Γκάντζα, Αζερμπαϊτζάν

D
Γιάννης Δημητρόπουλος

Γκάντζα, Αζερμπαϊτζάν

Τη δεύτερη πόλη του Αζερμπαϊτζάν (και πρώτη του βραχύβια πρωτεύουσα), την Γκάντζα, την έχω επισκεφτεί για επαγγελματικούς λόγους κι έχω δει από κοντά μερικά σημαντικά μνημεία του κέντρου της, όπως το άγαλμα του ποιητή Νιζαμί. Νιώθω λοιπόν στενάχωρα όταν μαθαίνω ότι αποτελεί στόχο βομβαρδισμών τον τελευταίο καιρό· παρόμοια αισθάνομαι και για το Στεπανακέρτ/Χάνκεντι της επίμαχης περιοχής στα νοτιοδυτικά, που δεν το έχω επισκεφτεί. Αυτή τη φορά η σύγκρουση —που ξεκίνησε με μεθοριακά επεισόδια από το καλοκαίρι ήδη, σε επίσημα συνοριακά σημεία των δύο χωρών— είναι σφοδρότερη από τα επεισόδια που σχεδόν βαριεστημένα παρακολουθούσε ο κόσμος στην τηλεόραση τα προηγούμενα χρόνια και που, όπως μου έλεγαν, σχεδόν κάθε χρόνο επαναλαμβάνονταν σαν ατελέσφορο τελετουργικό.

Οι ένοπλες επιχειρήσεις έχουν τη δική τους λογική και η επιλογή πολιτικών ή οικονομικών στόχων του εχθρού είναι παμπάλαιη πρακτική. Η Γκάντζα απέχει μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από το Καραμπάχ/Αρτσάχ και ως εκ τούτου δεν είναι παράλογο που βρέθηκε στη γραμμή πυρός. Οι εμπόλεμοι κάθε πλευράς όμως επιστρατεύουν —εκτός από τα στρατιωτικά μέσα— και μερικά πολύ ενδιαφέροντα ιστορικά και δημογραφικά επιχειρήματα: αφενός για να τονώσουν τα εσωτερικά τους μέτωπα προσδίδοντας υψηλούς σκοπούς, αφετέρου για να συμβεί κάτι αντίστοιχο και στις διεθνείς τους συμμαχίες. Αυτό μεταφράζεται συνήθως σε μια απλοποιημένη, άσπρη-μαύρη απεικόνιση καταστάσεων που στην πραγματικότητα είναι πολύχρωμες, έως και χαοτικές.

Βασικό στοιχείο της ιστορίας στο μεγαλύτερο μέρος του Καυκάσου (όπως και των Βαλκανίων, της λοιπής Ευρώπης και ίσως ολόκληρου του κόσμου) είναι ότι οι πόλεις και τα εδάφη άλλαζαν «χέρια» — κυριαρχία συχνότερα, αλλά και εθνοτική ή θρησκευτική σύνθεση πολλάκις. Το βασικό μήλο της Έριδος ήταν έως το 1988 μια περιοχή με αρμενική πλειοψηφία και ισχυρή αζέρικη μειονότητα — η δε σοβιετική «σαλαμοποίηση» έχει δώσει το δικαίωμα σε αμφότερες τις πλευρές να το διεκδικούν: οι μεν Αζέροι ως μέρος του κυρίαρχου κράτους τους, οι δε Αρμένιοι ως μετεξέλιξη του αυτόνομου εδάφους («ομπλάστ») που εκείνοι ήλεγχαν. Ωστόσο, και παραέξω η κατάσταση δεν ήταν πολύ διαφορετική. Το ίδιο το όνομα της Γκάντζα θεωρείται αρμενικής προέλευσης (γκαντζάκ=θησαυρός) και στην πόλη έμενε έως το πογκρόμ του 1988 μειονοτικός αρμενικός πληθυσμός. Τα αζέρικα μέσα ενημέρωσης μάλιστα παρουσίασαν εναπομείνασα Αρμένισσα κάτοικο της πόλης ως υλικά πληγείσα από τους πρόσφατους βομβαρδισμούς.

