Η Άνοδος του Κυβερνήτη

C
Amagi

Η Άνοδος του Κυβερνήτη

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Καθώς ο Μπράιαν Μπλέικ είναι μαζεμένος στο σκοτάδι που μυρίζει κλεισούρα με τον τρόμο να του σφίγγει το στήθος και τον πόνο να αντανακλά στα γόνατά του, σκέφτεται ότι αν είχε άλλα δυο χέρια θα μπορούσε να καλύψει και τα δικά του αυτιά, και ίσως τότε να σταματούσε να ακούει τον ήχο των κεφαλιών που συνθλίβονταν. Δυστυχώς, τα δύο χέρια του δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει γιατί καλύπτουν τα αυτάκια ενός μικρού κοριτσιού που είναι τρυπωμένο στην ντουλάπα δίπλα του.

Το εφτάχρονο κοριτσάκι τρέμει στα χέρια του και πετάγεται κάθε φορά που ακούει τα χτυπήματα και τους γδούπους που εναλλάσσονται έξω απ’ την ντουλάπα. Ύστερα επικρατεί σιωπή, την οποία σπάνε μόνο ο ιξώδης ήχος βημάτων πάνω στα ματωμένα πλακάκια και οι θυμωμένοι ψίθυροι που ξεσπούν έξω στο χολ.

Ο Μπράιαν ξαναρχίζει να βήχει. Δεν μπορεί να κρατηθεί. Εδώ και μέρες παλεύει μ’ αυτό το αναθεματισμένο κρύωμα, που μαστίζει τις αρθρώσεις και τα ιγμόρειά του και δε λέει να του περάσει. Το παθαίνει κάθε φθινόπωρο, όταν οι μέρες στην Τζόρτζια αρχίζουν να γίνονται υγρές και μουντές. Η υγρασία του τρυπά τα κόκαλα, τον εξαντλεί και του εμποδίζει την αναπνοή. Και τώρα νιώθει τον πυρετό να φουντώνει κάθε φορά που βήχει.

Διπλωμένος στα δύο από ένα ακόμη βασανιστικό ξέσπασμα βήχα, συνεχίζει να πιέζει με τα χέρια του τα μικρά αυτιά της Πένι ενώ βήχει. Ξέρει ότι ο τραχύς ήχος που βγάζει ακούγεται έξω απ’ την πόρτα της ντουλάπας, στους δαιδαλώδεις χώρους του σπιτιού, και τραβάει την προσοχή αλλά δεν μπορεί να κρατηθεί. Κάθε φορά που βήχει βλέπει αστράκια –ένα φιλιγκράν από πυροτεχνήματα που διακλαδώνεται πάνω στις τυφλωμένες απ’ το σκοτάδι κόρες των ματιών του.

Η ντουλάπα –με το ζόρι ένα είκοσι πλάτος και ενενήντα πόντους σε βάθος– είναι θεοσκότεινη και βρομάει ναφθαλίνη, περιττώματα ποντικιών και παλιό κέδρο. Πλαστικές σακούλες παλτών κρέμονται μες στο σκοτάδι, δίπλα απ’ το πρόσωπο του Μπράιαν. Ο νεότερος αδερφός του ο Φίλιπ του είπε ότι δεν υπήρχε πρόβλημα να βήξει στην ντουλάπα. Μάλιστα, ο Μπράιαν ήταν ελεύθερος να βήξει όσο ήθελε –θα έκανε τα τέρατα να βγουν απ’ τις κρυψώνες τους– αλλά, το καλό που του ήθελε, να μην κολλήσει το κοριτσάκι του. Αν κολλούσε, ο Φίλιπ θα άνοιγε το κεφάλι του Μπράιαν.

Ο βήχας περνάει.

Δευτερόλεπτα αργότερα, βαριά, άτσαλα βήματα διαταράσσουν τη σιωπή έξω απ’ την ντουλάπα –ένα ακόμη νεκροζώντανο πλάσμα που μπαίνει στη ζώνη θανάτου. Ο Μπράιαν πιέζει δυνατότερα τα αυτιά της Πένι κι εκείνη πετάγεται απ’ το φόβο της καθώς ακούει τον ήχο ενός ακόμη κρανίου που σπάζει.

