αρχικά με τα μάτια της περίεργης και γεμάτης απορίας για τον κόσμο έφηβης, και —όσο η γιαγιά είναι μια ώριμη και αυτάρκης, όρθια και διαυγής γυναίκα με έντονη προσωπικότητα— αργότερα ως ενήλικη εκείνη και σχεδόν «μωρό», καθώς έχει πια ανάγκη τη φροντίδα των άλλων, η γιαγιά. Η μεν Γαλλοκαναδή στα 1966 γράφει μεθοδικά και με έντονη διδακτική πρόθεση (εξάλλου ήταν δασκάλα), η δε Γερμανίδα στα 1999 είναι περισσότερο πραγματίστρια και με πολύ λιγότερο έως ελάχιστο διδακτισμό στην γραφή της, όμως και οι δύο γυναίκες συγγραφείς, ευφυείς και συνάμα διεισδυτικές στα δαιδαλώδη μονοπάτια της ανθρώπινης ψυχής, φτάνουν σε κοινό διά ταύτα, εκκινώντας από τις διαφορετικές τους αφετηρίες εμπειριών, τις αποκτημένες σε διαφορετικούς τόπους και άλλες εποχές. Η ζωή δεν σταματά, η ζωή συνεχίζεται και η Τέχνη και η Φύση ενώνουν διαχρονικά τους ανθρώπους.

Στην ελληνική έκδοση τα τρία μέρη/διηγήματα που αποτελούν αυτό το όμορφο, το σπονδυλωτό —θα λέγαμε άφοβα— βιβλίο φέρουν τους τίτλους: «Η παντοδύναμη γιαγιά μου» («Ma Grand-Mère toute puissante»), «Ο γέρος και το κοριτσάκι» («Le vieillard et l'enfant") και «Ο δρόμος για το Αλταμόν» («La Route d'Altamont»). Στη γαλλική συλλογή το τέταρτο διήγημα (προτελευταίο στην πραγματική σειρά αφήγησης) έχει τον τίτλο «Le Déménagement», και ειλικρινά δεν κατάλαβα (το διάβασα στα γαλλικά και το βρήκα γερό κρίκο στην αφηγηματική αλυσίδα) γιατί στην ελληνική έκδοση δεν θεωρήθηκε αναγκαίο για την ακόμα καλύτερη κατανόηση του ύφους τής χαμηλών τόνων γραφής της Ρουά, η οποία δίχως να κάνει σαματά για τον σαματά, δίχως δηλαδή να επινοεί λογοτεχνικές καρικατούρες κρυγαλέα διαφοροποιημένες και με λεκτικές υπερβολές από τον απλό, κοινό, καθημερινό κόσμο από τον οποίο εμπνέεται περιγράφοντας τα συνήθη της ζωής, καταφέρνει να κάνει μία λογοτεχνία ατόφια, βαθιά ανθρωποκεντρική και γι’ αυτό πολύτιμη, που φτάνει στον Έλληνα αναγνώστη με μια αδιαπραγμάτευτα θαυμάσια και επίσης με άποψη μετάφραση από τον Φοίβο Ι. Πιομπίνο, σε πολυτονικό. (Ακόμη μία απορία μού γεννήθηκε και για την άνευ αρίθμησης παράθεση των (καλών όμως) σημειώσεων στο τέλος και για τις —συγκεκριμένες— εικονογραφήσεις).

Στο διήγημα «Η παντοδύναμη γιαγιά μου» η Ρουά ως Κριστίν μάς παίρνει από το χέρι και μας γνωρίζει τη γιαγιά της που ζει σε ένα κοντινό στην πόλη τους χωριό. Η γιαγιά είναι καλοστεκούμενη και αυτοτελής και μάλιστα μπορεί να φιλοξενεί τα εγγόνια της που καταφτάνουν σαν πολύβουο μελίσσι. Σε δυο χρόνια το σκηνικό αλλάζει, η γιαγιά έρχεται να μείνει στην πόλη με την κόρη της και μητέρα της Κριστίν και η μικρή έρχεται πρώτη φορά φάτσα με φάτσα με τα γηρατειά, τον θάνατο και, κυρίως, με τις απώλειες που συνεπάγονται γι’ αυτούς που μένουν πίσω.

Στο δεύτερο, «Ο γέρος και το κοριτσάκι», η Κριστίν, γλυκιά και ανέμελη οκτάχρονη στη διάρκεια ενός πολύ ζεστού καλοκαιριού, κι ενώ έχουν εξανεμιστεί οι ελπίδες της να φύγει για την εξοχή, πιάνει φιλίες με τον κύριο Σαιντ Ιλαίρ, τον γέρο γείτονά τους, με τον οποίο πείθει τελικά τη μητέρα της να την αφήσει να πάνε μια μέρα εκδρομή στην λίμνη Γουίνιπεγκ. Ο γεράκος είναι καλοστεκούμενος και τα βγάζει μια χαρά πέρα με την ευθύνη του παιδιού, που κι αυτό με τη σειρά του βιώνει χαρούμενες στιγμές που δεν θα ξεχάσει ποτέ, παρέα με τον καλοκάγαθο γείτονα, πρώτη φορά μακριά από τα στενά συγγενικά της πρόσωπα και δίχως τη γιαγιά.

