Η Άννα προσπαθεί να διαβάσει

C
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Η Άννα προσπαθεί να διαβάσει

«Χτες έλαβα μια κασόνα βιβλία απ’ του Γκοτιέ. Όχι, δεν θα πλήξω», είπε η Άννα.

Όλοι οι ευτυχισμένοι αναγνώστες μοιάζουν ο ένας με τον άλλο, ο κάθε δυστυχισμένος όμως είναι δυστυχισμένος κατά τον δικό του τρόπο. Η αντίθεση ευτυχισμένου και δυστυχισμένου αναγνώστη διατρέχει την «Άννα Καρένινα» του Τολστόι από την αρχή έως το τέλος της και, παρόλο που προφανώς δεν είναι ουσιώδης για την κατανόηση του νοήματος και για τη σύλληψη της αρχιτεκτονικής του μυθιστορήματος, μπορεί ωστόσο να είναι ενδεικτική. Ολόκληρο το έργο, εξάλλου, είναι δομημένο πάνω σε ορισμένες αντιθέσεις που κυριαρχούν, έτσι κι αλλιώς, στη σκέψη του Ρώσου συγγραφέα. Η αντίθεση μεταξύ της ζωής στην πόλη και της ζωής στην ύπαιθρο, μεταξύ αστικού και αγροτικού περιβάλλοντος με άλλα λόγια, και η αντίθεση μεταξύ ερωτικής αποκλειστικότητας και ερωτικής ελευθερίας, μεταξύ γάμου και πάθους θα λέγαμε, είναι οι δύο βασικότερες από αυτές. Η αντίθεση φωτός και σκότους άλλη μία.

Μάλιστα [spοiler alert, αναγνώστη!] το τραγικό, και λυτρωτικό, τέλος της Άννας Καρένινα  δίνεται από τον Τολστόι με μία μεταφορά που χρησιμοποιεί ως όχημά της τόσο την ανάγνωση όσο και την αντίθεση φωτός-σκότους που ήδη αναφέραμε. Η ζωή της Άννας θεωρείται ένα βιβλίο «γεμάτο ανησυχίες» (διατύπωση που δεν μπορεί παρά να μας φέρει στον νου «Το βιβλίο της ανησυχίας» του Φερνάντο Πεσσόα), το οποίο, μια στιγμή πριν απ’ το τέλος, αστράφτει με μια λάμψη που καταυγάζει επιτέλους τα πάντα, για να σκοτεινιάσει αμέσως μετά οριστικά (φράση που κι αυτή, με τη σειρά της, δεν μπορεί παρά να φέρει στον νου του Έλληνα αναγνώστη το σολωμικό «άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιος τον εαυτό του»):

Και το κερί, που κάτω απ’ το φως η Άννα διάβαζε το γεμάτο ανησυχίες, απάτες, πίκρες και κακίες βιβλίο, άστραψε με μια λάμψη πολύ πιο ζωηρή από οποιαδήποτε άλλη φορά, της φώτισε όλα κείνα που πρωτύτερα βρίσκονταν μέσα στο σκοτάδι, τρεμούλιασε, άρχισε να σκοτεινιάζει κι έσβησε για πάντα.

Η Άννα Καρένινα δεν είναι η μόνη, είναι όμως η πιο βασανισμένη αναγνώστρια μες στο μυθιστόρημα, αυτή που εκδηλώνει, με άλλα λόγια, τη μεγαλύτερη αδυναμία συγκέντρωσης στο βιβλίο που κρατά κάθε φορά στα χέρια της. Στην πρώτη της εμφάνιση ως αναγνώστρια τη βρίσκουμε να ανοίγει, μέσα στο τρένο που τη φέρνει από τη Μόσχα πίσω στην Πετρούπολη, ένα αγγλικό ρομαντικό μυθιστόρημα και να προσπαθεί να το διαβάσει. Αποδεικνύεται ωστόσο πως η Άννα δεν είναι αναγνώστρια παντός καιρού και παντός τόπου:

Πρώτα-πρώτα την ενοχλούσε η φασαρία που ’κανε ο κόσμος μπαινοβγαίνοντας. Ύστερα, όταν το τρένο ξεκίνησε, δεν μπορούσε να μην προσέχει στους ήχους. Αργότερα, το χιόνι που χτυπούσε στο αριστερό παράθυρο και κολλούσε στο τζάμι κι ο ελεγκτής που πέρασε βιαστικός, κουκουλωμένος ζεστά κι απ’ τη μια πλευρά καταχιονισμένος, κι οι ομιλίες που άκουγε για τη δυνατή χιονοθύελλα που ξέσπασε, τραβούσαν την προσοχή της. Όσο προχωρούσαν, εξακολουθούσαν όλο τα ίδια και τα ίδια· το ίδιο τράνταγμα, οι ίδιοι χτύποι, το ίδιο χιόνι στο παράθυρο, οι ίδιες γοργές μεταπτώσεις, απ’ τη ζέστη του ατμού στο κρύο. Τα ίδια πρόσωπα στο μισόφωτο μέσα και οι ίδιες φωνές.