Αν του ζητούσαν να περιγράψει το σαματά έξω από την ντουλάπα, ο Μπράιαν μάλλον θα επέστρεφε στις μέρες του ως ιδιοκτήτη καταστήματος δίσκων και θα έλεγε ότι ο ήχος που κάνουν τα κεφάλια όταν σπάζουν είναι σαν μια συμφωνία κρουστών που ίσως παίζεται στην κόλαση –σαν ψυχεδελικό απόσπασμα από συμφωνία του Εντγκάρ Βαρέζ ή μαστουρωμένο σόλο ντραμς του Τζον Μπόναμ– με επαναλαμβανόμενες στροφές και επωδούς: η βαριά ανθρώπινη ανάσα... τα συρτά, αργά βήματα ενός ακόμη νεκρού που περπατά... ο συριγμός ενός τσεκουριού... ο υπόκωφος ήχος του ατσαλιού που βυθίζεται στη σάρκα...

...και τέλος, το μεγάλο φινάλε, το πλατς του αιματόβρεχτου νεκρού που σωριάζεται στο γλοιώδες παρκέ.

Ο σαματάς ξανασταματά κι ο Μπράιαν νιώθει το ρίγος του πυρετού να τον διαπερνά. Η σιωπή τούς ξανασκεπάζει. Τα μάτια του έχουν προσαρμοστεί στο σκοτάδι και τώρα βλέπει τον ιριδισμό του πυκνού αίματος που περνά κάτω απ’ το κενό της πόρτας.

Μοιάζει με λάδι μηχανής. Αρπάζει με προσοχή την ανιψιά του, την απομακρύνει απ’ τη λίμνη αίματος που εξαπλώνεται, και τη βάζει με την πλάτη στις μπότες και τις ομπρέλες που είναι στερεωμένες στο πίσω μέρος της ντουλάπας.

Το στρίφωμα του μικρού τζιν φορέματος της Πένι Μπλέικ ακουμπά το αίμα. Τραβά το ύφασμα γρήγορα και τρίβει με μανία το λεκέ, λες κι αν το ρούχο της απορροφούσε το αίμα θα μολυνόταν κι εκείνη.

Άλλο ένα ξέσπασμα βήχα διπλώνει τον Μπράιαν στα δύο. Προσπαθεί να το σταματήσει. Κάνει να καταπιεί, αλλά απ’ τον πονόλαιμο νιώθει σαν να καταπίνει σπασμένα γυαλιά. Ύστερα τραβά το κοριτσάκι και το σφίγγει στην αγκαλιά του. Δεν ξέρει τι να κάνει ή να πει. Θέλει να βοηθήσει την ανιψιά του. Θέλει να της ψιθυρίσει κάτι που θα την καθησυχάσει, αλλά δεν μπορεί να σκεφτεί τίποτα καθησυχαστικό.

Ο πατέρας της θα ήξερε τι να της πει. Ο Φίλιπ θα ήξερε. Πάντα ξέρει τι να πει. Είναι απ’ αυτούς που λένε πάντα ό,τι οι άλλοι θα ήθελαν να είχαν πει. Λέει και κάνει πάντα αυτό που πρέπει. Όπως και τώρα. Είναι εκεί έξω με τον Μπόμπι και τον Νικ, και κάνει αυτό που πρέπει... ενώ ο Μπράιαν κάθεται κουλουριασμένος στο σκοτάδι σαν τρομαγμένος λαγός και εύχεται να ήξερε τι να πει στην ανιψιά του.

Επειδή ο Μπράιαν είναι ο μεγαλύτερος αδερφός, ακούγεται παράξενο που ήταν πάντα εκείνος ο καχεκτικός. Μετά βίας ένα εβδομήντα φορώντας μπότες με τακούνι, ο Μπράιαν μοιάζει με κοκαλιάρικο σκιάχτρο. Το κορμί του με το ζόρι γεμίζει τα μπατζάκια του μαύρου τζιν του και το κοντομάνικό του. Ένα καστανό μουσάκι, πλεκτά βραχιόλια και σκούρα αχτένιστα μαλλιά σαν του Ίκαμποντ Κρέιν ολοκληρώνουν την εικόνα ενός τριανταπεντάρη μποέμ τύπου που σαν τον Πίτερ Παν ξέχασε να μεγαλώσει, και τώρα βρίσκεται γονατισμένος στη σκοτεινή ντουλάπα που μυρίζει ναφθαλίνη.