Ψάχνοντας βέβαια οπουδήποτε στην Γκάντζα ή αλλού στα υπό αζέρικη κυριαρχία εδάφη για στοιχεία της αρμένικης ζωής, δεν συναντάς εν λειτουργία εκκλησίες του «αποστολικού» δόγματος. Δεν λείπουν τα χαρακτηριστικά κτίσματα —με το καφέ χρώμα και τις κωνικές οροφές—, είναι όμως κλειστά και αναγράφονται στους χάρτες σαν «αλβανικοί» ναοί. Δεν πρόκειται για μακρινή μετανάστευση των Βαλκάνιων γειτόνων στον Καύκασο αλλά για έναν αρχαίο λαό που απορροφήθηκε από τους Αρμενίους (και ονομάστηκε από την αυγή, alba, με τον ίδιο τρόπο που οι παλιότεροι Ρωμαίοι όρισαν την ανατολική ως προς αυτούς χώρα των Shqip) και που σήμερα ανασύρεται από το επίσημο Αζερμπαϊτζάν για να αμβλυνθεί η φαινομενική επιρροή του άσπονδου γείτονα.

Σε αντίθεση με τη συνωνυμία των Αλβανών, οι Έλληνες είχαν πραγματική παρουσία (και) στον νότιο/ανατολικό Καύκασο. Το χωριό Μεχμανέ βρίσκεται μάλιστα μέσα στο Καραμπάχ/Αρτσάχ, με ελάχιστους πια ηλικιωμένους κατοίκους, απογόνους διαδοχικών κυμάτων συμπατριωτών μας που αναζήτησαν την τύχη τους στην ανατολή: αρχικά (18ος και 19ος αιώνας) για τον ορυκτό πλούτο, και στον 20ό αιώνα για να γλιτώσουν από τους τουρκικούς διωγμούς στον Πόντο. Στο Μπακού, επίσης, υπάρχουν κάποια απομεινάρια της ελληνικής διασποράς, έστω και με επιμειξίες — όπως ο υπάλληλος που είδε το ελληνικό μου διαβατήριο και έσπευσε να μου πει για την ελληνικής καταγωγής μητέρα του και τη δραστήρια κυρία Σαΐντα, που μαθαίνει παραδοσιακούς χορούς σε αυτόν και σε άλλους Αζέρους με ρωμαίικες ρίζες.

Οι κοντινές περιφερειακές δυνάμεις έχουν προφανώς τη μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή. Τα ρωσικά παραμένουν lingua franca στην πρώην ΕΣΣΔ, και οι σχέσεις της Μόσχας με τις παλιές «ομόσπονδες δημοκρατίες» παραμένουν ισχυρές. Εθνολογικά, ωστόσο, οι τρεις κύριοι λαοί του Καυκάσου και οι περισσότερες ελάσσονες εθνικές ομάδες δεν είναι καν Σλάβοι. Οι μεν Αρμένιοι και Γεωργιανοί εκχριστιανίστηκαν από τα ρωμαϊκά χρόνια, το δε Αζερμπαϊτζάν (περσική λέξη που σημαίνει χώρα της φωτιάς) ήταν μια ευρύτερη περιοχή του δυτικού Ιράν, στα σύγχρονα σύνορα του οποίου κατοικεί το μεγαλύτερο τμήμα αυτού του έθνους. Τον καιρό των Σελτζούκων, που ένωσαν για ένα διάστημα Ιρανούς και Τούρκους, οι Αζέροι απέκτησαν τη σχεδόν τουρκική γλώσσα τους, διατηρώντας όμως κατά πλειοψηφία έως και σήμερα τη σιιτική εκδοχή του Ισλάμ. Η τριπλή διελκυστίνδα Ρωσίας, Ιράν και Οθωμανών/Τουρκίας διαμορφώνει καθοριστικά τις γεωπολιτικές συνθήκες της περιοχής στους σύγχρονους αιώνες.