Θα περάσει αρκετή ώρα έτσι, μέχρι να κατορθώσει να τραβήξει το μυαλό της από τους ποικίλους εξωτερικούς περισπασμούς και να συγκεντρωθεί κάπως στο βιβλίο της για να αρχίσει να καταλαβαίνει εκείνο που διαβάζει. Ούτε και τώρα όμως θα μπορέσει να απολαύσει την ανάγνωση. Ο πόθος για ζωή που αισθάνεται να την πλημμυρίζει και, ταυτόχρονα, να γλιστράει, όπως το τρένο στις ράγες του, μέσα από τις χούφτες της την αναγκάζουν να παίρνει πολύ προσωπικά εκείνα που διαβάζει — που δεν είναι πάντα ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος ανάγνωσης:

Αν έξαφνα διάβαζε πως η ηρωίδα του μυθιστορήματος περιποιόταν κάποιον άρρωστο, ήθελε να ’ταν αυτή, και με αθόρυβα βήματα να κυκλοφορεί στο δωμάτιο του αρρώστου. Αν διάβαζε πως κάποιος βουλευτής αγόρευε, ήθελε να ’ταν αυτή στη θέση του. Ή πως η λαίδη Μαίρη πήγαινε καβάλα πίσω απ’ το κοπάδι και πείραζε τη νύφη της και προξενούσε κατάπληξη σ’ όλους με την τόλμη της, όλ’ αυτά θα ’θελε να τα ’κανε κείνη. Όμως τίποτα δεν είχε να κάνει, και για τούτο, παίζοντας τον χαρτοκόπτη στα χέρια της, έβανε τα δυνατά της να διαβάσει.

Η πραγματική αιτία όμως αυτής της αδυναμίας συγκέντρωσης στο βιβλίο της εκ μέρους της Άννας Καρένινα είναι, όπως αποδεικνύεται, άλλη: η σκέψη της γυρίζει διαρκώς στη βραδινή της συνάντηση μ’ έναν άντρα, τα καθέκαστα της οποίας επαναλαμβάνει ξανά και ξανά στο μυαλό της προσπαθώντας να ξεδιαλύνει τα συναισθήματά της και το μερίδιο προσωπικής ευθύνης που της αναλογεί:

Χαμογέλασε περιφρονητικά και ξαναπήρε το βιβλίο. Όμως, τώρα πια, οριστικά, δεν μπορούσε να καταλάβει κείνο που διάβαζε.

Θα περάσει πολύς καιρός, όλα θα αλλάξουν, η Άννα θα εγκαταλείψει τον άντρα της, θα εγκαταλείψει την Πετρούπολη και θα ζήσει με τον εραστή της στο χωριό, προτού καταφέρει, για ένα μικρό έστω χρονικό διάστημα, να συγκεντρωθεί στα βιβλία που πιάνει στα χέρια της και να γίνει πάλι η αναγνώστρια που υπήρξε:

Διάβαζε πολύ και μυθιστορήματα και σοβαρά βιβλία, από κείνα που ήταν της μόδας. Έγραφε και της έστελναν όλα κείνα τα βιβλία, που αναφέρονταν επαινετικά στις εφημερίδες και στα περιοδικά του εξωτερικού που λάβαινε, και τα διάβαζε με τόση προσοχή, που μονάχα στη μοναξιά μπορεί κανείς να διαβάσει. Εκτός απ’ αυτό, όλα τα ζητήματα, με τα οποία ασχολιόταν ο Βρόνσκη, η Άννα τα μελετούσε στα βιβλία και στα ειδικά περιοδικά. [...] Το διάβασμα του ενός βιβλίου κατόπιν του άλλου γέμιζε τον καιρό της.

Ο Καρένιν, ο απάνθρωπα άμεμπτος και ταυτόχρονα δυστυχής σύζυγος της Άννας, είναι, στην αρχή τουλάχιστον, πιο ευσυνείδητος, συγκεντρωμένος και τακτικός αναγνώστης από εκείνη: κάθε βράδυ, πριν αποσυρθεί στο δωμάτιό του για να κοιμηθεί, διαβάζει ώς τη μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα καμιά φορά, όχι τόσο χάριν της απόλαυσης που προσφέρει η ανάγνωση, αλλά επειδή θεωρεί υποχρέωσή του να παρακολουθεί καθετί που εμφανίζεται στην πνευματική σφαίρα. Τα βιβλία που κυρίως τον ενδιαφέρουν είναι έργα πολιτικά, φιλοσοφικά και θεολογικά, διαβάζει όμως και ό,τι άλλο συζητιέται κατά καιρούς από τους ανθρώπους του κύκλου του, μυθιστορήματα και ποιήματα που, στην πραγματικότητα, ελάχιστα τα καταλαβαίνει και καθόλου δεν τον συγκινούν. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, η τροπή του γάμου του με την Άννα, και κυρίως ο κοινωνικός αντίκτυπος αυτής της μεταβολής, θα δυσχεράνει και τη δική του ικανότητα συγκέντρωσης:

Σαν γύρισε σπίτι του, τράβηξε ίσια στο γραφείο του, όπως έκανε πάντα, κάθισε στην πολυθρόνα, άνοιξε το βιβλίο Περί Παπισμού, που διάβαζε —στο σημάδι που είχε βάλει με τον χαρτοκόπτη—, και διάβασε, κατά τη συνήθειά του, ίσαμε τη μία μετά τα μεσάνυχτα. Μονάχα κάπου κάπου έτριβε το ψηλό μέτωπό του και τίναζε το κεφάλι, σαν κάτι ν’ απόδιωχνε.

