Το χαμένο όνειρο και το φτηνό πράγμα

C
Βιβή Γεωργαντοπούλου

Το χαμένο όνειρο και το φτηνό πράγμα

Ο Άλαν Κλέι ξύπνησε στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας. Ήταν 30 Μαΐου του 2010. Είχε περάσει δύο μέρες μέσα σε αεροπλάνα για να φτάσει έως εκεί. Στο Ναϊρόμπι είχε γνωρίσει μια γυναίκα. Είχαν καθίσει ο ένας δίπλα στον άλλο περιμένοντας την πτήση τους. Ήταν ψηλή, χυμώδης και φορούσε μικροσκοπικά χρυσά σκουλαρίκια. Είχε ροδαλή επιδερμίδα και μελωδική φωνή. Ο Άλαν τη συμπάθησε περισσότερο από πολλούς ανθρώπους που ήταν στη ζωή του, με τους οποίους ερχόταν καθημερινά σε επαφή. Του είπε ότι ζούσε στα βόρεια της Πολιτείας της Νέας Υόρκης. Όχι πολύ μακριά από το σπίτι του στα προάστια της Βοστόνης. Αν διέθετε θάρρος, θα είχε βρει έναν τρόπο να περάσει περισσότερο χρόνο μαζί της. Εκείνος όμως επιβιβάστηκε στο αεροσκάφος του και πέταξε για το Ριάντ και από εκεί για την Τζέντα. Ένας άντρας τον παρέλαβε από το αεροδρόμιο και τον οδήγησε στο Hilton. Η πόρτα άνοιξε με ένα κλικ και ο Άλαν εισήλθε στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο στη 1:12 π.μ. Ετοιμάστηκε γρήγορα για ύπνο. Έπρεπε να κοιμηθεί. Στις εφτά θα ταξίδευε βόρεια, για να βρίσκεται στις οκτώ στην Οικονομική Πόλη Βασιλιάς Αμπντουλάχ. Κατόπιν μαζί με την ομάδα του θα έστηναν ένα σύστημα ολογραφικής τηλεδιάσκεψης και θα το παρουσίαζαν στον ίδιο τον βασιλιά. Αν ο Αμπντουλάχ εντυπωσιαζόταν, θα ανέθετε στη Reliant, με την υπογραφή συμβολαίου, την παροχή υπηρεσιών τεχνολογιών πληροφορικής σε ολόκληρη την πόλη, και η προμήθεια του Άλαν, ένα ποσό γύρω στα πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια, θα τον απάλλασσε από όλες του τις στενοχώριες. Έπρεπε λοιπόν να νιώθει ξεκούραστος. Να νιώθει έτοιμος. Ωστόσο, αν και είχαν ήδη περάσει τέσσερις ώρες από τη στιγμή που είχε ξαπλώσει, δεν είχε καταφέρει να αποκοιμηθεί. Σκεφτόταν την κόρη του την Κιτ, η οποία σπούδαζε σε ένα πολύ καλό και ακριβό κολέγιο. Δεν είχε τα χρήματα για τα δίδακτρα του φθινοπώρου. Δεν μπορούσε να πληρώσει τα δίδακτρα επειδή είχε πάρει μια σειρά από ανόητες αποφάσεις στη ζωή του. Δεν είχε κάνει καλό σχεδιασμό. Δεν είχε επιδείξει θάρρος όταν ήταν απαραίτητο. Οι αποφάσεις του είχαν αποδειχθεί κοντόφθαλμες. Οι αποφάσεις των συναδέλφων του είχαν αποδειχθεί κοντόφθαλμες. Οι αποφάσεις αυτές είχαν αποδειχθεί ανόητες και βιαστικές. Εντούτοις, εκείνη την εποχή δεν γνώριζε ότι οι αποφάσεις του ήταν κοντόφθαλμες, ανόητες ή βιαστικές. Εκείνος και οι συνάδελφοί του δεν γνώριζαν ότι έπαιρναν αποφάσεις που θα τους οδηγούσαν, θα οδηγούσαν τον Άλαν στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν τώρα — στην ουσία απένταρος, σχεδόν άνεργος, ιδιοκτήτης μιας εταιρίας συμβούλων με μοναδικό στέλεχος τον ίδιο και έδρα το γραφείο του σπιτιού του.

Κυρίες και κύριοι, σε μόλις τριακόσιες τριάντα σελίδες η λιτή, εύστροφη, διεισδυτική, αιχμηρή, μελαγχολική, ρεαλιστική, ισορροπημένα ειρωνική μα σε καμιά περίπτωση κυνική πένα του Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβ Έγκερς [1] (Βοστώνη, 1970) σμιλεύει θαυμάσια τον Άλαν Κλέι, πενηντατετράχρονο άνδρα του μιλένιουμ στη βορειοαμερικανική του εκδοχή, καταπονημένο άνθρωπο που βρίσκεται στην πιο μεταιχμιακή φάση της ζωής του.

Σαν πρώτη προσέγγιση παραθέτω μερικά αποσπάσματα παρμένα κυρίως από το site του εκδότη, (Κέδρος 2016, καλή μετάφραση της Ελένης Ηλιοπούλου), όπου διαβάζει κανείς σημεία που ορίζουν εντίμως το είδος της μεταπολιτικής ανάγνωσης, αυτής που θέλει δεν θέλει θα κάνει ο αναγνώστης, νηφάλια και βασισμένη σε ιστορικές αλήθειες, γιατί σ’ αυτή την κατεύθυνση τον οδηγεί έξυπνα και όχι δασκαλίστικα ο συγγραφέας. Η αφήγηση γίνεται με στιβαρή, χωρίς αποπροσανατολιστικά γλωσσικά στολίδια τριτοπρόσωπη γραφή που η έντασή της κλιμακώνεται προκαλώντας έκρηξη συναισθημάτων, ταύτιση και αγωνία, ωραία ενισχυμένη με εγκιβωτισμούς που κάνουν ακόμα πιο πυκνή και ενδιαφέρουσα την έτσι κι αλλιώς ευρηματική κύρια ιστορία.

