Η διακριτική ανάγκη της μνήμης

C
Γιώργος Παππάς

Η διακριτική ανάγκη της μνήμης

Είναι παρόν το Μεγάλο Ελληνικό Ιστορικό Μυθιστόρημα στην εποχή μας, και ονομάζεται «Χλομή Μητέρα», γραμμένο από τον Στάθη Βαλούκο. Κυκλοφόρησε πρόσφατα, και υπερβολικά αθόρυβα, από τις Εκδόσεις Αιγόκερως. Είναι από αυτές τις καθηλωτικές εξιστορήσεις όπου αναπόφευκτα χρησιμοποιείς τον όρο «τοιχογραφία» καθώς ζωντανεύουν εμπρός σου εικόνες από μια εποχή που δεν έζησες, από μια πόλη που δεν περπάτησες, από ένα δράμα που δεν βίωσες, αλλά σε κάθε σελίδα νιώθεις πως είναι κάτι που θυμάσαι, μια ζωντανή ανάμνηση. Τόσο παραστατικά αφηγείται ο Βαλούκος, τόσο λόγϊα, σαν γνήσιος απόγονος της γενιάς του Μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Και είναι Μεγάλο Ελληνικό Ιστορικό Μυθιστόρημα η «Χλομή Μητέρα», επίσης, γιατί θίγει ένα ζήτημα που συχνά, ακόμη και σήμερα, αποσιωπάται: τη μοίρα της εβραϊκής κοινότητας της Ελλάδας, εν προκειμένω της Θεσσαλονίκης.

Ο Άγγελος Δούκας είναι ο ήρωας του Βαλούκου, Εβραιόπουλο κατά το ήμισυ, χριστιανός ο πατέρας αλλά η οικογένεια μεγαλώνει στην εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Στην εφηβεία, καθώς ξεκινά η Κατοχή, έχει τις ερωτικές του έννοιες στον νου καθώς η πόλη καταλαμβάνεται από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους. Πρωτοπαλίκαρο των ναζί ο Λάσκαρης, διαβόητος, πίσω απ’ όλα, έτοιμος να θησαυρίσει, να καταδυναστεύσει, να καταδιώξει, να επιβληθεί. Ένας από τους πολλούς της εποχής. Η αρχική γκετοποίηση, η δυσπιστία σχετικά με τις δυσοίωνες πληροφορίες από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, η ευπείθεια ορισμένων αξιωματούχων όπως ο αρχιραβίνος Κορέτς ή ο θείος του ήρωα, ο γερμανομαθής Λεβί. Ο Άγγελος, ταυτόχρονα, ερωτεύεται την απόμακρη Άννα Σις, την κόρη του Γερμανοεβραίου Ζοζέφ, που όλο ζωγραφίζει μοναχικά, στιγματισμένη από τον κύκλο των ομόθρησκών της. Ο έρωτας θα έχει σκιές ασήκωτες, σαν σβάστικες κρεμάμενες πάνω από τα κεφάλια τους. Κι ένα πρωί…

Ένα πρωί τα τρένα θα γεμίσουν. Με προορισμό γνωστό. Κι ο Βαλούκος θα αρχίσει να αφηγείται τις μοίρες όλων αυτών που έφυγαν, του Θείου Λεβί, των φίλων του Άγγελου, της Άννας. Όχι του Άγγελου: αυτός, τυχερός, θα σταλεί από τους γονείς του στους Έλληνες συγγενείς στην Αθήνα. Θα ζήσει ο Άγγελος, την ώρα που ο Βαλούκος ζωντανεύει με σπαραγμό τη φρίκη των στρατοπέδων, την Τελική Λύση, την απαξίωση των ζωών, την εξαθλίωση που οδηγεί στην επιβίωση κάποιους τυχερούς.

Γράφει εδώ ο Βαλούκος αξιοποιώντας θαρρείς τη βαθιά κινηματογραφική του γνώση (με αυτόν τον χώρο άρρηκτα συνδεδεμένη η εργογραφία του). Η άφιξη των τρένων σαν εικόνα απευθείας από τη «Λίστα του Σίντλερ», η υποκειμενικότητα του βλέμματος και του πανικού σαν μακρύ μονοπλάνο από τον «Γιο του Σαούλ», η ανάμιξη παγωνιάς και θανατικού σαν από τα πρώτα πλάνα του Βάιντα στο «Τοπίο μετά τη Μάχη». Η οσμή του θανάτου, τα πειράματα του Μένγκελε, η φρίκη ξανά και ξανά. Κι ο Άγγελος στην Αθήνα, σε μια άλλη πραγματικότητα, σκληρή και ανόητη: ο Εμφύλιος που έχει ήδη ξεκινήσει στο άστυ, κι ας μην έχουν φύγει οι Γερμανοί, οι πρόθυμοι ένθεν κακείθεν. Έχει ίσως εδώ μια-δυο μικροαστοχίες ο Βαλούκος, για τον γράφοντα τουλάχιστον, στην ανάγκη του να προσθέσει ιστορικότητα στο κείμενό του: δεν προσέφερε η αναφορά στη Μαρία Καλογεροπούλου, δεν χρειαζόταν να είναι το Ματαρόα το πλοίο που θα έπαιρνε ο Άγγελος… Αλλά έχει τόσες τραγικές σκηνές το ιστορικό πλαίσιο, και τις ενσωματώνει τόσο αρμονικά ο Βαλούκος, που αυτά είναι πταίσματα που τα ξεχνάς, όταν π.χ. έρχεσαι με τη διήγησή του εμπρός στον φόνο του Κίτσου Μαλτέζου, άλλη μια σκιά, άλλη μια σελίδα ιστορίας που αρνείται η σύγχρονη Ελλάδα να ξεφυλλίσει, μήπως και θιχτούν ιερές αριστερές αγελάδες...

Κι ύστερα, χρόνια μετά, οι ξαφνικές συναντήσεις. Όσων επέζησαν. Με τις πληγές ακόμη χαίνουσες. Κι όχι μόνο συναντήσεις συγγνώμης και μνήμης θερμής. Αλλά κυρίως η συνάντηση με τον ίδιο τον Λάσκαρη, με τον ίδιο τον Εφιάλτη, με τον άνθρωπο που η ίδια η χώρα αρνήθηκε να κοιτάξει κατάματα. Σε ασφυκτικό πλαίσιο πάλι, στα χρόνια της χούντας. Σε μια άλλη χώρα που όμως δεν έμαθε τίποτε. Που προτίμησε να θυμάται σπασμωδικά, φτιάχνοντας ένα κακόγουστο μωσαϊκό μνήμης, ξεχνώντας δρόμους ολόκληρους και κοινότητες ολόκληρες και ζωές. Δεν είναι ένα κατηγορώ συγκεκριμένο αυτό του Βαλούκου. Είναι μια διακριτική υπογράμμιση της ανάγκης να θυμόμαστε. Είναι η ανάγκη να μνημονεύουμε αυτά που γίνανε, στη Θεσσαλονίκη αλλά και τα δικά μου Γιάννενα, να ανοίξουμε, όσο, και αν πια, προλαβαίνουμε, μνήμες και να καταγράψουμε. Χωρίς ντροπή, μα με επιθυμία να διδαχτούμε, ίσως.

ΥΓ. Για το όμικρον στο «χλομή» του τίτλου που μπορεί να ξενίζει το μάτι: τα περισσότερα λεξικά όντως αποδέχονται την αντίστοιχη ορθογραφία αντί του «χλωμός», γιατί η λέξη θεωρείται πως προέρχεται από το αρχαίο «φλομός» που σήμαινε κιτρινωπός.