Ο Μπράιαν παίρνει μια τραχιά ανάσα και κοιτάζει προς τα κάτω, τα μεγάλα καστανά μάτια της Πένι. Το μουγκό, τρομοκρατημένο της πρόσωπο μοιάζει με φάντασμα μέσα στο σκοτάδι της ντουλάπας. Η Πένι ήταν πάντα ένα ήσυχο παιδί με σχεδόν πορσελάνινη επιδερμίδα, σαν κούκλα, η οποία έδινε στο πρόσωπό της μια αιθέρια χροιά. Αλλά από τότε που πέθανε η μητέρα της κλείστηκε ακόμη περισσότερο στον εαυτό της, έγινε ακόμη πιο χλομή και στωική, σε σημείο που να μοιάζει σχεδόν διαφανής έτσι όπως οι μπούκλες των κατάμαυρων μαλλιών της κρύβουν τα τεράστια μάτια της.

Τις τελευταίες τρεις μέρες, δεν έχει βγάλει σχεδόν λέξη. Φυσικά, ήταν τρεις αλλόκοτες μέρες –και το ψυχικό τραύμα επηρεάζει τα παιδιά πολύ διαφορετικά από ό,τι τους ενήλικες– αλλά ο Μπράιαν ανησυχεί ότι σιγά σιγά η Πένι παθαίνει κάποιου είδους σοκ.

«Όλα θα πάνε καλά, μικρούλα», της ψιθυρίζει βήχοντας κοφτά, σαν να συλλαβίζει.

Εκείνη του λέει κάτι χωρίς να τον κοιτάξει. Το μουρμουρίζει κοιτάζοντας το πάτωμα κι ένα δάκρυ σχηματίζεται στο λερωμένο της μάγουλο.

«Τι είπες, Πεν;» Ο Μπράιαν την αγκαλιάζει και σκουπίζει το δάκρυ της.

Λέει κάτι ξανά και ξανά και ξανά, αλλά χωρίς να απευθύνεται ακριβώς στον Μπράιαν. Το λέει περισσότερο σαν μάντρα ή προσευχή ή ξόρκι: «Δε θα φτιάξουν ποτέ τα πράγματα, ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ».

«Σσσσς». Της κρατά το κεφάλι, πιέζοντάς το απαλά στις πτυχές της μπλούζας του. Νιώθει την υγρή ζεστασιά του προσώπου της στα πλευρά του. Της καλύπτει και πάλι τα αυτιά καθώς ακούει για άλλη μια φορά τον ήχο της λεπίδας ενός τσεκουριού έξω απ’ την ντουλάπα που διαπερνά το δέρμα του κεφαλιού, το σκληρό περίβλημα του κρανίου, τα στρώματα της μήνιγγας και καρφώνεται στην πολτώδη, φαιά και κολλώδη μάζα του ινιακού λοβού.

Κάνει έναν κρότο σαν μπαστούνι του μπέιζμπολ που χτυπά βρεμένη μπάλα του σόφτμπολ –το αίμα που εκτοξεύεται, σαν μουσκεμένη σφουγγαρίστρα που χτυπά δυνατά στο πάτωμα– και ακολουθείται από έναν φρικτό, υγρό γδούπο. Παραδόξως, για τον Μπράιαν αυτό είναι το χειρότερο: αυτός ο κούφιος, υγρός γδούπος του πτώματος που σωριάζεται στα ακριβά κεραμικά πλακάκια. Το πλακάκι είναι ειδικά φτιαγμένο για το σπίτι, με μαρκετερί από περίτεχνα αζτέκικα σχέδια. Είναι ένα υπέροχο σπίτι... ή τουλάχιστον, ήταν.

Και πάλι οι θόρυβοι σταματούν.

Και πάλι ακολουθούν η φρικιαστική σιωπή και το αίμα που σταλάζει. Ο Μπράιαν πνίγει το βήχα του, συγκρατώντας τον σαν πυροτέχνημα έτοιμο να σκάσει, για να μπορέσει να ακούσει καλύτερα τις λεπτές εναλλαγές της αναπνοής έξω απ’ την ντουλάπα, τα γλοιώδη βήματα ποδιών που σέρνονται μες στο αίμα. Όμως τώρα επικρατεί απόλυτη ησυχία.