Και τα πράγματα πρόκειται να χειροτερέψουν πολύ περισσότερο ακόμα:

Ο Καρένιν είπε να του φέρουν το τσάι σύντομα και, παίζοντας με τον χαρτοκόπτη, προχώρησε και σταμάτησε μπροστά στην πολυθρόνα, που ήταν αναμμένη η λάμπα και τον περίμενε το αρχινισμένο γαλλικό βιβλίο για τις αρχαίες επιγραφές. [...] Κάθισε βιαστικά στην πολυθρόνα και άνοιξε το βιβλίο. Άρχισε να διαβάζει, όμως στάθηκε αδύνατον να ξαναβρεί μέσα του το αλλοτινό ζωηρό ενδιαφέρον του για τις αρχαίες επιγραφές. Κοίταζε το βιβλίο και σκεφτόταν άλλα. [...] Καθώς σουλάτσαιρνε στο δωμάτιο, ξανάριξε μια ματιά στο πορτρέτο της Άννας, κατσούφιασε και χαμογέλασε περιφρονητικά. Κάθισε και διάβασε λίγο τη μελέτη για τις αρχαίες επιγραφές, κατορθώνοντας ν’ ανανεώσει και να συγκεντρώσει όλο του το ενδιαφέρον και την προσοχή γι’ αυτές, και στις έντεκα πήγε να πλαγιάσει.

Τα πάθη και οι καημοί του έρωτα επηρεάζουν την αναγνωστική συμπεριφορά ακόμα και του πιο αδιάφορου αναγνώστη που εμφανίζεται μες στο μυθιστόρημα του Τολστόι, ο οποίος, τη μοναδική φορά που ανοίγει ένα βιβλίο για να το διαβάσει, το τοποθετεί μες στο άδειο πιάτο του, καθώς περιμένει να τον σερβίρουν, και στην πραγματικότητα το κοιτάζει μόνο και μόνο για να αποφύγει τις ανεπιθύμητες κουβέντες με τους άλλους θαμώνες της λέσχης όπου τρώει: «Μα δε διάβαζε, παρά σκεφτόταν».

Αν υπάρχει ένας αναγνώστης πάντως ο οποίος, μες στην ερωτική λαίλαπα και απόγνωση που και αυτός αντιμετωπίζει, καταφέρνει να συγκεντρωθεί και να διαβάσει σωστά το βιβλίο του, αυτός είναι χωρίς αμφιβολία ο Λιέβιν, ο πρωταγωνιστής της άλλης αφηγηματικής γραμμής που αναπτύσσει ο Τολστόι στην «Άννα Καρένινα». Το είπαμε από την αρχή, ολόκληρο το έργο αυτό στηρίζεται πάνω σε ορισμένες αντιθέσεις, εκ των οποίων η αντίθεση μεταξύ αστικού και αγροτικού περιβάλλοντος είναι ίσως η πιο κεντρική. Ο Λιέβιν ζει στο χωριό και γι’ αυτό, ίσως, κατορθώνει, όχι μόνο να διαβάζει τα βιβλία που τον ενδιαφέρουν, αλλά ταυτόχρονα να σκέφτεται τα πρακτικά προβλήματα που τον απασχολούν, να στοχάζεται τα θέματα πολιτικής οικονομίας με τα οποία καταπιάνεται, να θρηνεί για τις πίκρες του έρωτα που δοκιμάζει και, μαζί, να ακούει τη γριά οικονόμο του που κάθεται κοντά του και διαρκώς μουρμουράει:

Διάβαζε το βιβλίο που κρατούσε, σκεφτόταν κείνο που διάβαζε, σταματούσε ν’ ακούσει την Αγκάφια Μιχάηλοβνα, που ακούραστα φλυαρούσε, και ταυτόχρονα διάφορες εικόνες του νοικοκυριού και της μελλοντικής οικογενειακής ζωής ασυνάρτητα πρόβαλλαν στη φαντασία του. [...] Ο Λιέβιν την άκουγε και διάβαζε, ανακεφαλαιώνοντας ταυτόχρονα όλη τη σειρά των σκέψεων που του γεννούσε το διάβασμα. Ήταν το βιβλίο του Τιντάλ Περί θερμότητος.

Ευτυχής αναγνώστης!