Ο Κλέι είναι ο μέσος πολίτης που στα τριάντα πάνω-κάτω μεταπολεμικά χρόνια σφρίγους της αμερικανικής και της δυτικής γενικότερα οικονομίας, στα καλύτερα ηλικιακά δικά του και δίχως να τον επηρεάζουν δραματικά οι μετά το Βιετνάμ εξαγόμενοι πόλεμοι των ΗΠΑ, χωρίς να το πάρει είδηση ή —για να είμαστε ακριβοδίκαιοι— παίρνοντάς το ξώφαλτσα χαμπάρι, όμως μην κάνοντας τη σωστή προσωπική κίνηση για να μειώσει τις συνέπειες επάνω του, κατέληξε να είναι διαδοχικά και κάποια στιγμή ταυτόχρονα χαϊδεμένο παιδί μα και αποπαίδι τής —με παραλλαγές στα επιμέρους και μάλλον κοινής στα βασικά της σημεία [2]— μεταφεουδαλιστικής εποχής του 21ου αιώνα που οδεύει στην ολοκλήρωση ενός ακόμα κύκλου της, στιγματισμένη με αρνητικό πάντως τρόπο και από τις λίγες αξιόλογες αντίπαλες —που έπεσαν πρώτες οι ίδιες στον λάκκο που της έσκαβαν— μα και από τις φίλα προσκείμενές της ιδεολογίες, παρασυρμένη από γενικευμένη απληστία που υπήρξε αποτέλεσμα, όσο αντιφατικό κι αν μοιάζει, της εύλογης λαχτάρας για ένα καλύτερο υλικό αύριο, κάτι που πόθησαν γενιές και γενιές ανθρώπων αλλά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο πιο πολύ το κατακτούσαν, άσκεφτα και μαζί δικαιολογημένα μετά από τόσες συμφορές και ένδεια που είχαν υποστεί, το μετέτρεπαν σε σπατάλη φυσικών πόρων που τις συνέπειές της δεν φαίνεται να μπορεί να φρενάρει τίποτε, παρά το θαυμαστό επίπεδο πολιτισμού στο οποίο φτάσαμε.

Να το κάνω λιανά με ένα απλό και λιγάκι δονκιχωτικό παράδειγμα: έχουμε τρεχούμενο και πόσιμο νερό στο σπίτι μας ό,τι ώρα θέλουμε, ναι; Είναι ένα επίτευγμα —ποιος τρελός θα αμφέβαλε—, ναι; Τότε, από μας που το θεωρούμε αυτονόητο και το σπαταλάμε χωρίς να σκεφτόμαστε, ας απαντήσει κάποιος, με το χέρι στην καρδιά, γιατί το νεράκι να μην είναι καθημερινότητα όλων των ανθρώπων; Και δεν εννοώ γιατί να μην έχουν σιφόνια τα γιουρτ των νομάδων της Μογγολίας και μπανιέρες οι καλύβες των φυλών του Αμαζονίου!

Η αχίλλειος πτέρνα τού τόσο ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου είναι η ανισότητα στη διαχείριση των αναμφισβήτητα τεράστιων επιτευγμάτων του με κριτήριο ταξικά, γεωγραφικά και φυλετικά στερεότυπα που δυστυχώς και βλακωδώς, κατ’ εμέ που γενικά θέλω να μοιράζομαι, ακόμα σκιάζουν τη μεγαλοσύνη του (η σπουδαία Αμερικανίδα συγγραφέας Τόνι Μόρισον, για να μείνουμε στη λογοτεχνία, δεν έγραψε το μείζον μυθιστόρημά της «Αγαπημένη» για πλάκα, ούτε επινόησε τις συμφορές και την τρομερή εκμετάλλευση των μαύρων που περιγράφει και σου σηκώνεται η τρίχα). Όλο αυτό το ζύμωμα πριν καταγραφεί σαν Ιστορία σωριάζεται τώρα ατάκτως σε μια ζυγαριά που παλαντζάρει. Από τη μια ο πολιτισμός μας, έξοχος, πολύπλευρος, ευφυής, κι από την άλλη τα σκουπίδια του. Τόνοι από σκουπίδια, συναισθηματικά, πνευματικά, πραγματικά. Είναι, λέω, κρίμα.