Ο Μπράιαν νιώθει τη μικρή Πένι να σφίγγεται δίπλα του για να προετοιμαστεί για το επόμενο κύμα από χτυπήματα –αλλά η σιωπή συνεχίζει να απλώνεται.

Εκατοστά πιο κει, ο κριγμός ενός σύρτη και ο ήχος απ’ το πόμολο της ντουλάπας που γυρίζει κάνουν τις τρίχες στο κορμί του Μπράιαν να σηκωθούν. Η πόρτα ανοίγει.

«Όλα εντάξει». Η βαριά φωνή που μυρίζει ουίσκι είναι του άντρα που κοιτάζει μες στην ντουλάπα. Τα μάτια του ανοιγοκλείνουν στο σκοτάδι, το πρόσωπό του λαμπυρίζει απ’ τον ιδρώτα· αναψοκοκκινισμένος απ’ τα ζόμπι που είχε εξοντώσει, ο Φίλιπ Μπλέικ κρατά στο σκληραγωγημένο του χέρι ένα τσεκούρι καλυμμένο με αίμα.

«Είσαι σίγουρος;» ρωτάει ο Μπράιαν.

Αγνοώντας τον αδερφό του, ο Φίλιπ χαμηλώνει το βλέμμα στην κόρη του. «Όλα είναι καλά, αγάπη μου. Ο μπαμπάς είναι καλά».

«Είσαι σίγουρος;» λέει ο Μπράιαν βήχοντας.

Ο Φίλιπ κοιτάζει τον αδερφό του. «Σε πειράζει να καλύψεις το στόμα σου, φίλε;»

«Είσαι σίγουρος ότι μπορούμε να βγούμε;» επαναλαμβάνει βραχνά ο Μπράιαν.

«Αγάπη μου;» λέει στοργικά ο Φίλιπ στην κόρη του με την αμυδρή νότια συρτή προφορά του που είναι εντελώς αταίριαστη με τη λάμψη ωμής βίας που μόλις τώρα σβήνει στα μάτια του. «Θέλω να καθίσεις εκεί που είσαι για ένα λεπτό. Εντάξει; Θα κάτσεις εκεί μέχρι ο μπαμπάς να πει ότι μπορείς να βγεις. Κατάλαβες;»

Με ένα ελαφρύ νεύμα, το χλομό κοριτσάκι τού δείχνει ότι κατάλαβε.

«Έλα, φίλε», λέει ο Φίλιπ παροτρύνοντας τον μεγαλύτερο αδερφό του να βγει απ’ τα σκοτάδια. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου να καθαρίσουμε».

Ο Μπράιαν πασχίζει να σηκωθεί όρθιος, περνώντας μέσα από τα κρεμασμένα παλτά.

Βγαίνει απ’ την ντουλάπα και ανοιγοκλείνει τα μάτια στο δυνατό φως του χολ. Κοιτάζει, βήχει και συνεχίζει να κοιτάζει. Για μια στιγμή, μες στο έντονο φως των πολυτελών χάλκινων πολυελαίων που τη φωτίζουν, η ολοστόλιστη είσοδος της διώροφης αποικιακής έπαυλης μοιάζει σαν να διακοσμήθηκε από κάποιον παρανοϊκό καλλιτέχνη. Οι πετρόλ τοίχοι είναι γεμάτοι μεγάλες μοβ πιτσιλιές. Ακανόνιστα μαύρα και βαθυκόκκινα μοτίβα καλύπτουν τα σοβατεπί και τις μαρκίζες. Μετά συνειδητοποιεί κανείς τι είναι αυτές οι μάζες στο πάτωμα.

Έξι πτώματα είναι σωριασμένα μες στο αίμα. Η ηλικία και το φύλο τους δε διακρίνονται απ’ τα κατακρεουργημένα κορμιά, το αιματοβαμμένο, μελανιασμένο δέρμα τους και τα παραμορφωμένα κρανία. Το μεγαλύτερο πτώμα κείτεται στη βάση της μεγάλης κυκλικής σκάλας, μέσα σε μια λίμνη χολής που εξαπλώνεται συνεχώς. Μια άλλη σορός –ίσως της κυρίας του σπιτιού που σαν εύθυμη οικοδέσποινα πρόσφερε κάποτε στους καλεσμένους της ροδακινόπιτα και την παραδοσιακή φιλοξενία του Νότου– βρίσκεται τώρα σωριασμένη σαν παραμορφωμένη άμορφη μάζα πάνω στο υπέροχο λευκό παρκέ, με τα πόδια και τα χέρια ανοιχτά, ενώ ένα κομμάτι μυαλά που μοιάζει με σκουλήκι κρέμεται απ’ το σπασμένο της κρανίο.

