Χρήμα και ελευθερία

P
Νίκος Ψαρρός

Χρήμα και ελευθερία

Όλες οι ευρέως αποδεκτές σύγχρονες οικονομικές θεωρίες συμφωνούν ότι το χρήμα επιτελεί τέσσερις βασικές οικονομικές λειτουργίες: είναι η λογιστική μονάδα του κρατικού ισολογισμού, το γενικό μέσο ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών, το μέσο αποθησαυρισμού (δηλαδή, δημιουργίας περιουσίας) και η μονάδα προσδιορισμού και αποπληρωμής χρεών (διαπροσωπικών και διακρατικών). Μία σήμερα επικρατούσα σχολή οικονομικής σκέψης, ο Χαρτισμός (Cartalism), θεωρεί ότι αυτό που χαρακτηρίζει το χρήμα είναι η λειτουργία του ως λογιστική μονάδα, ενώ το αντίπαλο δέος στον χώρο της οικονομικής θεωρίας, ο Μεταλλισμός (Metallism), διδάσκει ότι η λειτουργία του ως γενικού μέσου ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών είναι αυτό που προσδιορίζει την φύση του.

Όμως μια πιο αντικειμενική —μια φιλοσοφική— ματιά μάς δείχνει ότι και οι δύο αυτοί ορισμοί της φύσης του χρήματος είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς — κατά τη γνώμη μου, δε, εντελώς εσφαλμένοι. Ο λόγος είναι ότι κανείς από τους δύο δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί οι συγκεκριμένες τέσσερις λειτουργίες είναι αναγκαίες και ικανές για τον διεξοδικό χαρακτηρισμό της φύσης του χρήματος, αλλά ούτε και γιατί αυτές οι τέσσερις βασικές λειτουργίες αποδίδονται στο χρήμα και μονό σε αυτό. Το μόνο που μπορούμε να συμπεράνουμε από το γεγονός ότι προσδίδονται στο χρήμα είναι ο εξής: οι τέσσερις βασικές λειτουργίες ούτε μεμονωμένα αλλά ούτε και όλες μαζί αποτελούν την «ειδοποιό διαφορά» που προσδιορίζει τη φύση του χρήματος — δηλαδή, οι τέσσερις βασικές λειτουργίες του χρήματος δεν χαρακτηρίζουν τη φύση του, αλλά προσδιορίζονται από αυτή.

Αυτό που συνδέει τις τέσσερις βασικές λειτουργίες του χρήματος είναι ότι σε όλες το χρήμα είναι ένα εργαλείο μέτρησης: το χρήμα ως κρατική λογιστική μονάδα μετρά το ύψος των υποχρεώσεων προς το κράτος, δηλαδή των φόρων, των δασμών κλπ., ως γενικό μέσο ανταλλαγών μετρά την ανταλλακτική αξία ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας, ως μέσο αποθησαυρισμού μετρά το μέγεθος αυτού του θησαυρού και ως μέσο προσδιορισμού χρέους μετρά το ύψος του χρέους. Η χρήση του χρήματος ως «ελβετικού σουγιά» για τη μέτρηση όλων αυτών των ειδών οικονομικών μεγεθών μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όλα τους έχουν μία κοινή βάση, που είναι το αντικείμενο προσδιορισμού μέσω του χρήματος και την οποία ονομάζω «απλή αξία» (απλή υπό την έννοια ότι δεν έχει κανέναν εγγύτερο ποιοτικό προσδιορισμό).