Καθώς έφτιαχνε τον γιακά του πουκαμίσου του, ο Άλαν άγγιξε το εξόγκωμα στο σβέρκο του, το οποίο είχε ανακαλύψει πριν από ένα μήνα. Είχε το μέγεθος μπάλας του γκολφ και ξεφύτρωνε από τη σπονδυλική του στήλη δίνοντας την αίσθηση ενός χόνδρου. Μερικές μέρες σκεφτόταν πως ήταν τμήμα της σπονδυλικής του στήλης, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Θα μπορούσε να είναι όγκος. Πάνω στη σπονδυλική του στήλη ένα τέτοιο εξόγκωμα — σίγουρα θα εξαπλωνόταν, θα ήταν θανατηφόρο. Τώρα τελευταία το μυαλό του ήταν θολό και το βάδισμά του αδέξιο και η τέλεια και τρομερή εξήγηση ήταν ότι κάτι μεγάλωνε εκεί πέρα, κατατρώγοντάς τον, απομυζώντας τη ζωτικότητά του, συνθλίβοντας την οξυδέρκεια και την αποφασιστικότητά του. Σχεδίαζε να πάει σε κάποιον να το κοιτάξει, αλλά δεν το είχε πράξει. Οι γιατροί ήταν αδύνατον να εγχειρήσουν κάτι τέτοιο. Ο Άλαν δεν ήθελε ακτινοβολίες, δεν ήθελε να φαλακρύνει. Όχι, το κόλπο ήταν να το αγγίζει περιστασιακά, να εντοπίζει τα συμπτώματα που το συνόδευαν, να το αγγίζει λίγο ακόμα κι έπειτα να μην κάνει τίποτε. […] Ο Άλαν χαιρόταν για τη δουλειά. Τη χρειαζόταν τη δουλειά. Οι δεκαοκτώ περίπου μήνες που προηγήθηκαν του τηλεφωνήματος του Ίνγκβαλ ήταν εξευτελιστικοί. Η επιστροφή φόρου είκοσι δύο χιλιάδων τριακοσίων πενήντα δολαρίων επί του φορολογητέου εισοδήματος ήταν μια εμπειρία που δεν περίμενε να έχει στην ηλικία του. Έκανε τον σύμβουλο επιχειρήσεων από το σπίτι του επί εφτά χρόνια, και κάθε χρόνο τα έσοδα μειώνονταν. Κανένας δεν ξόδευε χρήματα. Πέντε χρόνια νωρίτερα οι δουλειές πήγαιναν καλά· παλιοί φίλοι χρειάζονταν τις υπηρεσίες του, κι εκείνος μπορούσε να τους φανεί χρήσιμος. Τους έφερνε σε επαφή με πωλητές που γνώριζε, εξασφάλιζε χάρες, έκλεινε συμφωνίες, έριχνε τα κόστη. Ένιωθε ικανός. Τώρα ήταν πενήντα τεσσάρων ετών και τόσο ελκυστικός για τον κόσμο των επιχειρήσεων της Αμερικής όσο ένα αεροπλάνο φτιαγμένο από πηλό. Δεν μπορούσε να βρει δουλειά, δεν μπορούσε να προσελκύσει πελάτες. Από τη Schwinn είχε μεταβεί στη Huffy, κατόπιν στη Frontier Manufacturing Partners, έπειτα στην Alan Clay Consulting και τελικά κατέληξε στον καναπέ του σπιτιού του να παρακολουθεί σε DVD τα πρωταθλήματα του 2004 και του 2007 στα οποία είχαν νικήσει οι Ρεντ Σοκς. Τον αγώνα ενάντια στους Γιάνκις, στον οποίο κατάφεραν τέσσερα συνεχόμενα χόουμ ρανς. 22 Απριλίου 2007. Είχε παρακολουθήσει αυτά τα τεσσεράμισι λεπτά εκατό φορές και κάθε φορά ένιωθε κάτι σαν αγαλλίαση. Ένα αίσθημα δικαίου, τάξης. Ήταν μια νίκη που δεν μπορούσε ποτέ να ακυρωθεί. […] Όλα όσα ήθελε να κάνει τα είχε ήδη κάνει στο παρελθόν, οπότε γιατί να μην τα επαναλάμβανε; Μπορούσε. Έπρεπε μόνο η δέσμευσή του να είναι αδιάλειπτη. Έπρεπε μόνο να καταστρώσει ένα σχέδιο και να το εκτελέσει. Μπορούσε! Έπρεπε να πιστέψει πως μπορούσε. Φυσικά και μπορούσε. Αυτή η συμφωνία με τον Αμπντουλάχ έμοιαζε δεδομένη. Κανένας δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί το μέγεθος της Reliant, και τώρα είχαν και ένα αναθεματισμένο ολόγραμμα. Ο Άλαν θα έκλεινε τη συμφωνία, θα έπαιρνε το μερίδιό του, θα ξεπλήρωνε τα χρέη του στη Βοστόνη κι έπειτα θα συνέχιζε. Θα άνοιγε ένα μικρό εργοστάσιο, θα άρχιζε με χίλια ποδήλατα τον χρόνο και κατόπιν θα αύξανε την παραγωγή. Θα πλήρωνε τα δίδακτρα της Κιτ με τα ψιλά. Θα έδιωχνε τους μεσίτες, θα πλήρωνε για ό,τι είχε απομείνει στο σπίτι του, θα όργωνε τον κόσμο, ένας κολοσσός, με αρκετά λεφτά για να πει άντε γαμήσου εσύ, κι εσύ, κι εσύ.

Ο μοναχικός Κλέι έχει μειονεκτήματα που θα τα δει αμέσως ο επίσης ζορισμένος από πολλά αναγνώστης/πολίτης κρατών και μέλος κοινωνιών της δεκαετίας που διανύουμε, μα σίγουρα αυτός ο άντρας που λέει ότι με τα λεφτά με τα οποία θα πληρωθεί, αν πάνε καλά τα πράγματα, θα κάνει ένα εργοστάσιο και δεν ονειρεύεται αραλίκι με γκόμενες στην Καραϊβική δεν είναι τεμπέλης, φυγόπονος, άτιμος και σκάρτος.