Ο Μπράιαν νιώθει αναγούλα και ο λαιμός του διαστέλλεται αντανακλαστικά. «Εντάξει, κύριοι, έχουμε πολλή δουλειά», λέει ο Φίλιπ στους δυο του φίλους, τον Νικ και τον Μπόμπι, και στον αδερφό του. Αλλά ο άρρωστος Μπράιαν ίσα που τον ακούει πάνω απ’ το χτύπο της καρδιάς του.

Βλέπει και τα άλλα πτώματα –εδώ και δυο μέρες, ο Φίλιπ έχει αρχίσει να αποκαλεί όσους εξοντώνουν «διπλοσκοτωμένους»– που είναι διασκορπισμένα κατά μήκος του σκουρόχρωμου γυαλισμένου σοβατεπί στο κατώφλι του σαλονιού. Ίσως να είναι τα παιδιά που ζούσαν κάποτε εδώ, ή επισκέπτες που βίωσαν τις συνέπειες ενός αφιλόξενου μολυσμένου δαγκώματος. Τα πτώματά τους κείτονται μέσα σε πιτσιλωτές λίμνες αίματος. Το ένα, που έχει το βαθουλωμένο του κεφάλι πεσμένο μπρούμυτα σαν κατσαρολάκι με χυμένη σούπα, εκτοξεύει ακόμη το κατακόκκινο αίμα του στο πάτωμα σαν σπασμένος πυροσβεστικός κρουνός. Κάποια άλλα έχουν ακόμη καρφωμένα στο κρανίο τους μικρά τσεκούρια, βυθισμένα μέσα μέχρι τη λαβή, σαν σημαίες που κάρφωσαν θριαμβευτικά κάποιοι εξερευνητές σε βουνοκορφές που μέχρι τότε ήταν απάτητες.

Το χέρι του Μπράιαν σηκώνεται ξαφνικά στο στόμα του, μήπως και σταματήσει το κύμα εμετού που ανεβαίνει από τον οισοφάγο του. Νιώθει κάτι να πέφτει στην κορυφή του κεφαλιού του λες και μια πεταλούδα της νύχτας φτερουγίζει στο κρανίο του. Κοιτάζει πάνω.

Αίμα στάζει απ’ τον πολυέλαιο και μια σταγόνα πέφτει στη μύτη του.

«Νικ, πήγαινε να φέρεις μερικούς απ’ τους μουσαμάδες που βρήκαμε στο...»

Ο Μπράιαν πέφτει στα γόνατα, διπλώνεται μπροστά και εκτοξεύει εμετούς σ’ όλο το παρκέ. Ο αχνιστός χείμαρρος της πρασινωπής χολής τρέχει στα πλακάκια και αναμειγνύεται με τις ακαθαρσίες των νεκρών.

Δάκρυα καίνε τα μάτια του Μπράιαν καθώς ξερνάει στο πάτωμα την αρρώστια των τεσσάρων τελευταίων ημερών που τον κατατρώει.

Ο Φίλιπ αναστενάζει εκνευρισμένα, ενώ η αδρεναλίνη κυλά ακόμη στις φλέβες του. Δεν ασχολείται καν να πάει στο πλευρό του αδερφού του. Απλώς στέκεται εκεί, αφήνει κάτω το ματωμένο του τσεκούρι και σηκώνει τα μάτια με αγανάκτηση. Είναι θαύμα που τα μάτια του δεν έχουν κολλήσει μόνιμα κάτω από τις κόγχες του, τόσες φορές που έχει αγανακτήσει με τον αδερφό του όλ’ αυτά τα χρόνια. Αλλά τι θα μπορούσε να κάνει; Ο Μπράιαν είναι οικογένεια, και η οικογένεια είναι σημαντική... ιδιαίτερα σε τόσο αλλόκοτες στιγμές όπως αυτές.