Όμως η απλή άξια δεν μπορεί να είναι μια πρωτόγονη ιδιότητα των οικονομικών αγαθών, επειδή στην περίπτωση αυτή θα ήταν, πρώτον, μία μυστηριώδης και ακατάληπτη ιδιότητα και, δεύτερον, θα μπορούσε να διαμοιραστεί μόνο ποσοτικά, κάτι που θα την καθιστούσε αποκλειστικά αντικείμενο της λεγόμενης διανεμητικής δικαιοσύνης (distributive justice), δηλαδή της δικαιοσύνης που αποσκοπεί στο να μοιραστεί κάτι ισόποσα ανάμεσα στους αντιδίκους. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα απαιτεί όμως να υπόκεινται οι αξίες των πραγμάτων και στη λεγόμενη διορθωτική ή αμοιβαία δικαιοσύνη (commutative justice), δηλαδή στη δικαιοσύνη που αποσκοπεί και στην ηθική εξισορρόπηση των αιτημάτων των αντιδίκων. Από αυτό συνεπάγεται ότι η απλή άξια έχει και μια ποιοτική πτυχή, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί ως γραμμικά αθροιζόμενο μέγεθος (στη θεωρία της μέτρησης αυτό ονομάζεται εκτατικό μέγεθος). Επομένως, η απλή αξία είναι η προβολή στον κόσμο των εκτατικών μεγεθών μίας θεμελιώδους ιδιότητας των αντικειμένων που εμπίπτουν στη σφαίρα της οικονομίας, η οποία έχει τον χαρακτήρα ενός λεγόμενου «εντατικού» μεγέθους, ενός μεγέθους που επιτρέπει τον προσδιορισμό ποιοτικών διαφορών ως ποσοτικών.

Ο Marx, βασιζόμενος στον Locke, προσδιόρισε αυτή τη θεμελιώδη ιδιότητα ως ποσότητα της ανθρώπινης εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου πράγματος, οι κλασικές οικονομικές θεωρίες (Smith, Say, Ricardo) την ανάγουν σε ένα πολυδιάστατο μίγμα υλικών συνιστωσών —εργασία, παραγωγή αξίας από την γη, πρόσοδοι από δικαιώματα κ.ο.κ.—, οι δε φυσιοκράτες, που ως σχολή έχουν εκλείψει σήμερα, θεωρούσαν ως θεμελιώδη ιδιότητα της αξίας αποκλειστικά τη φυσική ικανότητα της γης να παράγει τρόφιμα. Όλοι αυτοί οι προσδιορισμοί είναι προβληματικοί επειδή ανάγουν τη ζητούμενη θεμελιώδη ιδιότητα σε μια υλική και γεγονοτική βάση, αγνοώντας έτσι τη ρυθμιστική και ηθική διάσταση της οικονομίας.

Είμαι της άποψης ότι αυτό που εκπληρώνει καλυτέρα τις απαιτήσεις του ζητουμένου θεμελίου της αξίας δεν είναι τίποτε άλλο —και τίποτα λιγότερο— από την ανθρώπινη ελευθερία.

Αυτό μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται παράξενο, γιατί συνήθως θεωρούμε την ελευθερία κάτι ανεξάρτητο από τον υλικό μας κόσμο, αλλά μία προσεκτική ανάλυσή της μας δείχνει ότι η ανθρώπινη ελευθερία είναι, πρώτον, θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, δεύτερον, είναι πραγματικό (και όχι δυνητικό) χαρακτηριστικό της, τρίτον, απαιτεί για την πραγματοποίησή της την έμπρακτη ανθρώπινη αλληλεπίδραση με τον υλικό κόσμο και, τέταρτον, η «εμβέλειά» της στον υλικό κόσμο μπορεί να περιοριστεί η να επεκταθεί και ποιοτικά και ποσοτικά.

Ένας από τους βασικούς παράγοντες που προσδιορίζουν τον βαθμό του περιορισμού η της επέκτασης της ανθρωπινής ελευθερίας είναι το ισχύον πλαίσιο δίκαιου μιας κοινωνίας, το όποιο ρυθμίζει την άσκηση της προσωπικής ελευθερίας των μελών της εκδίδοντας άδειες. Οι άδειες αυτές είτε εκδίδονται τυπικά από τις κρατικές Αρχές, είτε σε ορισμένες περιπτώσεις γίνονται αποδέκτες κατά συνθήκην από την κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό, το χρήμα μπορεί να οριστεί ως ένα είδος τυπικής αδείας εκδιδόμενης από το κράτος και αποδεκτής από την κοινωνία, με ισχύ περιορισμού της υλικής πτυχής της ανθρώπινης ελευθερίας, η οποία ρυθμίζει, αφενός, την εκπλήρωση υλικών υποχρεώσεων των φυσικών και νομικών προσώπων απέναντι στο κράτος (φόροι, τέλη, εισφορές) και, αφετέρου, την πρόσβαση ενός φυσικού ή νομικού πρόσωπου σε υλικούς πόρους και υπηρεσίες προσφερόμενες από άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, σε σχέση με την ικανότητα του προσώπου αυτού να προσφέρει ως αντάλλαγμα υλικούς πόρους η υπηρεσίες προς άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