Καθοριστικά ναι, αποκλειστικά όχι, βέβαια — καθώς οι επίδοξοι κοσμοκυρίαρχοι δεν άφησαν απέξω τον Καύκασο. Οι δυτικές δυνάμεις, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, δεν αγνόησαν τα ορυκτά καύσιμα της Κασπίας, τα οποία μερικές δεκαετίες νωρίτερα είχαν προσελκύσει τον γερμανικό στρατό, στο διάστημα πριν τη μάχη του Στάλινγκραντ. Παραδόξως (ή και όχι, αν θυμηθούμε τις μετοικήσεις τους έως τον Βόλγα), οι Γερμανοί δεν ήταν απόλυτα ξένοι στον Καύκασο. Τον 19ο αιώνα οι τσάροι κάλεσαν μετανάστες από τη Βυρτεμβέργη να εποικίσουν τμήματα του σημερινού Αζερμπαϊτζάν, μεταξύ των οποίων και το Χωριό της Ελένης (Helenendorf), εις μνήμην της αδελφής του αυτοκράτορα. Το Helenendorf και σημερινό Γκιόι-Γκιολ (Γαλάζια Λίμνη) είναι προάστιο της Γκάντζα, που για πολλά χρόνια είχε κι αυτή όνομα εμπνευσμένο από τη νοτιοδυτική Γερμανία: ονομαζόταν Ελισαβετόπολις, προς τιμήν της αυτοκράτειρας Ελισάβετ της Βάδης, συζύγου του Νικολάου Α’. Η χορεία των μετωνυμιών στην Γκάντζα συνεχίστηκε τον 20ό αιώνα με το όνομα Κιροβαμπάντ (για τον δολοφονηθέντα Κίροφ, όπως έγινε και με τα μπαλέτα), το οποίο είχε η πόλη τον καιρό της σύγχρονης εθνικής εκκαθάρισης (1988).

Οι αλλαγές ονομάτων δεν μπορούν να κρύψουν την ιστορική διαδρομή της Γκάντζα, όπως και η αιγαιακή μητρόπολη —με την επίσημη διεθνή καθιέρωσή της στον μεσοπόλεμο ως Ίζμιρ— δεν έπαψε να είναι η ίδια Σμύρνη που καταστράφηκε το 1922. Η αδελφοποίηση της Γκάντζα με τη Σμύρνη αλλά και με το κάποτε αρμενικό Καρς δύσκολα αφήνει συναισθηματικά αδιάφορους όσους τιμούμε τις θυσίες των συμπατριωτών και λοιπών χριστιανών εκδιωχθέντων. Ωστόσο, ο κατακερματισμός του Καυκάσου και οι εναλλασσόμενες συμμαχίες ή συμπλεύσεις, σε έναν τόπο μακρινό και άγνωστο που ούτε καν ο Μεγαλέξανδρος δεν κατέκτησε (τα «Σούσα» του Καραμπάχ/Αρτσάχ είναι απλή συνωνυμία με την πόλη της Μεσοποταμίας), δεν επιτρέπουν εύκολες ταυτίσεις. Αξίζει να θυμόμαστε ότι συχνά (αν και όχι πάντα), οι σφαγές στην περιοχή συμβαίνουν σε αντίρροπα ζεύγη. Η επιθετικότητα Σοβιετικών και Αρμενίων κατά των Αζέρων τον Μάρτιο του 1918 απαντήθηκε με την τουρκική κατάκτηση του Μπακού έξι μήνες αργότερα — ενώ το 1990, τα αντίστοιχα περιστατικά εθνοτικής βίας στην αζέρικη πρωτεύουσα συνέβησαν μέσα στον ίδιο μήνα.

Πολλές φορές ο χρόνος δείχνει να επιταχύνεται γύρω από τα άλυτα ζητήματα, κάνοντάς μας να διαφεύγουμε στο παρελθόν και στα μνημεία του, που μένουν (προς το παρόν) ακλόνητα στη θέση τους. Όπως το άγαλμα του Πέρση (όχι Αζέρου, ούτε Αρμένη) Νιζαμί στην Γκάντζα, ο οποίος —στο ποίημα Λεϊλά και Ματζνούν, που ενέπνευσε τη μεγάλη επιτυχία του Έρικ Κλάπτον— αναρωτήθηκε:

Ποιος ξέρει αν το κλειδί τού σήμερα θα γίνει η κλειδωνιά τού αύριο, ή η κλειδωνιά τού σήμερα το κλειδί τού αύριο;