Όσο ο Άλαν Κλέι, δυστυχής και μεθυσμένος από ένα άγνωστό του ποτό, ξένος ανάμεσα σε ξένους σε μια περίεργη χώρα με λεφτά που όμως δεν την λες και εξελιγμένη, ψαχουλεύει σαν μανιακός το εξόγκωμα στο σβέρκο του —ο αναγνώστης αυτό μπορεί, νομίζω, να το θεωρήσει αλληγορική αναφορά στο γενικότερο βάρος που κουβαλάει— και του χώνει μια τυχαία βελόνα για να το σπάσει, προβληματισμένος ή και σοκαρισμένος από την στα όρια της προσβολής στάση των Αράβων, με το στρες από την άκαρπη αναμονή να έχει κορυφωθεί και με την υποτιθέμενη ομάδα των συνεργατών του να λειτουργεί σαν παρεάκι και όχι σαν σοβαρό τεχνικό team —αφάσια πιτσιρίκια που βλέπουν λόγω ηλικίας και μόνο το ποτήρι της ζωής τους μισογεμάτο, με τα οποία τον χωρίζει άβυσσος μνήμης και νοοτροπίας, τεχνολογίας κλπ., καθώς οι νεαροί είναι τελευταίας σοδειάς κυβερνοφρικιά κι έχοντας αφήσει εκείνος πίσω του πλήθος από υποχρεώσεις και μισά πράγματα, την ζωή του την ίδια μισή—, και βέβαια και όσο κι εμάς μας έχουν φέρει ψυχοπλάκωμα οι απανωτές μούντζες της τύχης πάνω του, όσο η μοναξιά, η λουζεριά και η εμμονή του να κολλήσει εκεί, ενώ το πράγμα έδειχνε από την αρχή ριγμένο σε πέλαγα οικονομικών απόνερων, κι ενώ ένα σωσίβιο να πιαστεί ο ανθρωπάκος δεν φαινόταν πουθενά, τόσο βεβαιωνόμαστε (με κάπως χριστιανική διάθεση εγώ, το διαπιστώνω ότι ήταν στο βάθος τέτοια μα δεν με πειράζει ) για ένα πράγμα: ο Άλαν Κλέι δεν είναι σκαρταδούρα. Δεν είναι το αποκρουστικό, αγράμματο αρπακτικό, αυτό που θα βιαστεί να πει κάποιος ότι επίτηδες ο Έγκερς διάλεξε για κεντρικό ήρωα του βιβλίου του, σαν έναν ακόμα εκ των αρνητικών της λογοτεχνίας, προσβλέποντας έτσι σε εύκολες διδαχές· ούτε βέβαια είναι το αναίσθητο και αδίστακτο γέννημα της εποχής των ακροτήτων (κάπου πόλεμοι προκαλούν πολλαπλή και μεγάλη και σε αριθμούς και σε συνέπειες προσφυγιά, πνίγονται και πεινάνε παιδιά —ώς πότε τα παιδιά θα πληρώνουν την πολιτική μας βαρβαρότητα;— και κάπου αλλού οι άνθρωποι ακόμα και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης πρέπει να κάνουν δίαιτα, γιατί αρρωσταίνουν και πεθαίνουν από το φαγητό). Ο Κλέι, και όσοι και ό,τι εκπροσωπεί, δεν είναι ο δόλιος μικρομεταπράττης, ο χυδαίος loser, ο πονηρός εμποράκος της αρπαχτής, ο φαταούλας παρτάκιας που δικαίως έλκει μύρια όσα και που γι’ αυτόν θα λέγαμε, νομίζοντας ότι εμείς είμαστε καλύτεροι, Καλά να πάθει το ζώον, κάτι τέτοιοι ευθύνονται για τα χάλια μας.

Αυτός ο απελπισμένος και ηρωικά συμβιβασμένος πενηντάρης που σέρνεται στωικά στη θολή σκιά ενός σχεδίου, που έταζε γλυκούς καρπούς και ενίοτε τους έδινε, ο περαστικός απ’ αυτόν τον κόσμο άνθρωπος μιας τάξης που μάτωσε σε δουλειές από το πρωί ώς το βράδυ κι έκανε κάποια προκοπή, όμως επειδή στα κέντρα των αποφάσεων —ας είμαστε ειλικρινείς, εκεί δεν είχαν ποτέ καμιά δουλειά οι Κλέι— άλλα αποφάσιζαν αυτοί που τοποθετούνταν στα κουμάντα και γι’ αυτό οι όποιες καλές στιγμές γύριζαν μπούμερανγκ πάνω του, αυτός ο τυπάκος που επιμένει και μάχεται ακόμα σαν υπάλληλος μιας εταιρίας που τον έχει σαν αναλώσιμό της και τίποτα παραπάνω και έτσι τώρα ζητιανεύει τα ψίχουλα της προσοχής ενός επιχειρηματία-βασιλιά στο πουθενά της πλάσης μέσα στην άμμο και στην ζέστη, ε, λοιπόν ο Κλέι, δεν είναι ο μοχθηρός βλάκας, ο αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο θα χρεώσουμε το πλιάτσικο που έκαναν και κάνουν οι διάφοροι αετονύχηδες.