Στο τρίτο, που δίνει και τον τίτλο στην συλλογή, «Ο Δρόμος για το Αλταμόν», η Κριστίν, ενήλικη πια, λίγο πριν ταξιδέψει στην Ευρώπη, κάνει ένα ταξίδι με τη μητέρα της στην απέραντη πεδιάδα της Μανιτόμπα. Μεταξύ οδικού λάθους μα και πεπρωμένου, οι δύο γυναίκες θα βγουν από τον δρόμο τους προς τους ήρεμους λοφίσκους, εκεί όπου η μητέρα θέλει τόσο να ξαναπάει, και θα βρεθούν στο αχαρτογράφητο ή αμελητέο στον οδικό χάρτη χωριουδάκι Αλταμόν, που γίνεται η Ιθάκη τους, ένας τόπος που, ακόμη κι αν δεν ξαναεπισκεφτούν ποτέ, ή ακόμη και αν πάνε εκεί για μιαν ακόμη φορά και δεν τον βρουν, θα είναι πάντα —μαζί με ό,τι σημαίνει/συμβολίζει— ο νοερός τους κοινός τόπος, ο τόπος των συγκλίσεων και της άμβλυνσης των ηλικιών και των εποχών, ακριβώς στη ρωγμή του χρόνου, όταν η νεαρή Κριστίν πρώτη φορά βλέπει από μιαν άλλη θέση —του ενήλικα— τη μητέρα της και μπαίνει στη λεπτεπίλεπτη και μαζί τρυφερή διαδικασία αποκρυπτογράφησης των φόβων και της μνήμης και των όσων δεν μπορούσε ως παιδί να ερμηνεύσει. Σ’ αυτή τη ρωγμή, η Ρουά/ενήλικη Κριστίν συναντά νοερά και τη γιαγιά. Αυτά που της εξομολογείται η μητέρα της είναι η πεμπτουσία της αναζήτησής της. Τη δεύτερη φορά που θα επιχειρήσουν να πάνε στο Αλταμόν θα χαθούν πραγματικά και κείνη η πρώτη και μαζί τελευταία φορά θα κατοικήσει σαν μνήμη μέσα τους μαζί με τα εξομολογητικά λόγια που ειπώθηκαν.

Άλλωστε δεν αγανακτώ πια γι’ αυτό, αφού, έχοντας γίνει όπως εκείνη, την καταλαβαίνω. Αχ, ετούτο είναι από τα εκπληκτικότερα βιώματα της ζωής μας. Εκείνην που μας έφερε στον κόσμο τη φέρνουμε κι εμείς με τη σειρά μας στον κόσμο, όταν, αργά ή γρήγορα, την υποδεχόμαστε επιτέλους μέσα στο είναι μας. Κατοικεί του λοιπού μέσα μας εξίσου όπως κι εμείς είχαμε κατοικήσει μέσα της πριν έρθουμε στον κόσμο. [Λόγια της Εβελίν, της μητέρας].

Σε τι οφειλόταν η ευτυχία αυτή;Ακόμη δεν το γνωρίζω πολύ καλά. Θα πρέπει να οφειλόταν στην εμπιστοσύνη μου, στην απεριόριστη εμπιστοσύνη μου σ’ ένα, απεριόριστο κι αυτό, μέλλον. Ενώ η μητέρα μου έπρεπε για τις χαρές της να στραφεί στο παρελθόν, οι δικές μου χαρές βρίσκονταν όλες μπροστά μου, όλες σχεδόν ανέπαφες ακόμη, και δεν είναι υπέροχη η στιγμή που ό,τι υπάρχει για να το αδράξεις στη ζωή ετούτη φαίνεται ανέπαφο στον ορίζοντα, μέσ’ από τη γοητεία και τη μαγεία του αγνώστου;[Σκέψεις της Κριστίν, της κόρης και εγγονής].

Ο «Δρόμος για το Αλταμόν» είναι αφορμή για να γνωρίσει καλύτερα το ελληνικό κοινό την Καναδή συγγραφέα Γκαμπριέλ Ρουά, λιγότερο διάσημη μα εξίσου σπουδαία με τις μεταγενέστερές της Μάργκαρετ Άτγουντ και Άλις Μανρό, που ήδη ξέρουμε και αγαπάμε.