Υπάρχει σίγουρα ομοιότητα –όσο κι αν δεν του αρέσει του Φίλιπ. Ψηλός, λιγνός και νευρώδης, με γραμμωμένους μυς εργάτη, ο Φίλιπ έχει τα ίδια μελαμψά χαρακτηριστικά με τον αδερφό του, τα ίδια σκούρα αμυγδαλωτά μάτια και μαύρα μαλλιά της Αμερικανο-μεξικάνας μητέρας τους. Το πατρικό όνομα της Μάμα Ρόουζ ήταν Γκαρσία και τα χαρακτηριστικά της κυριάρχησαν στο σόι έναντι εκείνων του πατέρα των αγοριών, του Εντ Μπλέικ, ενός εύσωμου, αλκοολικού αγροίκου με καταγωγή απ’ τη Σκωτία και την Ιρλανδία. Όμως ο Φίλιπ, αν και τρία χρόνια μικρότερος απ’ τον Μπράιαν, είχε πάρει όλους τους μυς.

Είναι πάνω από ένα ογδόντα δύο, φοράει ξεβαμμένο τζιν, μποτάκια εργασίας κι ένα τζιν πουκάμισο. Έχει μουστάκι σαν του Φου Μαντσού και κάτι άτεχνα τατουάζ που κάνουν συνήθως στη φυλακή οι μηχανόβιοι. Είναι έτοιμος να πλησιάσει με την επιβλητική του φιγούρα τον αδερφό του που ξερνάει, για να του πει μάλλον κάτι σκληρό, αλλά ξαφνικά ακούει κάτι που δεν του αρέσει απ’ την άλλη άκρη του χολ.

Ο Μπόμπι Μαρς, παλιός φίλος του Φίλιπ απ’ το λύκειο, στέκεται κοντά στη βάση της σκάλας και σκουπίζει το τσεκούρι του πάνω στο τεράστιο τζιν που φορά. Είναι ένας εύσωμος τριαντάρης με μακριά λιγδιασμένα καστανά μαλλιά πιασμένα αλογοουρά που δεν κατάφερε ποτέ να τελειώσει το κολέγιο. Δε θα τον έλεγες παχύσαρκο, αλλά είναι σίγουρα υπέρβαρος –σαν εκείνους τους τύπους που οι συμμαθητές του στο Λύκειο της Κομητείας Μπερκ φώναζαν χοντρομπαλάδες.

Τώρα, καθώς βλέπει τον Μπράιαν να κάνει εμετό, χαχανίζει μ’ ένα νευρικό, ανήσυχο γέλιο που κάνει την κοιλιά του να κουνιέται πάνω κάτω. Το χαχανητό είναι άχρωμο και κενό –ένα είδος τικ που ο Μπόμπι μοιάζει να μην μπορεί να ελέγξει.

Το ανήσυχο γέλιο πρωτοεμφανίστηκε πριν τρεις μέρες όταν ένας απ’ τους πρώτους νεκροζώντανους εμφανίστηκε σ’ ένα βενζινάδικο κοντά στο αεροδρόμιο της Ογκάστα. Ντυμένος με ολόσωμη φόρμα εργασίας ποτισμένη στο αίμα, ο πρώην μηχανικός αυτοκινήτων που εμφανίστηκε με ένα κομμάτι χαρτί τουαλέτας κολλημένο στο παπούτσι του προσπάθησε να κατασπαράξει τον παχουλό λαιμό του Μπόμπι προτού ο Φίλιπ χτυπήσει το τέρας μ’ ένα λοστό.

Η ανακάλυψη πως ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι είναι αρκετό είχε κάνει τον Μπόμπι να γελάσει και πάλι νευρικά –ως μηχανισμό άμυνας, αναμφίβολα– και να αρχίσει να λέει διάφορα, όπως ότι «πρέπει να είναι κάτι στο νερό σαν πανούκλα». Αλλά ο Φίλιπ δεν είχε καμία όρεξη ν’ ακούσει ποια μπορεί να ήταν τα αίτια αυτής της κωλοκατάστασης ούτε τότε και, φυσικά, ούτε και τώρα.

«Έι!» φωνάζει ο Φίλιπ στο σωματώδη φίλο του. «Ακόμη το βρίσκεις αστείο;»

Το γέλιο του Μπόμπι κόβεται.