Ο Κλέι του Έγκερς —διαβάζοντας την ευρηματική μυθοπλασία αμιγώς πολιτικά πλέον αλλά χωρίς παρωπίδες, δηλαδή με έντονο προβληματισμό για την ανθρωπιά που θυσιάζεται στον βωμό του χρήματος— είναι η εκτός συμβατικών πολέμων (αυτοί, είπαμε, πλην κάποιων περιπτώσεων, γίνονται έξω και όχι στα εδάφη της Δύσης) παράπλευρη απώλεια των αδιάκοπων πειραματισμών που κάνει το σύστημα για να αλλάξει μορφή και για να γίνει καλύτερο (για πόσους και ποιους ακριβώς ανά ιστορική συγκυρία είναι κι αυτό μια μεγάλη συζήτηση που ο Έγκερς ανάμεσα στα άλλα αναδεικνύει σαν θέμα στο μυθιστόρημά του). Είμαστε εμείς. Και το μεγάλο ερώτημα του Έγκερς και άρα και του αναγνώστη, ημών όλων, καταλήγει να είναι: Ποιος θα νοιαστεί από δω και πέρα για όλες αυτές τις παράπλευρες απώλειες; Τους αμέτρητους Άλαν Κλέι; Εμάς;

Ο πρώτος μετασχηματισμός του συστήματος δεν άντεξε στους τραχείς κοινωνικούς κραδασμούς που κατέγραψε ήδη η Ιστορία και έτσι ακολούθησε ένας άλλος, κι ύστερα άλλος κ.ο.κ., με τη λογική της αναζήτησης ιδανικής φόρμας για να χωνεύει τις συγκρούσεις του, να βάζει σταθερά τον ερασμικό άνθρωπο στη βιτρίνα και να έχει πειστικά ως ευαγγέλιό του τις ίσες ευκαιρίες. Κάτι έγινε όμως και στράβωσε και πάει το γκλαμουράτο μεταφεουδαλιστικό μοντέλο της ευμάρειας για όλους. Πού πήγαν τουλάχιστον η γνώση και η σοφία, ο ουμανισμός, η αγάπη κι όλα αυτά τα ωραία; Μάλλον άτεχνα εφαρμοσμένο το σύστημά μας στην τελευταία, κεϊνσιανής αντίληψης φάση του, έδωσε —αυτό λέει μέσω Κλέι ο Έγκερς δίχως να μας εμπλέκει με ορολογίες — μια κλοτσιά στη διευρυμένη, παγκόσμια μεσαία τάξη που είχε φτιαχτεί κατ’ αναλογίαν της μεγαλοαστικής, καιρός ήταν άλλωστε, να είναι ευημερούσα και μορφωμένη —στη Δύση τουλάχιστον και στους δορυφόρους της—, χορτάτη, ενεργή, συμμέτοχη στις διεξόδους (τέχνες και γράμματα, ας πούμε, διασκέδαση και εκπαίδευση) και δικαιωματικά εφησυχασμένη ότι θα πορεύεται χωρίς χοντρές τρικλοποδιές και μεγάλους πολέμους πια.

Κι αυτό το μοντέλο όμως μάλλον κατάφερε να κάνει μια τρύπα στο νερό, αν κρίνουμε από το χαοτικό αποτέλεσμα και βλέποντας τις θεωρίες τσακισμένες από την αληθινή ζωή: διάλυση της τάξης-πυλώνα της οικονομίας με κατάργηση στην πράξη των Κλέι και των επαγγελμάτων τους στις χώρες τους, ξεπάτωμα των εθνικών τους βιομηχανιών και οικονομιών, ανοχή στο υβρίδιο που λέγεται Κίνα και είναι το φτηνό, φτηνιάρικο και, μη αναστρέψιμα ίσως, το πλέον ρυπογόνο εργοστάσιο-χώρα του πλανήτη. Κατάφερε να πέφτει δηλαδή αυτό το καταρχάς έξυπνο και πλατύ μετασύστημα από τη μια κρίση στην άλλη και, σαν επιστέγασμα των τεχνικών ατελειών του, ιδού και ο ηθικός του ξεπεσμός: τώρα καταβροχθίζει τους χρήσιμους και έντιμους Κλέι του. Κουφό στις φωτισμένες κριτικές των υποστηρικτών του, εκείνων που έχουν αφετηρία τον ουμανισμό, αυτό το σύστημα, αν και νοσεί, αντί να μπει στην εντατική και να σώσει ό,τι καλό πέτυχε, κατορθώνει να κυριεύει αλλού άλλους, πάμπλουτους μονάρχες που επενδύουν τα πετροδολάριά τους σε χρονοβόρα επενδυτικά έργα, υπερπόλεις αλά Ντουμπάι —σε χώρες που, για να μην ξεχνιόμαστε, οι γυναίκες είναι σάκοι του μποξ—, χρησιμοποιώντας τον πιο φτηνό πάροχο υπηρεσιών και όχι τον καλύτερο, προσθέτοντας έτσι κι άλλη τοξικότητα στα ήδη ανασφαλή περιβάλλοντα του παγκόσμιου οικονομικού αλαλούμ κι ενώ οι οικονομίες αλληλεπιδρούν τόσο ανταγωνιστικά και ανελέητα, που ανατρέπουν η μία την άλλη με ριπές χρηματιστηρίου μέσα σε εικοσιτετράωρα.

Οι Κλέι πληρώνουν σταθερά τα σπασμένα άλλων, και τώρα σκασίλα τους αυτών των άλλων, ας βαυκαλίζονται οι Κλέι όπου τύχει, στην έρημο και στα Τάρταρα. Ο δικός μας, γιατί σύντομα γίνεται οικείος και πολύ μάλιστα, Κλέι καταλαβαίνει τώρα πια πώς έχει στηθεί το παιχνίδι, μα στα πενήντα του δεν έχει περιθώρια για θεωρητικούρες. Τα δίδακτρα του παιδιού του εκεί πίσω στη λουσάτη Δύση δεν θα του τα δώσουν οι πολιτικοί, οι διανοούμενοι των θεωριών και τα απομεινάρια των ιδεολογικών στρατών που κονταροχτυπιούνται…