Η επιμέρους μορφή αυτών των αδειών, οι οποίες αναγνωρίζονται ως χρήμα εντός ενός συγκεκριμένου κρατικού η διακρατικού πλαισίου, καθορίζει το ισχύον νόμισμα που κυκλοφορεί στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η δε απλή αξία ενός πράγματος, μίας υπηρεσίας ή μίας υποχρέωσης καθορίζεται από το μέγεθος της επίπτωσης που έχει η παραγωγή του συγκεκριμένου πράγματος, η εκτέλεση της υπηρεσίας ή η εκπλήρωση της υποχρέωσης στην προσωπική ελευθερία των ανθρώπων, οι όποιοι ζουν σε ένα συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο. Το μέγεθος της απλής αξίας εκφράζεται ως τιμή του συγκεκριμένου αντικειμένου, ούτως ώστε εντός ενός συγκεκριμένου νομικού πλαισίου αντικείμενα με την ίδια τιμή να έχουν την ιδία επίπτωση στην προσωπική ελευθερία των ανθρώπων που υπόκεινται σε αυτό.

Από αυτήν τη θεώρηση μπορούμε να εξαγάγουμε μερικά σημαντικά πρακτικά συμπεράσματα:

Πρώτον, το χρήμα είναι ένα εργαλείο μέτρησης της ανθρώπινης ελευθερίας στον βαθμό που η ελευθερία είναι ένας θεμελιώδης παράγοντας για την πραγματοποίηση της ανθρώπινης ζωής. Αυτό σημαίνει ότι η ολοκληρωτική στέρηση χρηματικών πόρων σε έναν άνθρωπο ισοδυναμεί με ολοκληρωτικό περιορισμό του, κάτι που υπό κανονικές συνθήκες είναι απαράδεκτο να επιτραπεί και συνεπάγεται αφενός μεν την ηθική υποχρέωση κάθε ανθρώπου να αφήσει σε κάθε συνάνθρωπό του ένα ελάχιστο «μέρισμα» ελευθερίας εκπεφρασμένο ως απλή αξία. (Με άλλα λόγια, η οικονομική δουλεία είναι ανήθικη και εγκληματική ακόμα και στη λεγόμενη «φυσική κατάσταση», δηλαδή εν απουσία κρατικής εξουσίας). Αφετέρου δε, στο πλαίσιο μιας συντεταγμένης πολιτείας υπό το κράτος δίκαιου, η πολιτεία έχει την υποχρέωση να διατηρήσει έναν ελάχιστο χώρο προσωπικής ελευθερίας θεσπίζοντας ένα υπό όρους εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα.

Δεύτερον, αντίθετα προς τη γνώμη μερικών διεθνώς διάσημων —και διαβόητων— vulgar κεϊνσιανών οικονομολόγων (τα ονόματα είναι, υποθέτω, γνωστά), αυτή η θεώρηση εξηγεί για ποιο λόγο η ανοχή ή η στόχευση ενός υψηλού επιπέδου πληθωρισμού δεν είναι μόνον αναποτελεσματική όσον αφορά την επίτευξη μιας πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και ανήθικη, επειδή περιορίζει την υλική ελευθερία των κατοίκων ενός κράτους — και γιατί η παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ δεν είναι μόνο το πιο κατάλληλο εργαλείο για την επίτευξη μιας οικονομικής ανάπτυξης, αλλά πρωτίστως μία από τις πιο υψηλές ηθικές και πολιτικές υποχρεώσεις της ως κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

[ Εικονογράφηση: Braski ].