Στην άλλη άκρη του δωματίου, κοντά σ’ ένα παράθυρο με θέα στην αυλή που τώρα είναι τυλιγμένη στο σκοτάδι, μια τέταρτη φιγούρα παρακολουθεί ανήσυχα. Ο Νικ Πάρσονς, ένας ακόμη φίλος απ’ τα ατίθασα νεανικά χρόνια του Φίλιπ. Είναι κοντός και αδύνατος, γύρω στα τριάντα, με παρουσιαστικό σχολιαρόπαιδου και κοντό κούρεμα όπως έχουν πάντα οι αθλητές του σχολείου. Όντας ο θρήσκος της παρέας, του πήρε τον περισσότερο χρόνο να συνηθίσει στην ιδέα ότι πρέπει να σκοτώνει όντα που κάποτε ήταν άνθρωποι. Τώρα, το χακί του παντελόνι και τα αθλητικά του παπούτσια είναι πιτσιλισμένα με αίματα και τα μάτια του τα βασανίζουν τραυματικές εικόνες, καθώς παρακολουθεί τον Φίλιπ να πλησιάζει τον Μπόμπι.

«Συγγνώμη, φίλε», μουρμουρίζει ο Μπόμπι.

«Η κόρη μου είναι μέσα», λέει ο Φίλιπ και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μαρς. Το ασταθές μείγμα οργής, πανικού και πόνου που έχει μέσα του ο Φίλιπ μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή.

Ο Μπόμπι χαμηλώνει το βλέμμα του στο πάτωμα που είναι καλυμμένο με αίμα. «Συγγνώμη, συγγνώμη».

«Πήγαινε φέρε τους μουσαμάδες, Μπόμπι».

Δυο μέτρα μακριά, ο Μπράιαν, πεσμένος ακόμη στα τέσσερα, συνεχίζει να κάνει εμετό μέχρι που δεν έχει τίποτα άλλο να βγάλει και απλά αναγουλιάζει.

Ο Φίλιπ πλησιάζει τον μεγαλύτερο αδερφό του και γονατίζει δίπλα του. «Βγάλ’ τα όλα».

«Με... συγ...» λέει βραχνά ο Μπράιαν, ρουθουνίζοντας, προσπαθώντας να ολοκληρώσει τη σκέψη του.

Ο Φίλιπ ακουμπά απαλά το μεγάλο, λερωμένο, γεμάτο κάλους χέρι του στους καμπουριασμένους ώμους του αδερφού του. «Δεν πειράζει, αδερφέ... βγάλ’ τα όλα».

«Με σ-συγχωρείς».

«Δεν πειράζει».

Ο Μπράιαν ανακτά την αυτοκυριαρχία του και σκουπίζει το στόμα του με το πίσω μέρος του χεριού του. «Π-πιστεύεις ότι τα σκοτώσατε όλα;»

«Ναι».

«Είσαι σίγουρος;»

«Ναι».

«Ψάξατε... παντού; Ακόμη και στο υπόγειο, ας πούμε;»

«Ναι, ψάξαμε παντού. Σ’ όλες τις κρεβατοκάμαρες... ακόμη και στη σοφίτα. Το τελευταίο βγήκε απ’ την κρυψώνα του όταν άκουσε τον αναθεματισμένο σου βήχα. Ήταν τόσο δυνατός που σήκωσε και τους πεθαμένους. Ένα κορίτσι προσπάθησε να φάει το διπλοσάγονο του Μπόμπι για βραδινό».

Ο Μπράιαν καταπίνει επίπονα. «Αυτοί οι άνθρωποι... ζούσαν εδώ».

Ο Φίλιπ αναστενάζει. «Όχι πια».

Ο Μπράιαν κοιτάζει με δυσκολία ολόγυρα το δωμάτιο κι ύστε¬ ρα σηκώνει το βλέμμα του στον αδερφό του. Το πρόσωπό του είναι υγρό απ’ τα δάκρυα. «Μα, ήταν σαν... οικογένεια».