Δουλειά, κυρίες και κύριοι! Το ζητούμενο είναι σταθερά και διαχρονικά αυτό: δουλειές για όλους τους Κλέι εκεί όπου μένουν. Ο δικός μας Κλέι έχει αναγκαστεί να φύγει, να πάει στο πουθενά της άμμου και να περιμένει έναν Άραβα βασιλιά για να παίξει το τελευταίο του χαρτί. Κρατιέται με το ζόρι όρθιος για την κόρη του, θυμάται τη ζωή του με τα σκαμπανεβάσματά της, αναψηλαφεί τη σχέση με τον αυταρχικό πατέρα του, τυπικό εκπρόσωπο γενιών και γενιών εργατικών Αμερικανών που έβαλαν αγόγγυστα πλάτη στα τεράστια εργοστάσια και στις γιγαντιαίες βιομηχανίες της χώρας τους και φυσικά δεν μπορούν τώρα να δεχτούν —κι ούτε να ψειρίσουν— τα γιατί και τα πώς οι κόποι τους κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα επειδή εμφανίστηκαν, π.χ., οι δαιμόνιοι μεταμαοϊκοί Κινέζοι και οι δικοί τους κυβερνήσεις δεν έκαναν κάτι εγκαίρως, αναλογίζεται τον αποτυχημένο γάμο του με μια στρίγγλα, κάνει έναν πρόχειρο μα καταλυτικό απολογισμό, μετανιώνει για το χτες, φοβάται για το αύριο. Γαντζώνεται από το τίποτα. Αυτό έχει, το τίποτα, για να ελπίζει ένα κάτι.

Οι μέρες περνούν άκαρπες και ο Κλέι αρχίζει να βγαίνει από το ξενοδοχείο-καβούκι του. Γνωρίζει άλλους τρελαμένους Δυτικούς που δουλεύουν σε αυτή την αορίστως υπό ανέγερση πόλη και επίσης μερικούς επεισοδιακούς ντόπιους, αρχικά τον ατίθασο νεαρό Γιουσέφ που έχει παρατήσει τις σπουδές του στην Αλαμπάμα (ναι, ναι) και δουλεύει σαν οδηγός λιμουζίνας για ξένους, και μέσω αυτού βλέπει —και βιώνει σαν αληθινή εμπειρία που του αναλογεί από την τύχη και τη σύμπτωση του ταξιδιού του— μια τρελή πτυχή της μπουργκοφορεμένης αραβικής ενδοχώρας και ύστερα γνωρίζει και τη Ζάκρα Χακέμ, ντόπια γιατρό που με τα πολλά επισκέπτεται για το εξόγκωμά του. Αυτή τον φροντίζει καλά και σύντομα κι εκείνη του δείχνει ένα κρυφό πρόσωπο της Σαουδικής Αραβίας, αποκαλύπτοντάς του και το δικό της, μέσα από μια ερωτική σχέση που κρυφά και το χειρότερο κουτσά-στραβά κάνουν οι δυο τους. Όταν επιτέλους ο βασιλιάς έρχεται, ο κουρασμένος ακόμα και για έρωτες Κλέι για μιαν ακόμα φορά μένει εκτός παιχνιδιού.

Ο Έγκερς βάζει στην κρίση του αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας σελίδες τη διαδοχή των οικονομικών δεινών των τελευταίων χρόνων που έχει φέρει τον Κλέι, και όχι μόνον αυτόν, στην απελπισία, δίνοντας τον λόγο —για να μη φορτώσει κι άλλο και ψευτίσει έτσι τον ήρωά του— σε έναν τυχαίο συνταξιδιώτη του. Σε μια μόλις σελίδα αυτός περιγράφει τη βιομηχανική αποδυνάμωση των ΗΠΑ, το ήμισυ της όλης κατάστασης. Το άλλο συντελείται στην Ευρώπη. Ο άντρας μιλάει και γι’ αυτό το κομμάτι:

Ήταν καλά για λίγο, έτσι; τον είχε ρωτήσει. Πόσο κράτησε, καμιά τριανταριά χρόνια; Είκοσι μήπως, είκοσι δύο; Όμως έχει πλέον τελειώσει, χωρίς αμφιβολία, και τώρα είμαστε αναγκασμένοι να ακολουθήσουμε τη δυτική Ευρώπη και να μπούμε στην εποχή του τουρισμού και των εμπορικών καταστημάτων. Αυτό δεν ήταν το ρεζουμέ όσων είχε πει εκείνος ο άντρας στο αεροπλάνο; Κάτι τέτοιο. Δεν έλεγε να το βουλώσει και όλο έρχονταν τα ποτά. Έχουμε μετατραπεί σε οικόσιτες γάτες, είχε σχολιάσει. Έχουμε γίνει ένας λαός αναποφάσιστος, στενόχωρος, άτολμος. Δόξα τω Θεώ, οι πρώτοι Αμερικανοί άποικοι δεν μας έμοιαζαν. Ήταν αλλιώτικη ράτσα! Εκείνοι διέσχισαν τη χώρα πάνω σε κάρα με ξύλινους τροχούς! Κάποιοι τα τίναζαν κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, και οι υπόλοιποι μετά βίας σταματούσαν. Εκείνα τα χρόνια έθαβες τους νεκρούς σου και συνέχιζες να προχωράς. Ο άντρας, ο οποίος ήταν μεθυσμένος και ίσως και ανισόρροπος, είχε γεννηθεί, όπως ο Άλαν, την εποχή που άκμαζε η βιομηχανία παραγωγής αγαθών και κάποια στιγμή στην πορεία χάθηκε μέσα σε κόσμους που απομακρύνονταν από την κατασκευή πραγμάτων. Είχε βουτήξει στο τζιν με τόνικ και ήθελε να ξεκόψει από όλα. Πήγαινε στη Γαλλία για να αποσυρθεί κοντά στη Νίκαια, σε ένα μικρό σπίτι που είχε χτίσει ο πατέρας του μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και τέλος. Ο Άλαν είχε πάει με τα νερά του και είχαν ανταλλάξει μερικές απόψεις σχετικά με την Κίνα, την Κορέα, το να φτιάχνεις ρούχα στο Βιετνάμ, την άνοδο και την πτώση της βιοτεχνίας ενδυμάτων στην Αϊτή, την τιμή ενός καλού δωματίου στο Χαϊντεραμπάντ. Ο Άλαν είχε ασχοληθεί λίγες δεκαετίες με τα ποδήλατα κι έπειτα καταπιάστηκε με καμιά ντουζίνα περίπου άλλες δουλειές, ως σύμβουλος, βοηθώντας επιχειρήσεις να επιβιώσουν μέσα στην ανελέητη παραγωγικότητα, στα ρομπότ, στη λιτή παραγωγή, τέτοιου είδους πράγματα. Και παρ’ όλα αυτά χρόνο με το χρόνο υπήρχε όλο και λιγότερη δουλειά για ανθρώπους όπως αυτός. Η κατασκευή προϊόντων σε αμερικάνικο έδαφος είχε τελειώσει. Πώς μπορούσε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε άλλος να επιχειρηματολογήσει υπέρ ενός κόστους πέντε ή δέκα φορές μεγαλύτερου από όσο ήταν στην Ασία; Και όταν οι μισθοί στην Ασία έφτασαν σε ασύμφορα επίπεδα —πέντε δολάρια ας πούμε—, ήρθε η σειρά της Αφρικής. Οι Κινέζοι έφτιαχναν ήδη αθλητικά παπούτσια στη Νιγηρία. Ο Τζακ Γουέλτς είχε πει ότι η βιομηχανία θα έπρεπε να βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, κυκλώνοντας την υφήλιο σε αναζήτηση των οικονομικότερων συνθηκών παραγωγής, και ο κόσμος έμοιαζε να έχει ακολουθήσει τις συμβουλές του κατά γράμμα. Ο άντρας στο αεροπλάνο ούρλιαζε διαμαρτυρόμενος: Θα έπρεπε να έχει σημασία πού κατασκευάζεται κάτι! Ωστόσο ο Άλαν δεν ήθελε να αφεθεί στην απελπισία, δεν ήθελε να παρασυρθεί από τη δυσφορία του συνεπιβάτη του. Ο Άλαν ήταν αισιόδοξος, δεν ήταν; Τουλάχιστον αυτό υποστήριζε. Δυσφορία. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσε ο άντρας ξανά και ξανά. Το μαύρο χιούμορ είναι υπεύθυνο. Τα αστεία! ούρλιαζε ο άντρας. Τα άκουγα στη Γαλλία, στην Αγγλία, στην Ισπανία. Και στη Ρωσία! Οι άνθρωποι γκρίνιαζαν για τις άχρηστες κυβερνήσεις τους, για τη δομική και μη αναστρέψιμη δυσλειτουργία των χωρών τους. Και στην Ιταλία! Η πικρία, η έπαρση της παρακμής. Υπήρχε παντού, τώρα υπάρχει και σε εμάς. Αυτός ο ζοφερός σαρκασμός. Αυτός είναι ο δολοφόνος, το ορκίζομαι στον Θεό. Αυτός είναι το σημάδι ότι έχεις πέσει κάτω και δεν πρόκειται να ξανασηκωθείς! Ο Άλαν τα είχε ακούσει αυτά και άλλες φορές και δεν ήθελε να τα ακούσει ξανά. Φόρεσε τα ακουστικά του και έβλεπε ταινίες σε όλη την υπόλοιπη πτήση.

Από τη στιγμή που, επισήμως πια, ο Αμπντουλάχ απορρίπτει την αμερικανική προσφορά και επιλέγει το φτηνό, τα περιθώρια για τον Κλέι στενεύουν κι άλλο. Ο μπίζνεσμαν βασιλιάς, που δεν έχει να δώσει, προφανώς, λόγο σε κανέναν —γιατί αυτός έχει τα πετρέλαια—, με τους σικάτους και τέλεια αγγλικά Αμερικής ομιλούντες συμβούλους του κλείνουν την πολυπόθητη συμφωνία με τους κατά πολύ φτηνότερους Κινέζους — και, όχι, δεν είναι καθόλου για γέλια αυτό. Ανέκδοτα με Κινέζους που αλωνίζουν όλη την υφήλιο με τα προϊόντα τους κι ας είναι της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη και μας έχουν κλείσει τα μαγαζάκια στις χώρες μας δεν αντέχει πια το πετσί κανενός μας.

Ο Κλέι μένει μόνος να πρέπει να αντιμετωπίσει τη δύση, τη δυτικής κοπής δύση της όποιας επιχειρηματικής και επαγγελματικής ζωής του. Όμως (κι εκεί βρίσκεται η πεμπτουσία, η φιλοσοφία του ωραίου βιβλίου του Έγκερς) ο Κλέι ίσως ανατρέψει την αρχική πεσιμιστική αναγνωστική πρόβλεψη. Ο ταπεινός και ανώνυμος Κλέι μας, ίσως, δεν μεταμορφωθεί σε καφκικό έντομο! Η απελπισία του, που ένα της μέρος ανανεώνεται ξανά και ξανά από την τοξικότητα της κοινωνίας στην οποία ανήκει και όχι από τον ίδιο —δεν είναι καταθλιπτικός ο άνθρωπος αλλά θλιμμένος από την ανημποριά του κι από τα αυτονόητα που του στερούν οι συγκρούσεις άλλων—, έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που, κόντρα σε κάθε λογική, τείνει να ανακαλύψει-γεννήσει ένα είδος αλλόκοτης ψυχικής δύναμης στα όρια της τρέλας που ίσως του δώσει λόγο να πολεμήσει αλλιώς τώρα πια για το δικαίωμά του να έχει (κάπου, μια) δουλειά.

Εμείς παρακολουθούμε τις κινήσεις του με κομμένη την ανάσα, χωρίς να ξέρουμε από κει και πέρα τι ακριβώς ή πώς θα το κάνει, αν θα κάνει κάτι, δίχως να ξέρουμε αν μας παίρνει να τον λυπηθούμε που ίσως γίνεται ένας μετανάστης από την ανάποδη [3] (γιατί Κορτέζ, και να ’θελε, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει, αλίμονο), ή αν καλά θα κάναμε να του πούμε, «Μπράβο, ρε Κλέι, ο πλανήτης (πρέπει να μπορεί να) δίνει σε όλους, πάλεψέ το κι ό,τι είναι να γίνει θα γίνει».

 

Και με αυτά σταματώ εδώ και μην αναρωτιέστε γιατί φαγώθηκα, μέσα από τις σε δημόσια θέα και αφημένες σε κάθε κριτική —εννοείται, πάντα— αμπελοφιλοσοφικοπολιτικολογίες μου, να διαβάσετε ένα σκληρό και πικρό, όμως έντιμο, πολιτικό βιβλίο (αν σας πω τι θεωρώ ως δια ταύτα του θα χαλάσω την ατμόσφαιρά του και δεν θέλω) που δεν έχει έναν, βρε αδερφέ, μεγάλο έρωτα να ανθίζει μπλα-μπλα στη Μικρασία μας φέρ’ ειπείν, στην Κατοχή και στον Εμφύλιό μας μπλα-μπλα —αν και ο Ισπανικός εμφύλιος είχε πάντα το λογοτεχνικό προβάδισμα στο ρομαντικόν του πράγματος— για να ξεφύγετε από τα ζόρια της καθημερινότητας ή καναδυό φόνους να σπαζοκεφαλιάσετε ωραία και δημιουργικά και να περάσετε εσείς καλά κι άλλοι καλύτερα. Είναι προφανές, φίλοι, έτσι πιστεύω, για ποιο λόγο χρειάζεται τώρα περισσότερο από πριν να διαβάζουμε, όσο ακόμα το μπορούμε, ανεξάρτητη (δηλαδή μη προσηλυτιστική), ανθρωποκεντρική πολιτική λογοτεχνία, ένα ενδιαφέρον και αποδεδειγμένα αφυπνιστικό είδος που βγαίνει πια με το σταγονόμετρο. Πιο προφανές δεν γίνεται.

 

[1] Ξεσκονίζουμε τα αγγλικά μας, διαβάζουμε εδώ για τον πολυπράγμονα Ντέιβ Έγκερς και βγάζουμε τα δικά μας συμπεράσματα.

[2] Το 1776, όταν στις 4 Ιουλίου εκδίδεται στις ΗΠΑ η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίαςάρα αρχίζουν και οι ιστορικοί να μετρούν ομόσπονδη Ιστορία της νέας, μεγάλης και εύρωστης δύναμης—, η Ευρώπη έχει ήδη κάνει την κύρια δομική στροφή της από τη φεουδαρχία στην πρωτοκαπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής (οι απαρχές του εμπορικού καπιταλισμού τοποθετούνται στον 15ο και 16ο αιώνα) και επίσης έχει διαιρεθεί το κέντρο βάρους της ευρωπαϊκής οικονομίας σε πολλά καινούρια και εξίσου σημαντικά κέντρα, τα οποία απλώνονται προς τη Βόρεια Ευρώπη, τη Μαύρη Θάλασσα αλλά και στον Ατλαντικό τώρα πια, με μικρή σχετικά ημερολογιακή απόσταση μεταξύ τους. Εντούτοις, αυτό εμείς ας το κρατήσουμε απλώς σαν έναν ημερολογιακό μπούσουλα δίχως να μπούμε σε ιστοριογραφικές λεπτομέρειες, για να καταλάβουμε πως πάντα θα γίνονται ομαλές ή ταραχώδεις μεταβάσεις από ένα σύστημα στο επόμενο — και αυτό είναι νομοτελειακό.

[3] Ολοένα και περισσότεροι Δυτικοί άνθρωποι, νέοι που δεν είναι αφάσια κυβερνοφρικιά, φορτωμένοι με τα καλά της εκπαίδευσης και του πολιτισμού των ανεπτυγμένων χωρών τους, αναζητούν με ειρηνικούς τρόπους το περιβόητο καλύτερο αύριο στις μέχρι τώρα αποικίες των κρατών τους, σαν σύγχρονοι κομιστές θαυμαστού πολιτισμού, δηλαδή περισσότερο ενεργώντας και λιγότερο ως ο τύπος ή του παθητικού μετανάστη που ψάχνει να βρει χαμαλοδουλειά ή του κονκισταδόρ και τυχοδιώκτη που δεν λογαριάζει τίποτα. Η «μετανάστευση» αυτή μόνο χαζή δεν είναι στη βάση της και, αν γινόταν οργανωμένα και από την πλευρά εκείνου που στέλνει αλλά και εκείνου που δέχεται ανθρώπους, πολλά και διεθνή θα ήταν τα οφέλη, κατά την ταπεινή μου γνώμη.