Ο Φίλιπ γνέφει χωρίς να πει τίποτα. Θέλει να σηκώσει τους ώμους του αδιάφορα σαν να θέλει να πει και τι έγινε, αλλά δεν το κάνει και συνεχίζει απλώς να γνέφει. Δε σκέφτεται την οικογένεια των ζόμπι που μόλις σκότωσε ή τις συνέπειες των ωμών σφαγών που έχει διαπράξει τις τρεις τελευταίες μέρες, μακελεύοντας ανθρώπους που πριν λίγο καιρό ήταν μαμάδες και νοικοκυρές ή ταχυδρόμοι και βενζινοπώλες. Χτες, ο Μπράιαν επιδόθηκε σ’ ένα ηλίθιο φιλοσοφικό παραλήρημα για την ηθική πλευρά της κατάστασης. Ιδανικά δε θα ‘πρεπε να σκοτώνεις ποτέ παρά μόνο όταν βρίσκεσαι σε αυτοάμυνα. Ωστόσο, ο Φίλιπ δε βλέπει αυτό που κάνουν ως φόνο. Δεν μπορείς να σκοτώσεις κάτι που είναι ήδη νεκρό, απλά το λιώνεις σαν σκουλήκι και προχωράς παρακάτω, και σταματάς να το σκέφτεσαι.

Η αλήθεια είναι ότι, αυτή τη στιγμή, ο Φίλιπ δε σκέφτεται ούτε ποια θα είναι η επόμενη κίνηση της μικρής τους ομάδας –κάτι που μάλλον θα αποφασίσει μόνος του γιατί έχει γίνει ο φυσικός τους ηγέτης και καλά θα κάνει να το αποδεχτεί. Τώρα, έχει ένα μόνο σκοπό: Από τότε που ξεκίνησε ο εφιάλτης πριν από τρία εικοσιτετράωρα και οι άνθρωποι άρχισαν να αλλάζουν –για λόγους που κανείς δεν έχει καταλάβει ακόμη– το μόνο που έχει στο μυαλό του είναι πώς να προστατέψει την Πένι. Γι’ αυτό έφυγε κι απ’ την πόλη του, το Γουέινσμπορο, πριν δυο μέρες.

Η πόλη της μικρής αγροτικής κοινότητας στο ανατολικό άκρο της κεντρικής Τζόρτζια πήγε γρήγορα κατά διαόλου όταν οι κάτοικοι άρχισαν να πεθαίνουν και να ξαναζωντανεύουν. Παρ’ όλα αυτά, ήταν η ασφάλεια της Πένι που τελικά έπεισε τον Φίλιπ να φύγει. Και λόγω της Πένι είχε επιστρατεύσει τη βοήθεια των παλιών του φίλων απ’ το σχολείο και είχε ξεκινήσει για την Ατλάντα, όπου, σύμφωνα με τις ειδήσεις, είχαν αρχίσει να φτιάχνουν καταφύγια. Για την Πένι τα έκανε όλα. Είναι το μόνο που του έχει απομείνει. Το μόνο που τον κάνει να συνεχίζει να ζει –το μόνο βάλσαμο της πληγωμένης του ψυχής.

Πολύ πριν ξεσπάσει αυτή η ανεξήγητη επιδημία, ο Φίλιπ δεν μπορούσε να κοιμηθεί και κάθε βράδυ στις 3 τα ξημερώματα ένιωθε το κενό της απώλειας να του κόβει την καρδιά. Εκείνη την ώρα ήταν που είχε χάσει τη γυναίκα του –δύσκολο να πιστέψει ότι πέρασαν κιόλας τέσσερα χρόνια– σ’ έναν ολισθηρό δρόμο νότια της Άθενς. Η Σάρα, που είχε πάει να δει μια φίλη της στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, ήταν πιωμένη και έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της σ’ έναν ελικοειδή δρόμο της Κομητείας Γουίλκς.

Απ’ τη στιγμή που αναγνώρισε το πτώμα, ο Φίλιπ ήξερε ότι θα άλλαζε για πάντα. Δεν είχε κανένα δισταγμό να κάνει το σωστό –έκανε δύο δουλειές για να μπορεί να αναθρέψει την Πένι– αλλά δε θα ήταν ποτέ ο ίδιος. Ίσως γι’ αυτό να συνέβαιναν όλα αυτά. Ίσως ήταν το κακόγουστο αστείο του Θεού. Όταν καταφθάσουν τα σμήνη των ακρίδων κι ο ποταμός γίνει κατακόκκινος απ’ το αίμα, τότε αυτός που έχει τα περισσότερα να χάσει γίνεται αρχηγός της αγέλης.

[ ΤΗΕ WALKING DEAD, Η Άνοδος του Κυβερνήτη (The Walking Dead: Rise of the Governor) των Robert Kirkman και Jay Bonansinga. Μετάφραση: Χρήστος Μπαρουξής. Κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία στις 2 Ιουνίου 2017 από τις Εκδόσεις Bell ].